• Δεξιός λαϊκισμος στη Γερμανία;

  • 24 Jan 12


  • Το κύμα εκλογικών επιτυχιών της λαϊκιστικής Δεξιάς συνεχίζει να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη: κόμματα τέτοιου τύπου έχουν πλέον εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη Σκανδιναβία. Επιτυχίες της λαϊκιστικής Δεξιάς καταγράφονται στην Αυστρία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και όχι μόνο. Θα μπορούσαν να αναφερθούν και πολλά άλλα παραδείγματα για την αυξανόμενη πολιτική επιρροή των κομμάτων αυτού του τύπου στις διάφορες χώρες της Ευρώπης. Την εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί η Γερμανία, όπου αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν δυνάμεις της άκρας Δεξιάς οι οποίες θα μπορούσαν να ενταχθούν στην κατηγορία της λαϊκιστικής Δεξιάς. Κρίνοντας από πρόσφατες έρευνες και δημοσκοπήσεις, αυτό μπορεί να αλλάξει πολύ σύντομα. Προς το παρόν πάντως δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σχήμα ικανό να διευρύνει την απήχησή του στην κοινωνία σε βάθμο συγκρίσιμο με τις επιτυχίες του κόμματος του Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία ή του FPÖ στην Αυστρία, παρά το γεγονός ότι το κόμμα «Η Ελευθερία» (Die Freiheit) και το κίνημα PRO προσπάθουν να μιμηθούν τις επιτυχίες των άλλων δυνάμεων της λαϊκιστικής Δεξιάς. Πώς εξηγείται αυτή η γερμανική ιδαιτερότητα και ποια θα είναι η εξέλιξή της; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θα εξεταστούν στη συνέχεια, αφού πρώτα γίνει μια σύντομη επισκόπηση των χαρακτηριστικών της λαϊκιστικής Δεξιάς και των αιτιών της επιτυχίας της.

    Το πολιτικό ύφος του δεξιού λαϊκισμού

    Νέο στοιχείο των κομμάτων της λαϊκιστικής Δεξιάς, της οποίας η ιδεολογία προέρχεται από τα ιδεολογικά σχήματα της ακροδεξιάς, αποτελεί το πολιτικό ύφος τους, που χάρη σ’ αυτό ξεχωρίζουν σημαντικά από τα νεοφασιστικά κόμματα, καθώς έχουν αποστασιοποιηθεί από κάθε απόπειρα εξύμνησης του ναζισμού. Ορισμένα κόμματα κατάφεραν τη δεκαετία του ’90 να ενσωματώσουν επιτυχώς δημοφιλή στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού στον πολιτικό λόγο και στο πρόγραμμά τους, γεγονός το οποίο κατέστησε εφικτή την εκλογική σύμπραξη με δυνάμεις του συντηρητικού και του φιλελεύθερου χώρου. Επιπροσθέτως, τα ακροδεξιά λαϊκιστικά αυτά κόμματα οδηγήθηκαν σε εκλογικές επιτυχίες επειδή κατόρθωσαν να αυτοπαρουσιαστούν ως δυνάμεις μη ενσωματωμένες στην πολιτική καθεστηκυία τάξη και να επωφεληθούν από την κρίση εμπιστοσύνης που την ταλανίζει. Με την έναρξη του 21ου αιώνα και την επιστροφή των κοινωνικών ζητημάτων στην πολιτική ατζέντα, άρχισε να διαφαίνεται η ιδεολογική ευελιξία αυτών των ομάδων. Τους δόθηκε τώρα η δυνατότητα να ενσωματώσουν και κοινωνικά ζητήματα στον πολιτικό τους λόγο – ενίοτε χωρίς να εγκαταλείψουν τις νεοφιλελεύθερες θέσεις τους. Η σύνδεση των ετερογενών, ακόμα και αλληλοαποκλειόμενων θέσεων, κατέστη εφικτή μέσω του ρατσισμού, ο οποίος αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των κομμάτων και εμφανίζεται σήμερα κυρίως με τη μορφή του αντιισλαμισμού.

    Ο λαϊκισμός ως έννοια σχετίζεται με τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, καθώς διατείνεται ότι εκφράζει τις επιθυμίες και τις προσδοκίες της. Ο λαϊκιστικός συλλογισμός προϋποθέτει το αντιπαραθετικό ζεύγος φίλος-εχθρός, το οποίο επιτρέπει την κατηγοριοποίηση των διάφορων πολιτικών προβλημάτων με βάση το κριτήριο καλοί και κακοί, υπέρ και κατά. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του λαϊκισμού είναι ο σαφής διαχωρισμός μεταξύ χαμηλότερων και υψηλών στρωμάτων, μεταξύ «ημών εδώ κάτω», δηλαδή των υποτελών, και «εκείνων εκεί πάνω», που βρίσκονται στην εξουσία. Η διάκριση αυτή επιτρέπει στο άτομο να αυτοπροσδιορίζεται αποκλειστικά ως αντικείμενο της πολιτικής και δίνει στο λαϊκιστικό κίνημα ή κόμμα τη δυνατότητα να παρουσιαστεί ως εκφραστής των συμφερόντων των απλών ανθρώπων ενάντια στους «από πάνω».

    Η ανάμειξη εξατομικευμένων και συλλογικών προτύπων αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό του λαϊκισμού. Η χαρισματική προσωπικότητα από τη μια και οι συλλογικές ταυτότητες από την άλλη (το έθνος, ο λαός, η «φυλή») αλληλοσυμπληρώνονται. Τέλος, η λαϊκιστική προπαγάνδα ανακινεί το αίσθημα του φόβου και τις ανορθολογικές αντιλήψεις και εκφέρει αντιδιανοουμενίστικο λόγο. Ο δεξιός λαϊκισμός διαθέτει ποικίλους τρόπους αξιοποίησης αυτών των υφολογικών στοιχείων πολιτικής προπαγάνδας. Το σχήμα φίλος-εχθρός, «εμείς εδώ» και «εσείς εκεί», μπορεί να αξιοποιηθεί σε ενα ευρύ φάσμα διαφορετικών συλλογισμών. Η παραδοσιακή ακροδεξιά χρησιμοποιεί εθνοφυλετικά κριτήρια για να συμπεριλάβει ή να αποκλείσει κοινωνικές ομάδες. Το ομοιογενές, εθνοτικά/φυλετικά καθορισμένο έθνος διαχωρίζεται από όλους όσοι δεν ανήκουν σε αυτό, δηλαδή τους άλλους, τους ξένους, τους διαφορετικούς. Σε αυτή την παραδοσιακή ρατσιστική συλλογιστική προστίθεται ένας νεοφιλελεύθερος συλλογισμός, που δίνει έμφαση στην ατομική πρωτοβουλία και στην αποδοτικότητα. Σε αυτήν την περίπτωση τίθενται εκτός έθνους τα «παράσιτα», οι «λουφαδόροι» και οι περιθωριακοί. Και οι δύο αυτές παράμετροι αποτελούν συστατικά στοιχεία όλων των κομμάτων της λαϊκιστικής Δεξιάς.

    Γερμανική ιδαιτερότητα;

    Επί του παρόντος, το πιο επιτυχημένο κόμμα της άκρας Δεξιάς στη Γερμανία εξακολουθεί να είναι το NPD – ένα αντισυστημικό κόμμα της «παλιάς» ακροδεξιάς με φασιστικό προσανατολισμό και πρότυπο τον εθνικοσοσιαλισμό. Μπορούμε ωστόσο από τώρα να υποθέσουμε ότι αυτός ο τύπος κόμματος δεν έχει καμία πιθανότητα πρόσβασης στην εξουσία στο ορατό μέλλον. Μοναδική επιλογή για την άκρα Δεξιά είναι να ακολουθήσει το δρόμο του δεξιού λαϊκισμού και να αξιοποιήσει τις υπάρχουσες στην κοινωνία αντιλήψεις μετατρέποντάς τες σε ψήφους. Ο Χάιτμαγιερ ανέλυσε μαζί με άλλους τα τελευταία εννέα χρόνια τη «γερμανική κατάσταση πραγμάτων». Η ανάλυση αυτή, όπως και οι μελέτες των Ντέκερ/Μπρέλερ για τις ακροδεξιές αντιλήψεις στη γερμανική κοινωνία, αλλά και η πρόσφατη δημοσκόπηση της εταιρίας FORSA για την εφημερίδα Freitag, αποδεικνύουν ότι υπάρχει τέτοια δυναμική. Για όσους δεν πείθονται από αριθμούς και δημοσκοπικά αποτελέσματα, η δημόσια συζήτηση γύρω από την υπόθεση Ζάρατσιν  απέδειξε ότι οι βασικοί τόποι του λαϊκιστικού ακροδεξιού λόγου ενδημούν και στη Γερμανία.

    Στη συζήτηση για το βιβλίο του Ζάρατσιν βρίσκουμε συμπυκνωμένα όλα τα συστατικά και δομικά στοιχεία ενός επιτυχημένου λαϊκιστικού δεξιού εγχειρήματος: μια πρόδηλη ιδεολογία της ανισότητας και του αποκλεισμού, η οποία στρέφεται εναντίον μειονοτήτων καθορισμένων με βάση εθνικά και βιολογικά κριτήρια αλλά και εναντίον όσων αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας· το αίτημα για μια συνεπή πολιτική αποτροπής της μετανάστευσης προς τη χώρα όλων όσοι ορίζονται ως πολιτισμικά ξένοι, ασχέτως των βεβαιωμένων δικαιωμάτων τους· μια επιθετική στάση απέναντι σε ανθρώπους που κατάγονται από μουσουλμανικές χώρες· την αναπαραγωγή και ενίσχυση προϋπαρχουσών προκαταλήψεων εναντίον συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες θεωρείται ότι ευθύνονται για τις υφιστάμενες κοινωνικές κρίσεις· τέλος, τη γενική απόρριψη της κατεστημένης πολιτικής, της οποίας η λαϊκιστική ακροδεξιά διατείνεται ότι δεν αποτελεί μέρος.

    Περαιτέρω αξιοσημείωτο και ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η συζήτηση Ζάρατσιν βρήκε ευρύτερη θετική ανταπόκριση στις πολιτικές ελίτ και έτσι ενισχύθηκε η ιδεολογία της ανισότητας και του αποκλεισμού. Η εξύμνηση των «επιτυχημένων» από τον Πέτερ Σλότερνταϊκ  και ο ισχυρισμός του Γκούναρ Χάινσον  ότι η αυξανόμενη φτώχεια οφείλεται στην άνω του μέσου όρου βιολογική αναπαραγωγή των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας –η οποία θα πρέπει να περιοριστεί αυστηρά– είναι φαινόμενα άμεσα συνδεδεμένα με τις θέσεις που εκφράστηκαν από τον Τίλο Ζάρατσιν. Ήταν αναμενόμενο ένα τέτοιο σύμφυρμα, κυρίως εξαιτίας της εμπορικής επιτυχίας του βιβλίου του Ζάρατσιν, να έχει αντίκτυπο και στην πολιτική. Ενώ ο βιολογικός ρατσισμός του Ζάρατσιν («εβραϊκό γονίδιο» κλπ.) αρχικά ώθησε πολλούς/πολλές πολιτικούς σε αποστασιοποίηση, ακολούθησε ένα δεύτερο κύμα του «ναι μεν, αλλά», το οποίο υποστήριζε ότι τουλάχιστον ο Ζάρατσιν περιέγραψε σωστά το πρόβλημα και ότι όντως υπάρχει ανάγκη να ληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες για την αποτροπή της περαιτέρω μετανάστευσης ορισμένων ομάδων (μουσουλμάνοι).

    Με ιλιγγιώδη ταχύτητα άρχισε να διαλύεται η συναίνεση της κοινωνίας απέναντι στο μοντέλο της Γερμανίας ως χώρας υποδοχής μεταναστών (Ζέχοφερ ), που με κόπο είχε χτιστεί στο παρελθόν· αποκαλέστηκε αποτυχημένο το πολυπολιτισμικό μοντέλο κοινωνίας (Μέρκελ)· απαιτήθηκαν αυστηρότερες κυρώσεις για τους φερόμενους (αναπόδεικτα) ως «ανεπίδεκτους ενσωμάτωσης» (Γκάμπριελ )· ακούστηκαν ακόμα και φωνές που μιλούσαν για ρατσισμό των μεταναστών/μεταναστριών απέναντι σε Γερμανούς/Γερμανίδες (Κριστίνα Σρέντερ ). Αποτέλεσμα αυτού του τύπου της συζήτησης είναι μάλλον η ενίσχυση των προκαταλήψεων, του αποκλεισμού και του στιγματισμού ορισμένων ομάδων του πληθυσμού και η στήριξη και επιβεβαίωση του ιδεολογικού περιεχομένου του δεξιού λαϊκισμού.

    Η δημοσκόπηση της εταιρίας FORSA, που έδειχνε το βαθμό έγκρισης ή απόρριψης κομβικών θέσεων της λαϊκιστικής δεξιάς και δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα Freitag (15.5.2011), αποδεικνύει πως δημόσιες συζητήσεις τέτοιου τύπου αφήνουν τα σημάδια τους στην κοινή γνώμη και τη διαμορφώνουν. Το 38% των ερωτηθέντων συμφωνεί πλήρως ή σχεδόν πλήρως με τη δήλωση «Το Ισλάμ δεν είναι συμβατό με τον δυτικό τρόπο ζωής και αποτελεί απειλή για τις αξίες μας» και το 49% νιώθουν να τους καλύπτει πλήρως ή σχεδόν πλήρως η φράση «Η μετανάστευση προς τη Γερμανία θα πρέπει να μειωθεί δραστικά». Στο θέμα της ΕΕ, το δεύτερο βασικό θέμα μετά τον αντιισλαμισμό που φέρνει ψήφους στη λαϊκιστική Δεξιά, το 70% συμφώνησε πλήρως ή μερικώς με τη διατύπωση «Η Γερμανία στέλνει υπερβολικά μεγάλα ποσά χρημάτων στην Ευρώπη» και άλλο ένα 30% συμφωνούν πλήρως ή μάλλον με την άποψη «Χρειαζόμαστε μια ανεξάρτητη Γερμανία χωρίς το ευρώ και χωρίς να εμπλέκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση στην εσωτερική πολιτική».

    Εξετάζοντας τα αποτελέσματα σε σχέση με την εκλογική προτίμηση των ερωτηθέντων, θα δει κανείς ότι περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους του κόμματος «Η Αριστερά» (Die Linke) συμφωνούν με τις παραπάνω προτάσεις. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της ανομοιογένειας της κοινωνικής βάσης που υιοθετεί λαϊκιστική ακροδεξιά στάση. Ενώ οι πραγματικοί χαμένοι της παγκοσμιοποίησης ανταποκρίνονται θετικά στη ρατσιστική και εθνικιστική συνθηματολογία, είναι κυρίως η μεσαία τάξη, φοβούμενη τον κοινωνικό υποβιβασμό, που πληθαίνει τις τάξεις της λαϊκιστικής Δεξιάς σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Η κοινωνιολογία ονομάζει το φαινόμενο αυτό «υποκειμενική στέρηση». Στην Ιταλία, στις περιφερειακές εκλογές του 2010 η Λέγκα του Βορρά εισέβαλε στα προπύργια του εργατικού κινήματος στη βόρεια Ιταλία, και στην Αυστρία ήδη από το 1999 το FPÖ ήταν το κόμμα που συγκέντρωνε τις περισσότερες ψήφους μεταξύ της εργατικής τάξης – και τα δύο γεγονότα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την Αριστερά. Οι δημοσκοπήσεις και τα θέματα που απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη δείχνουν ότι στη Γερμανία υπάρχει εξίσου πρόσφορο έδαφος για δεξιές αντιλήψεις και συμπεριφορές, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, αυτό που δεν υπάρχει στη Γερμανία είναι ένας κατάλληλος πολιτικός φορέας, ο οποίος θα είχε τη δυνατότητα να μετατρέψει αυτές τις αντιλήψεις σε εκλογική επιτυχία.

    Κόμματα της λαϊκιστικής Δεξιάς στη Γερμανία

    Αυτή την περίοδο, στη Γερμανία, οι ομάδες που προσπαθούν να δώσουν συνέχεια στις εκλογικές επιτυχίες της λαϊκιστικής Δεξιάς ανά την Ευρώπη είναι δύο: το κίνημα «Υπέρ της Γερμανίας» (PRO Deutschland), του οποίου τα παρακλάδια έχουν εξαπλωθεί σε πολλές περιφέρειες της χώρας, και το κόμμα «Η Ελευθερία» (Die Freiheit) που ιδρύθηκε από τον Ρενέ Στάτκεβιτς, πρώην μέλος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) στο Βερολίνο. Ενώ το κίνημα PRO, λόγω της ιστορίας του και των πολιτικών του στελεχών, εντάσσεται σαφώς στο φάσμα της άκρας Δεξιάς, το κόμμα «Η Ελευθερία» βρίσκεται πιο κοντά στη δεξιά πτέρυγα των χριστιανοδημοκρατών. Ο Στάτκεβιτς αποχώρησε από τη CDU μετά την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πρόσκληση που έλαβε από τον Ολλανδό λαϊκιστή δεξιό Γκερτ Βίλντερς. Ο αντιμουσουλμανικός ρατσισμός αποτελεί κεντρικό ζήτημα και για τα δύο κόμματα, και η συζήτηση Ζάρατσιν λειτούργησε ως μια σαφής επιβεβαίωση του εν λόγω προσανατολισμού, αν και μέχρι στιγμής καμία από τις δύο ομάδες δεν είναι σε θέση να μετατρέψει το γεγονός αυτό σε πολιτικό κέρδος. Το αργότερο στις τοπικές εκλογές στο Βερολίνο, τον Σεπτέμβριο του 2011, θα φανεί αν μία από τις δύο ομάδες έχει τα φόντα να γίνει σημαντικός παίκτης στο φάσμα της ακροδεξιάς. Μέχρι στιγμής, παρά τις προαναφερθείσες αντιλήψεις και την ταύτιση μεγάλου μέρους του πληθυσμού με κεντρικά θέματα της λαϊκιστικής Δεξιάς, αυτό δεν φαίνεται εφικτό, αν μη τι άλλο και λόγω της έλλειψης χαρισματικών πολιτικών ηγετών του δεξιού λαϊκισμού στη Γερμανία. Βίλντερς, Μπόσι, Λεπέν, Χάιντερ – τα πιο επιτυχημένα κόμματα της λαϊκιστικής Δεξιάς έχουν μία τουλάχιστον χαρισματική ηγετική μορφή στα μάτια των υποστηρικτών τους, η οποία δίνει φωνή και πρόσωπο στο κόμμα, συνδέει και συσπειρώνει τις ετερογενείς πτέρυγες. Στη Γερμανία, καμία ομάδα της άκρας Δεξιάς με τις διάφορες αποχρώσεις της δεν έχει μια ηγετική προσωπικότητα τέτοιου τύπου. Και γι’ αυτό το λόγο, οι όποιες εκτιμήσεις για μια αυξανόμενη εκλογική επιτυχία της λαϊκιστικής Δεξιάς στη Γερμανία συνδέονται με ονόματα όπως ο Τίλο Ζάρατσιν, ο Φρίντριχ Μερτς,  ο Ρόλαντ Κοχ  ή η Εύα Χέρμαν.  Βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει ευρύτερη απήχηση κάποια ηγετική προσωπικότητα της λαϊκιστικής Δεξιάς στη Γερμανία είναι να μην μπορεί να συνδεθεί με τη σχετικοποίηση του εθνικοσοσιαλισμού ή με οποιαδήποτε μορφή αντισημιτισμού. Η μνήμη του ναζιστικού παρελθόντος εξακολουθεί να είναι ζωντανή και αποτελεί ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο στην άνοδο οποιασδήποτε ομάδας φανεί πως τηρεί αμφίθυμη στάση απέναντι στο ναζισμό, πόσο μάλλον εάν τον εξυμνεί. Περισσότερο από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας στάθηκε και στέκεται εμπόδιο στις εκλογικές επιτυχίες της άκρας Δεξιάς. Για το λόγο αυτό, ο οποίος ισχύει σε μικρότερο βαθμό και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επιδιώκεται εκ μέρους της λαϊκιστικής Δεξιάς η σαφής αποστασιοποίηση από όλες τις ομάδες των Νεοναζί. Η επιδεικτική μεροληψία προς το Ισραήλ συμπληρώνει σε κάποια από αυτά τα κόμματα τον αντιμουσουλμανικό ρατσισμό τους, πράγμα που αντανακλάται και στη λεγόμενη Διακήρυξη της Ιερουσαλήμ, η οποία υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2010 από εκπροσώπους του FPÖ, του φλαμανδικού Βλαμς Μπελάνγκ, των Σουηδών Δημοκρατών και του κόμματος «Η Ελευθερία», κατά τη διάρκεια κοινής επίσκεψης τους στο Ισραήλ.

    Πέρα από το ναζιστικό παρελθόν και τον παραδοσιακό κατακερματισμό της γερμανικής άκρας Δεξιάς, στη Γερμανία είναι περίπλοκες και οι νομικές προϋποθέσεις για ένα νέο κομματικό εγχείρημα. Η ομοσπονδιακή δομή του κράτους απαιτεί όχι απλώς μια κεντρική κομματική δομή, αλλά τοπικές οργανώσεις σε κάθε κρατίδιο της χώρας. Το επιτυχημένο εκλογικά στο Αμβούργο κόμμα του Ρόναλντ Σιλ απέτυχε γρήγορα στην προσπάθεια επέκτασής του, όπως είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η οργάνωση του κινήματος PRO στην Κολωνία (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία) θα καταφέρει την περαιτέρω επέκτασή της. Ισχύει όμως και το εξής: σε περίπτωση που μια δεξιά λαϊκιστική ομάδα καταφέρει στο εγγύς μέλλον να καταγράψει έστω και μία σημαντική εκλογική επιτυχία, θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια δυναμική η οποία θα άνοιγε το δρόμο για τέτοιου τύπου κόμματα και στη Γερμανία. Παραμένει το ερώτημα τι μπορεί και τι οφείλει να κάνει η Αριστερά προκειμένου να αποφευχθεί μια τέτοια επιτυχία.

    Το καθήκον της Αριστεράς

    Ξαναβλέποντας τη δημοσκόπηση της FORSA στην εφημερίδα Freitag και τα ποσοστά επιδοκιμασίας των δηλώσεων μεταξύ των οπαδών του κόμματος «Η Αριστερά», είναι φανερό ότι οι ψηφοφόροι της Αριστεράς όχι μόνο έχουν ποσοστά αποδοχής άνω του μέσου όρου, αλλά και ότι στο ζήτημα της μείωσης της μετανάστευσης (61%) και της απόρριψης της ΕΕ (57%) κατέγραψαν τα υψηλότερα ποσοστά. Οι μελέτες των Ντέκερ/Μπρέλερ έδειξαν παρόμοια αποτελέσματα. Εάν στρέψουμε το βλέμμα στην κοινωνική σύνθεση της βάσης των ψηφοφόρων ορισμένων δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων της Ευρώπης, εύκολα συμπεραίνουμε ότι ειδικά η Die Linke θα μπορούσε να καταλήξει να ανταγωνίζεται άμεσα ένα επιτυχημένο πολιτικό εγχείρημα της λαϊκιστικής Δεξιάς για την εκλογική αυτή βάση. Επομένως, είναι σημαντικό για την Die Linke, την οποία ορισμένοι ψηφοφόροι της εξακολουθούν να τη βλέπουν ως κόμμα εκτός πολιτικής καθεστηκυίας τάξης –χαρακτηριστικό που ισχυρίζεται ότι έχει και ο δεξιός λαϊκισμός–, να διατυπώσει σαφώς και ξεκάθαρα τις θέσεις της σε κομβικά θέματα όπως ο αντιισλαμισμός και η εχθρότητα απέναντι στην ΕΕ. Το θέμα της μετανάστευσης πρέπει να παρουσιάζεται πιο έντονα απ’ όσο γίνεται μέχρι στιγμής ως ζήτημα δημοκρατίας και κοινωνικής συμμετοχής, ούτως ώστε να αποφευχθεί μια μοιραία αντιπαλότητα μεταξύ των υποδεέστερων κοινωνικών ομάδων. Η όποια κριτική στην ΕΕ, της οποίας η πολιτική εξυπηρετεί κυρίως τα συμφέροντα του κεφαλαίου, πρέπει να ασκείται από ευρωπαϊστική σκοπιά, χωρίς να εγκαταλείπεται το ευρωπαϊκό και συνεπώς το διεθνιστικό όραμα. Η αποσόβηση ενός επιτυχημένου δεξιού λαϊκιστικού εγχειρήματος στη Γερμανία αποτελεί πρώτιστο καθήκον της Αριστεράς.

    Μετάφραση: Χάρις Τριανταφυλλίδου