Το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση: ευχές και πραγματικότητες

Ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών αρχηγών από όλο τον κόσμο είναι συγκεντρωμένοι αυτές τις μέρες στο Μαρακές, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να υπογράψουν ένα νέο σύμφωνο για τη μετανάστευση: το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση.

Το θέμα της μετανάστευσης έχει γίνει πολιτική προτεραιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο και οι πλουσιότερες περιοχές του κόσμου υιοθετούν παρεμφερή ξενοφοβικά μέτρα κατά των μεταναστών.

Μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η εξωτερική ανάθεση της επιτήρησης των συνόρων και οι πολιτικές της ΕΕ που οδηγούν σε φυλακίσεις στην Τουρκία και χρηματοδοτούν τις πολιτοφυλακές της Λιβύης οι οποίες έχουν αυτοανακηρυχθεί σε Λιβυκή Ακτοφυλακή. Τα μέτρα αυτά έχουν σημαντικές ομοιότητες με τη μεταναστευτική πολιτική της Αυστραλίας, σύμφωνα με την οποία οι αιτούντες άσυλο υποβάλλονται σε συνθήκες κράτησης στο απομακρυσμένο νησί Ναουρού, καθώς και με την πολιτική των ΗΠΑ στα σύνορά τους με τις χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Υπό αυτό το πρίσμα, οι παγκόσμιες σχέσεις ανισότητας εκφράζονται και μέσω της διαφοροποίησης των χωρών αποστολής και υποδοχής. Και αυτό αποτελεί στοιχείο που εξυπηρετεί τη διαιώνιση της εφαρμογής αποικιοκρατικών και μεταποικιοκρατικών μοντέλων στις διεθνείς σχέσεις.  

Όσον αφορά το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση, δεν είναι δεσμευτικό νομικά. Στόχος του είναι να προωθήσει διάφορα μοντέλα συμφωνιών μεταξύ χωρών ή περιφερειακών οργανισμών. Παρότι αυτό δεν είναι αρνητικό καθ’ εαυτό, αν εξετάσουμε τις διατάξεις της συνθήκης, θα καταλάβουμε κάποιους από τους πραγματικούς της στόχους. Η συγκεκριμένη προσέγγιση δίνει απόλυτη προτεραιότητα στην ασφάλεια, εφόσον προωθεί ένα σύστημα διαχείρισης των συνόρων που ποινικοποιεί όποιον τολμά να τα διασχίσει, προωθώντας ένα μοντέλο επιλεκτικής μετανάστευσης.

Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη υποδοχής μπορούν να επιλέγουν ποιους μετανάστες επιθυμούν, με κριτήριο τα συμφέροντα των εγχώριων αγορών. Πρόκειται για μια άσκηση εμπορευματοποίησης ανθρώπων που πρόκειται να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης, σε πλήρη αντίθεση με το παγκόσμιο μοντέλο ελεύθερης κίνησης του κεφαλαίου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι αυτό το είδος επιλεκτικής μετανάστευσης παρουσιάζεται ως νόμιμος και ασφαλής τρόπος πρόσβασης, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν υπό όρους αποκλεισμό των συνόρων, ένα μοντέλο που όταν εφαρμόστηκε στην ΕΕ οδήγησε σε περισσότερους από 2.100 θανάτους στη Μεσόγειο, το 2018. 

Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει την ποινικοποίηση των μεταναστών και όσων εκδηλώνουν αλληλεγγύη προς αυτούς είναι η συλλογή κάθε είδους προσωπικών δεδομένων. Το Σύμφωνο συνιστά τη συλλογή και την κοινή χρήση αυτών των πληροφοριών από τις αστυνομικές δυνάμεις όλων των κρατών. Αυτό, δεν παραβιάζει μόνο την ιδιωτική ζωή, αλλά επιτρέπει και τη δημιουργία αστυνομικών φακέλων χωρίς τον παραμικρό έλεγχο, με στόχο την περαιτέρω ενίσχυση της καταστολής της μετανάστευσης. 

Τέλος, το Σύμφωνο προωθεί την ενίσχυση άλλων δυο στοιχείων της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής που συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: τις κρατήσεις και τις απελάσεις. Με το σύμφωνο, η κράτηση και η απέλαση με διοικητικά κριτήρια καθιερώνονται ως μια τυπική διαδικασία μεταναστευτικής πολιτικής και υποδοχής μεταναστών, χωρίς την παραμικρή εξαίρεση όταν πρόκειται για ανηλίκους. Έτσι, κάποιες από τις πιο βλαβερές συνθήκες, όπως εκείνη που είναι υπό διαπραγμάτευση ανάμεσα στην ισπανική και τη μαροκινή κυβέρνηση για την απέλαση των ασυνόδευτων ανηλίκων, στην ουσία χωρίς καμιά εγγύηση, θα νομιμοποιηθεί από το συγκεκριμένο Σύμφωνο.

Αλλά πέρα από τις παραπάνω σκέψεις, το Σύμφωνο επιβεβαιώνει τη χρήση των μεταναστευτικών πολιτικών ως ενός πρόσθετου στοιχείου ανισότητας ανάμεσα στις χώρες προέλευσης και τις χώρες προορισμού, ανάμεσα στις πλουσιότερες και τις φτωχότερες, για να είμαστε ακριβείς, εξαιτίας της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και του φυσικού πλούτου των δεύτερων από τις μεγάλες (κυρίως δυτικές) πολυεθνικές.

Η χρήση προϋποθέσεων στην πρόσβαση των μεταναστών, που αποτελεί συνήθη πρακτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι παρά η καθιέρωση του όρου ότι για να εφαρμοστεί οποιοδήποτε ευνοϊκό μέτρο για την πλειονότητα των κατοίκων των χωρών προέλευσης, θα πρέπει οι χώρες αυτές να αποδεχθούν τις μεταναστευτικές πολιτικές της χώρας υποδοχής. Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ μπορεί να σταματήσει να χρηματοδοτεί προγράμματα συνεργασίας σε χώρες της Αφρικής οι οποίες δεν αποδέχονται, όχι μόνο την απέλαση ανθρώπων αλλά και, παραδείγματος χάριν, την επιβολή ειδικής βίζας ή της πολιτικής συνοριακού ελέγχου η οποία αποφασίζεται από τις Βρυξέλλες.

Έτσι, η μεταναστευτική πολιτική των πλουσιότερων χωρών επιβάλλεται στα νόμιμα συμφέροντα των πιο φτωχών, αγνοώντας τελείως την πραγματικότητά τους, όπως συμβαίνει με την ελευθερία κίνησης εντός της Αφρικανικής Ένωσης, η οποία καταργήθηκε εκ των πραγμάτων, εξαιτίας των πολιτικών συνοριακού ελέγχου που επιβλήθηκαν στην Αφρική από την ΕΕ.

Εξάλλου, αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι: από τη μια, οι πολιτικές των πλουσιότερων χωρών επιβάλλονται σε τρίτες χώρες και, από την άλλη, παρέχουν νομιμοποίηση σε όσους τις αποδέχονται. Με αυτό τον τρόπο, δικτάτορες που παραβιάζουν σοβαρά τα δικαιώματα της πλειονότητας των πληθυσμών τους, όπως ο συνταγματάρχης Σίσι της Αιγύπτου ή ο Ομάρ αλ Μπασίρ στο Σουδάν, γίνονται ξαφνικά αξιοσέβαστα μέλη της διεθνούς κοινότητας, γιατί η ΕΕ είναι πρόθυμη να ξεπλύνει τα εγκλήματά τους, με αντάλλαγμα τη συνενοχή τους σε αυτές τις πολιτικές.

Οι συνέπειες των πολιτικών αυτών επί τόπου είναι απίστευτα σκληρές και δε χρειάζεται να κοιτάξουμε μακριά. Αρκεί να δούμε την κατάσταση στη γειτονική μας χώρα, το Μαρόκο, που είναι ένας από τους πρωτοπόρους αυτού του μοντέλου μεταναστευτικών συνθηκών. Η κατάσταση εκεί γίνεται όλο και πιο επισφαλής για τους υποσαχάριους μετανάστες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη. Από την αρχή του περασμένου καλοκαιριού, οι προερχόμενοι από χώρες με μεγάλο αριθμό μεταναστών, όπως η Γουινέα ή η Ακτή Ελεφαντοστού, πρέπει να παρουσιάζουν μια βίζα. Έτσι, όσοι προέρχονται από αυτές τις χώρες αναγκάζονται να ακολουθούν εναλλακτικούς δρόμους που είναι πολύ πιο ακριβοί και επικίνδυνοι, γεγονός που τροφοδοτεί τις μαφίες. 

Ως συνέπεια, έχει αυξηθεί η καταστολή του μαύρου πληθυσμού στο Μαρόκο. Διαρκώς υφίστανται την αστυνομική βαρβαρότητα, ενώ φυλακίζονται τυχαία. Ορισμένες φορές οδηγούνται σε ερημικές περιοχές όπου εγκαταλείπονται. Μερικές φορές αυτό συμβαίνει και σε νόμιμους κάτοικους.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΕ υποσχέθηκε ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας μέσω του Επενδυτικού Ταμείου της στην Αφρική, που θα βελτίωνε τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Όμως, σύμφωνα με μαρτυρίες της μαροκινής μεταναστευτικής κοινότητας, η βοήθεια αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ γιατί πρέπει να χάθηκε στις στενωπούς της γραφειοκρατίας που χαρακτηρίζουν τη διοίκηση της Βορειοαφρικανικής χώρας. Φαίνεται ότι οι μόνοι εμφανείς ευρωπαϊκοί πόροι στο Μαρόκο είναι αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των κέντρων κράτησης στα βόρεια της χώρας, για την αγορά εξοπλισμού που χρησιμοποιήθηκε στον έλεγχο της εξέγερσης στα σύνορα με την Ισπανία, στις πόλεις Θεούτα και Μελίλα, και για τον αυξανόμενο αριθμό απελάσεων που γίνονται από το Μαρόκο, πολλές από τις οποίες πληρώνονται εν μέρει και από το δημόσιο ταμείο της Ισπανίας.  

Ο μόνος ασφαλής τρόπος για να φύγει κανείς από το Μαρόκο είναι η αποκαλούμενη εθελοντική επιστροφή στη χώρα καταγωγής, μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, που προσφέρει οικονομική βοήθεια 500 περίπου ευρώ. Τα στοιχεία του ίδιου του Οργανισμού επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν πάνω από 1000 άνθρωποι στο Μαρόκο που περιμένουν να επιστρέψουν και ότι στη συντριπτική πλειονότητά τους το κάνουν γιατί έχουν τραυματικές εμπειρίες από τη χώρα, όπως βασανισμούς από την αστυνομία ή την απώλεια ενός συγγενή ή φίλου στη θάλασσα. Σε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν υποφέρει, το μόνο πράγμα που είμαστε ικανοί -εμείς που είμαστε μεταξύ των πλουσιότερων χωρών στον κόσμο- να προσφέρουμε είναι ένα εισιτήριο επιστροφής στις συνθήκες βίας, μιζέριας και εκμετάλλευσης από τις οποίες αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν.

Αυτό είναι το πρόβλημα με το Σύμφωνο που θα υπογραφεί στο Μαρακές. Πίσω από μερικές ιδέες που φαίνονται θετικές, όπως η υπογραφή συνθηκών σε παγκόσμια κλίμακα ή η διευκόλυνση ορισμένων αφίξεων, βρίσκεται ένα παγκόσμιο μοντέλο μετανάστευσης που επιβάλλουν οι πολιτικές των χωρών στις οποίες η ατζέντα διαμορφώνεται από την άκρα Δεξιά. Διαιωνίζοντας ένα σύστημα επιβολής πολιτικών όρων σε τρίτες χώρες και περιορίζοντας τα νόμιμα συμφερόντα αυτών των χωρών, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ξενοφοβικές επιθυμίες των πλουσιότερων χωρών.

Μερικά από τα κράτη που κυβερνούνται από την ακροδεξιά, όπως η Πολωνία ή η Ιταλία, έχουν ήδη ανακοινώσει ότι δεν θα το ψηφίσουν, αλλά είναι η στρατηγική που ακολουθούν για να διαφοροποιηθούν από τις άλλες χώρες, εφόσον έχουν τις ίδιες πολιτικές μετανάστευσης με την ΕΕ. Αυτό είναι προφανές, δεδομένου ότι κατέχουν ισχυρές θέσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο.

Η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν μπορεί να τους αφήσει να υπαγορεύουν την ατζέντα. Πρέπει να απαιτήσουμε την εφαρμογή μιας πολιτικής που θα στηρίζεται σε δυο έγγραφα του διεθνούς δικαίου μείζονος σημασίας και που, δυστυχώς, ούτε καν αναφέρονται στο Σύμφωνο. Το πρώτο είναι η Διεθνής Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων όλων των Εργαζόμενων Μεταναστών και των Μελών των Οικογενειών τους: πρέπει να πιέσουμε την ισπανική κυβέρνηση να την επικυρώσει πάραυτα. Το δεύτερο είναι η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: το άρθρο 13 εγγυάται την ελευθερία κίνησης, αλλά αυτό το δικαίωμα καταπατείται βίαια από τις κυβερνήσεις των πλουσιότερων χωρών του κόσμου. 

 

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο: Público, El Pacto Mundial de las Migraciones: deseos y realidades 

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου