Brexit: το παρασκήνιο

Στις 23 Ιουνίου 2016, τα εκλογικά σώματα του Ηνωμένου Βασιλείου και του Γιβραλτάρ προσήλθαν στις κάλπες προκειμένου να αποφασιστεί αν η χώρα θα παρέμενε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα αποχωρούσε. Το δημοψήφισμα ήταν μια δέσμευση που περιλαμβανόταν στο μανιφέστο του Συντηρητικού Κόμματος, στις γενικές εκλογές του Μαΐου του 2015. Ο Πρωθυπουργός και ηγέτης του Συντηρητικού

Στις 23 Ιουνίου 2016, τα εκλογικά σώματα του Ηνωμένου Βασιλείου και του Γιβραλτάρ προσήλθαν στις κάλπες προκειμένου να αποφασιστεί αν η χώρα θα παρέμενε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή θα αποχωρούσε. Το δημοψήφισμα ήταν μια δέσμευση που περιλαμβανόταν στο μανιφέστο του Συντηρητικού Κόμματος, στις γενικές εκλογές του Μαΐου του 2015. Ο Πρωθυπουργός και ηγέτης του Συντηρητικού Κόμματος, Ντέιβιντ Κάμερον είχε εντάξει τη δέσμευση αυτή στο μανιφέστο για να κατευνάσει, και -όπως ανέμενε- να νικήσει τη δεξιά πτέρυγα του κόμματός του, που επιθυμούσε την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ, υπό την πίεση των σχετικών αιτημάτων του ακροδεξιού Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP). Όταν οι Συντηρητικοί κέρδισαν τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση έθεσε το νομοθετικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, μέσω της Ευρωπαϊκής Πράξης περί Δημοψηφίσματος, του 2015.

Ο Κάμερον, όπως και ο Υπουργός Οικονομικών Τζωρτζ Όσμπορν, υποστήριξαν την προεκλογική εκστρατεία υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, που διεξήγαγε η επίσημη ομάδα Britain Stronger in Europe (Η Βρετανία ισχυρότερη στην Ευρώπη), όμως άλλα υψηλόβαθμα στελέχη του Συντηρητικού Κόμματος, όπως οι βουλευτές Μπόρις Τζόνσον και Μάικλ Γκόουβ υποστήριξαν την ομάδα Vote Leave (Ψήφος Αποχώρησης), που προωθούσε την αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ. Η ισχυρή νίκη της ψήφου αποχώρησης οδήγησε στην καταστροφική κατάσταση που αντιμετωπίζει σήμερα η Βρετανία, σε τεράστιες διασπάσεις μέσα στο Συντηρητικό Κόμμα και στην αδυναμία του βρετανικού Κοινοβουλίου να καταλήξει στους όρους της αποχώρησης από την ΕΕ.

Μεγάλο μέρος του πολιτικού διαλόγου την περίοδο που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος αφορούσε φαινομενικά στην οικονομία και την εθνική κυριαρχία της Βρετανίας, απέναντι στην υποτιθέμενη αποπνικτική «γραφειοκρατία των Βρυξελλών»: για τη Δεξιά, το Brexit σήμαινε την απελευθέρωση της Βρετανίας από τον κακονιστικό εναγκαλισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα επέτρεπε στο βρετανικό επιχειρηματικό πνεύμα να κυριαρχήσει ελεύθερα στον κόσμο, για άλλη μια φορά. Για κάποιους από την Αριστερά, αποτελούσε ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα προς μια σοσιαλιστική Βρετανία, παρότι η μεγάλη πλειοψηφία των συνδικαλιστών και των μελών του Εργατικού Κόμματος στήριξαν την παραμονή (Remain).

Όμως, σύντομα έγινε σαφές ότι το κυρίαρχο -και πιο αντιδραστικό- στοιχείο της εκστρατείας ήταν ο τρόπος με τον οποίο όλα τα κακά της βρετανικής κοινωνίας αποδόθηκαν στους μετανάστες. Ατέλειωτα πρωτοσέλιδα εφημερίδων μας έλεγαν πώς οι μετανάστες και οι πρόσφυγες βλάπτουν και αποδομούν τον βρετανικό τρόπο ζωής. Αυτό ήταν το υπόρρητο μήνυμα της εκστρατείας υπέρ της αποχώρησης.

Το γεγονός ότι οι κυβερνητικές πολιτικές ευθύνονται για τις ελλείψεις και τις περικοπές για τις οποίες ενοχοποιούνται οι μετανάστες αγνοήθηκε και τα πραγματικά οικονομικά οφέλη της κοινωνίας και της οικονομίας μας από τη μετανάστευση αποσιωπήθηκαν από τη συζήτηση για το δημοψήφισμα. Έτσι, κυριάρχησε η άποψη ότι η μείωση του μεταναστευτικού ρεύματος θα έχει θετικές επιπτώσεις στη βρετανική κοινωνία. Η άποψη αυτή ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την εκστρατεία για την αποχώρηση.

Η άποψη ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων είναι επιζήμια για τα συμφέροντα της βρετανικής εργατικής τάξης επηρέασε ακόμη και το στρατόπεδο του Remain (παραμονή) και μεγάλη μερίδα του εργατικού κινήματος.

Λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα ο Λεν ΜακΚλάσκι, ηγέτης του Unite, του μεγαλύτερου συνδικάτου του ιδιωτικού τομέα στη Βρετανία, αποκάλυψε δημόσια την άποψή του. Έγραψε στην εφημερίδα The Guardian ότι δεν τον εκπλήσσει το γεγονός ότι η μετανάστευση ανησυχεί τους ψηφοφόρους του Εργατικού Κόμματος:

«Τα τελευταία δέκα χρόνια, έγιναν πάρα πολλοί πειραματισμοί εις βάρος των κλασικών εργαζομένων. Χώρες που στο παρελθόν είχαν τεράστιες ιστορικές διαφορές μεταξύ τους, ως προς τους μισθούς και το επίπεδο ζωής, πλησίασαν η μια την άλλη σε μια ενιαία αγορά εργασίας…. με αποτέλεσμα, τη διαρκή πίεση προς τα κάτω του επιπέδου ζωής, τη συστηματική προσπάθεια διατήρησης των μισθών σε χαμηλά επίπεδα και την περικοπή των κοινωνικών δαπανών υπέρ των εργαζομένων».

Η άποψη ότι η μετανάστευση και ειδικά η ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευθύνονται για τη μείωση των μισθών, την αποδυνάμωση των κοινωνικών υπηρεσιών και τη δημιουργία της ανεργίας έγινε αποδεκτή από πολλούς. Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι δεν είναι έτσι. Η διεύρυνση της ΕΕ το 2004, όταν εντάχθηκαν σε αυτήν 75 εκατομμύρια άνθρωποι, δεν πίεσε καθόλου τους μισθούς προς τα κάτω. Αυτό έγινε μετά το κραχ του 2008. Οι ουσιαστικές περικοπές πληρωμών έγιναν την περίοδο της ύφεσης -η οποία ξεκίνησε με την πιστωτική ασφυξία και τη χρεωκοπία των τραπεζών που προκάλεσαν τη μακροβιότερη και βαθύτερη οικονομική κρίση του αιώνα-. Οι μέσοι μισθοί μειώθηκαν κατά 8-10% τα έξι χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, επιτρέποντας τη δημιουργία πληθωρισμού. Όμως, οι οικονομικοί αναλυτές δεν περιέλαβαν το μεγάλο κραχ στις αναλύσεις τους, και οι ψηφοφόροι έμειναν με την εντύπωση ότι αιτία των περικοπών στους μισθούς ήταν η μετανάστευση, ενώ στην πραγματικότητα οι μισθοί σημείωσαν αθροιστική άνοδο κατά την περίοδο 2004-2008, όταν η μετανάστευση εντός της ΕΕ ήταν πολύ έντονη. Πράγματι, οι περισσότερες μελέτες και εκθέσεις δείχνουν ότι η μετανάστευση συμβάλλει θετικά στην οικονομία συνολικά και, σε ό,τι αφορά στους μέσους μισθούς, επιδρά ελάχιστα, ενώ μπορεί και να επιφέρει μικρή αύξηση.

Η στάση του κόσμου απέναντι στη μετανάστευση δεν είχε αποκρυσταλλωθεί την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα. Σε πολλές περιοχές με χαμηλά ποσοστά μετανάστευσης, όπως η Ουαλία και η Βορειοανατολική Βρετανία, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης. Αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι η εργατική τάξη υποστήριξε το Brexit κυρίως λόγω της οικονομικής αστάθειας -κακή στέγαση, χαμηλοί μισθοί, εργασιακή ανασφάλεια στις περιοχές που αντιμετωπίζουν σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές στερήσεις- σε συνδυασμό με τη εσφαλμένη αντίληψη ότι για τα προβλήματα αυτά ευθύνονται οι μετανάστες και όχι οι κυβερνητικές πολιτικές. Η ανεργία και η απογοήτευση, μαζί με την αποδυνάμωση της οργάνωσης των εργαζομένων στα συνδικάτα, στις εν λόγω περιοχές, τροφοδότησαν το αντιμεταναστευτικό αφήγημα, με καθοριστική τη συμβολή των ΜΜΕ και την εμφάνιση και άνοδο του UKIP.

Οι τελευταίες ημέρες της εκστρατείας επισκιάστηκαν από την αποτρόπαια δολοφονία της βουλεύτριας Τζο Κοξ, που υποστήριζε την παραμονή (Remain), με τον δολοφόνο της να φωνάζει «Πρώτα η Βρετανία» -φράση η οποία παραπέμπει στο όνομα ενός ακροδεξιού κόμματος- την ώρα που την πυροβολούσε στο πρόσωπο. Αυτή η δραματική τροπή επιβεβαίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο το γεγονός ότι επρόκειτο για την πιο αντιδραστική εθνική εκστρατεία στη βρετανική πολιτική ιστορία. Ένας νέος νόμος ψηφίστηκε εξαιτίας μιας πολιτικής αφίσας του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) που έδειχνε ουρές προσφύγων κάτω από τον τίτλο: «Σημείο μηδέν: η Ευρώπη μας ξεγέλασε όλους -πρέπει να σπάσουμε τα δεσμά της ΕΕ και να ανακτήσουμε τα εθνικά μας σύνορα». Το πνεύμα αυτό ήταν χαρακτηριστικό πολλών από τα μηνύματα και αφηγήματα που προπαγάνδιζαν την αποχώρηση. Αν συνοψίζαμε σε μια φράση το κύριο μήνυμα της εκστρατείας του Leave, αυτή θα ήταν: «Οι μετανάστες ευθύνονται για όλα». Όσο εξελισσόταν η εκστρατεία, τόσο αυξανόταν ο ρατσισμός. Η επίσημος πολιτικός λόγος τον αντιμετώπισε ανεπαρκώς και συχνά τον ενίσχυσε, με αποτέλεσμα την απροκάλυπτη εμφάνιση της ακροδεξιάς.

Τα κυρίαρχα συνθήματα της εκστρατείας του Leave: «να επανακτήσουμε τον έλεγχο» και «θέλουμε τη χώρα μας πίσω», με τις υποδηλώσεις στον νησιωτικό χαρακτήρα της Βρετανίας και τον εθνικισμό και την έμμεση εχθρότητά τους απέναντι στους εργαζόμενους άλλων ευρωπαϊκών χωρών άσκησαν παρατεταμένη και ιδιαίτερα δυσάρεστη επιρροή. Από το δημοψήφισμα και μετά, παρατηρούμε την άνοδο του ρατσισμού και της ισλαμοφοβίας, την αύξηση της ακροδεξιάς βίας στο δρόμο και την κυριάρχηση των ακροδεξιών ιδεών με απίστευτη ταχύτητα.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου