Εικόνες που καταδεικνύουν τις αγριότητες της ισπανικής αστυνομίας στις συγκρούσεις της με τους ψηφοφόρους, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος που διενεργήθηκε στην Καταλονία την 1η Οκτωβρίου, μετέδωσαν τα κοινωνικά δίκτυα και οι τηλεοράσεις σε όλον τον κόσμο. Πολλοί, βλέποντας αυτές τις εικόνες, διερωτήθηκαν τι συμβαίνει στην Καταλονία.
Το παραπάνω ερώτημα επιδέχεται πολλές απαντήσεις. Ίσως η πιο ορθή είναι ότι υπάρχει μια δημοκρατική σύγκρουση μεταξύ της Αυτόνομης Κοινότητας (της Καταλονίας) και του ισπανικού κράτους. Η πλειονότητα του πληθυσμού (σχεδόν 80%) επιθυμεί να ασκήσει το “δικαίωμά του να αποφασίζει” (δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού) δια της διενέργειας δημοψηφίσματος. Η ισπανική κυβέρνηση αρνήθηκε τις διαπραγματεύσεις, γεγονός το οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που έγινε μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Σκωτίας (ή μεταξύ Καναδά και Κεμπέκ). Για τους ισπανούς εθνιστικές, το αίτημα της πλειοψηφίας των καταλανών πολιτών είναι απλώς αντισυνταγματικό. Φυσικά, η κοινωνική πλειοψηφία που τάσσεται υπέρ του δημοψηφίσματος τάσσεται και υπέρ της επίλυσης της σύγκρουσης μέσω της ψηφοφορίας, χωρίς να προκαθορίζει το αποτέλεσμα, όπως έγινε στη Σκωτία.
Η Καταλονία είναι ένα έθνος με πάνω από χιλιόχρονη ιστορία, με αιωνόβιους θεσμούς και με το δικό της πολιτισμό και γλώσσα που, πάνω απ' όλα, θεωρεί ότι υφίστανται μια άδικη και χωρίς σεβασμό μεταχείριση από το ισπανικό κράτος. Η σημερινή σύγκρουση ξέσπασε όταν η αριστερή τοπική κυβέρνηση πρότεινε την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου Κώδικα Αυτονομίας, το 2003. Το τοπικό κοινοβούλιο της Καταλονίας και τα ισπανικά δικαστήρια κατέληξαν σε μια συμφωνία, την οποία και έθεσαν σε δημοψήφισμα το 2006.
Ο νέος κώδικας επικυρώθηκε από την πλειοψηφία, αλλά δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Το Λαϊκό Κόμμα -αντιπολίτευση τότε- ξεκίνησε μια εκστρατεία σε όλη την Ισπανία κατά του νέου Καταλανικού Κώδικα και έκανε προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η “Καταλαφοβία” αποτέλεσε το επίκεντρο όλων των μαχών. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου βγήκε το 2010 και κατάργησε μεγάλο μέρος του νέου Κώδικα. Η Καταλονία αποτελεί τη μόνη Αυτόνομη Κοινότητα που διαθέτει Κώδικα Αυτονομίας ο οποίος δεν εφαρμόζεται από τους πολίτες. Η απόφαση παραβιάζει το εδαφικό σύμφωνο που ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα του 1978, αμέσως μετά τη δικτατορία, γι' αυτό και ορισμένοι νομικοί εμπειρογνώμονες τη χαρακτήρισαν “πραξικοπηματική”. Πρόκειται για μια κατεξοχήν πολιτική απόφαση ενάντια στη λαϊκή κυριαρχία που εκφράστηκε μέσω του δημοψηφίσματος του 2006.
Οι λαϊκές αντιδράσεις κατά της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν μαζικές. Ακολούθησαν πέντε χρόνια μαζικών διαμαρτυριών, στις οποίες εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες φώναζαν ότι το εδαφικό μοντέλο του 1978 είχε τελειώσει.
Η άρνηση της κυβέρνησης του Μαριάνο Ραχόι να προσέλθει σε διάλογο οδήγησε την κατάσταση σε πολιτικό αδιέξοδο. Αυτό, για την Καταλoνία σήμαινε την αύξηση των φωνών υπέρ της ανεξαρτησίας και για την Ισπανία ένα νέο κρατικό συγκεντρωτισμό. Αυτή ήταν ανέκαθεν η στάση του Λαϊκού Κόμματος. Μαζί με την υποστήριξη των Ciudadanos (C’s), τα δυο δεξιά φιλελεύθερα κόμματα με ροπή προς τον ισπανικό εθνικισμό, αλλά και με κάποιους από την πιο φιλοαυταρχική πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος που ασπάζονται την οικονομική πολιτική των νεοφιλελευθέρων, ευθυγραμμίστηκαν στις εντολές της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας και της Τρόικας. Αυτή η κίνηση όξυνε τα φαινόμενα φτώχιας και ανασφάλειας, σε μια κοινωνία που είχε ήδη τιμωρηθεί αυστηρά, με ποσοστά ανεργίας πολύ ψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Για να καταλάβουμε την πολιτική της Καταλονίας, θα πρέπει να αναλογιστούμε το συνδυασμό οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής κρίσης που την έπληξαν, ως συνέπεια της δομικής κρίσης που γνώρισε το καθεστώς του 1978.
Απέναντι στο διαρκές “νιετ” του Ραχόι, το κίνημα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας επέλεξε να στραφεί κατά του ισπανικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα ταύτιζε την πλειοψηφία που στήριζε το δημοψήφισμα με την πλειοψηφία που τασσόταν υπέρ της ανεξαρτησίας, η οποία έφτασε το 50%. Αυτό οδήγησε σε στρατηγικά λάθη: παρά το γεγονός ότι ο Ραχόι κήρυξε το δημοψήφισμα παράνομο, 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι προσήλθαν στις κάλπες πιστεύοντας ότι το κράτος δεν θα έκανε χρήση βίας (φυσικής βίας ή έστω της απειλής της) προκειμένου να μποϋκοτάρει το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου ή τη Διακήρυξη της Δημοκρατίας της Καταλονίας.
Ένα άλλο στρατηγικό λάθος του Ραχόι ήταν η απουσία κοινωνικής πρότασης, υπό τον φόβο ότι θα λειτουργούσε προς όφελος της πλειοψηφίας που τασσόταν με την ανεξαρτησία, στην οποία, ωστόσο, δεν δόθηκε κάποιο ριζοσπαστικό, κοινωνικά προωθημένο, δημοκρατικό περιεχόμενο, μέσα από μια συνταγματική διαδικασία. Η διασπαστική σκέψη “πρώτα η ανεξαρτησία και όλα τα άλλα θα λυθούν” δε λειτούργησε για το ποσοστό του πληθυσμού που παλεύει για να τα βγάλει πέρα και για το οποίο η ανεξαρτησία δεν αποτελεί προτεραιότητα. Και δεν πρόκειται να λειτουργήσει αν η ηγεμονία της τοπικής νεοφιλελεύθερης δεξιάς στη διαδικασία της αυτοδιάθεσης δεν τεθεί σε αμφισβήτιση. Πρόκειται για την κύρια πολιτική δύναμη που ευθύνεται για τις περικοπές των κοινωνικών υπηρεσιών και εμφανίζει τα ίδια κρούσματα διαφθοράς με την ισπανική νεοφιλελεύθερη δεξιά.
Η κινητοποίηση των πολιτών ήταν θεαματική, αλλά οι ηγέτες του κινήματος δεν γνώριζαν, ή δεν ήθελαν να επιδεινώσουν την καθεστωτική κρίση της Ισπανίας, συμμαχώντας με προοδευτικές δυνάμεις της αριστεράς, όπως οι UnidosPodemos, που υποστήριξαν τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Αντί να δυναμώσει τις σχέσεις του με άλλες περιφέρειες, όπως η Χώρα των Βάσκων ή η Γαλικία, το κίνημα για την ανεξαρτησία της Καταλονίας πάτησε γκάζι, πιστεύοντας ότι ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να νικήσει την ισπανική κυβέρνηση που είχε πίσω της τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι Καταλανοί που υποστήριζαν την ανεξαρτησία απογοητεύθηκαν βαθιά από την Ευρώπη. Γιατί πίστευαν ότι η Ευρώπη δεν θα τασσόταν με τη βία, ενώ κάποιες ευρωπαϊκές χώρες θα αναγνώριζαν τη Δημοκρατία της Καταλονίας (ειδικά οι Σκανδιναβικές και οι χώρες της Βαλτικής). Η ΕΕ όμως επέλεξε τον αντίθετο δρόμο, στη βάση των εξής δυο αρχών: α) τα κράτη δεν έχουν φιλίες αλλά συμφέροντα, και β) το “καταλανικό ζήτημα” μπορεί να επηρεάσει και άλλα έθνη που στερούνται κράτους, και να διεκδικήσουν και αυτά την ανεξαρτησία τους.
Αναμφίβολα, η Ισπανία έχει σοβαρά δημοκρατικά ελλείμματα, και η διάκριση των εξουσιών αμφισβητείται, ειδικά όσον αφορά το δικαστικό σύστημα, όπου οι δεξιές πολιτικές πλησιάζουν όλο και πιο πολύ στον δεξιό εξτρεμισμό. Με τη στήριξη της κυβέρνησης, αυτό το δικαστικό μέτωπο έστειλε τους ηγέτες του κινήματος για την ανεξαρτησία στη φυλακή, παρά την παντελή έλλειψη αποδείξεων, με την κατηγορία της εξέγερσης και των πράξεων βίας. Επίσης, καταδίκασαν τη μισή κυβέρνηση και ζήτησαν την απόδοση στη δικαιοσύνη της άλλης μισής που είναι στις Βρυξέλες. Κι όλο αυτό έγινε εντός 48 ωρών, με νομικά αμφίβολους ισχυρισμούς, τη στιγμή που οι πολιτικοί που κατηγορούνται για διαφθορά κάνουν χρόνια να δικαστούν.
Αναφορικά με τη σύγκρουση Καταλονίας-Ισπανίας, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, είπε: “Πρέπει να επιβληθεί η δύναμη της λογικής”. Η αλήθεια είναι ότι το κράτος επέβαλε μόνο τη δύναμη, χωρίς τη λογική, καθιστώντας τη σύγκρουση ένα νομικό ζήτημα (με σαφείς ρίζες στην πολιτική), ως μέρος της στρατηγικής της καταστολής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το άρθρο 155 του Συντάγματος επιτρέπει στην ισπανική κυβέρνηση να παρεμβαίνει στους θεσμούς της Καταλονίας, να της επιβάλει αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις μειοψηφίας, να καταργεί τις κυβερνήσεις της και να διαλύει το Κοινοβούλιό της.
Μπροστά στην ένταση της καταστολής, ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης απαίτησε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και τη διακοπή των νομικών κυρώσεων για περισσότερους από 700 δημάρχους, εκλεγμένους αξιωματούχους και για τα μέλη του προεδρείου του τοπικού κοινοβουλίου, που έκαναν χρήση της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου.
Η διάλυση του τοπικού κοινοβουλίου της Καταλονίας από τη Μαδρίτη και η προκήρυξη εκλογών αποτελεί στρατηγική κίνηση από πλευράς του Ραχόι, μπορεί όμως να εξελιχθεί και σε μείζον λάθος, που θα επισπεύσει την προκήρυξη των γενικών εκλογών στο Ισπανικό Βασίλειο. Ο Ραχόι δεν περίμενε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που είναι πίσω από το κίνημα για την ανεξαρτησία - η JuntsxCatalunya (κεντροδεξιά) με τη μεγαλύτερη δημοφιλία, η ERC(σοσιαλδημοκράτες) και η CUP(αντικαπιταλιστές)- θα έθεταν υποψηφιότητα στις εκλογές της 21ης Δεκεμβρίου και θα θεωρούνταν ικανές να ξανακερδίσουν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία.
Ο ρόλος-κλειδί της εναλλακτικής αριστεράς
Η εναλλακτική αριστερά, συσπειρωμένη γύρω από το κόμμα CatalunyaenComú και το κόμμα της δημάρχου της Βαρκελώνης Άντα Κολάου, είναι η μόνη που μπορεί να δώσει τη λύση. Παρά την αποστασιοποίησή της από το κίνημα για την ανεξαρτησία, στηρίζει το σχέδιο ενός ομοσπονδιακού κράτους που θα αναγνωρίζει την Καταλονία ως κυρίαρχο έθνος το οποίο μπορεί να παίρνει αποφάσεις για την ανεξαρτησία του στο πλαίσιο ενός συμφωνημένου δημοψηφίσματος, στοιχείο που την ξεχωρίζει από το συνταγματικό μπλοκ. Αυτό σημαίνει ότι είναι πιθανό η μόνη πραγματική εναλλακτική λύση απέναντι σε μια νέα τοπική κυβέρνηση που τάσσεται υπέρ της ανεξαρτησίας μπορεί να προέλθει από τις αριστερές πολιτικές δυνάμεις που τάσσονται με την εθνική κυριαρχία. Το δημοψήφισμα θα συνεχίσει να είναι στο τραπέζι ότι κι αν γίνει, αμφισβητώντας το φιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο.
Υπήρξαμε μάρτυρες δυσκολιών, λαθών, και αβεβαιότητας στη διαδικασία για την εθνική κυριαρχία της Καταλονίας, αλλά πάνω απ' όλα, ανησυχούμε με την αδυναμία της κυβέρνησης Ραχόι να βρει μια δημοκρατική λύση και την απειλή της να μετατρέψει το καθεστώς του 1978 στο αυταρχικό καθεστώς του άρθρου 155.
Το αποκαλούμενο “καταλανικό” δεν αποτελεί πλέον εσωτερικό ζήτημα της Ισπανίας, αλλά ευρωπαϊκό ζήτημα. Οι ελευθερίες και τα δικαιώματα είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων των δημοκρατών πολιτών και ειδικά όσων από εμάς υπερασπίζονται το δικαίωμα ενός έθνους να παίρνει αποφάσεις.
Στα μέσα του 21ου αιώνα, η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει την πιθανότητα αλλαγής των εσωτερικών της συνόρων, αν έτσι αποφασίσει η πλειοψηφία των πολιτών της μέσα από ελεύθερες και δημοκρατικές διαδικασίες. Η Ευρώπη δεν μπορεί να απαρνείται την αληθινή δημοκρατία ως τρόπο επίλυσης των συγκρούσεων.