• Μετανάστευση και Ευρωπαϊκή Αριστερά: Πρόκληση για ένα διαφορετικό ευρωπαϊκό όραμα
  • The Left and Immigration (copy 1)

  • Μαρί-Κριστίν Βεργκιά | 06 Dec 13 | Posted under: Ρατσισμός/Μετανάστευση
  • Μετά από το τραγικό συμβάν της Λαμπεντούζα, όπου περισσότεροι από 350 μετανάστες κυρίως από την Ερυθραία έχασαν την ζωή τους 600 μέτρα από την ιταλική ακτή, οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών για τη μετανάστευση δέχονται, περισσότερο από ποτέ, έντονη κριτική.

    Ένας θυελλώδης άνεμος φυσά πάνω από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι εθνικές και ευρωπαϊκές ταυτότητες εξυψώνονται, την ίδια στιγμή που εξοβελίζονται όσες δεν συμβαδίζουν με τον κυρίαρχο κανόνα.

     

     

    Μετανάστευση στην Ευρώπη: μια μακρά ιστορία

     

    Στην ευρωπαϊκή ήπειρο κατοικούν άνθρωποι με διαφορετική καταγωγή. Η ευρωπαϊκή ιστορία είναι γεμάτη από μετακινήσεις πληθυσμών, συχνά βίαιες, και από αλλαγές συνόρων που έχουν αφήσει έντονα τα πολιτικά και πολιτιστικά ίχνη τους. Αυτό δεν έχει λειτουργήσει σαν εμπόδιο-το αντίθετο. Οι κάτοικοι της Ευρώπης έχουν μάθει να ξεπερνούν τα εμπόδια, προσφεύγοντας σε δημοκρατικές αρχές, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο γράμμα του νόμου, οικουμενικές αρχές στις οποίες στηρίχθηκε η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1948.

     

    Για αιώνες, πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπήρξαν χώρες εξαγωγής μεταναστών. Ξεκινώντας από τον 15ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να κυριαρχήσουν στον κόσμο, αποικίζοντας μεγάλες περιοχές με τις συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε, τόσο σε πολιτιστικό όσο και σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντολογικό επίπεδο. Μόνο από τον 19ο αιώνα άρχισαν να θεωρούνται οι ξένοι ως «αλλοεθνείς». Μέχρι τότε, «ξένος» ήταν απλά αυτός που ερχόταν από αλλού: από την άλλη πλευρά του βουνού ή από περιοχές που βρίσκονταν πίσω από ένα φυσικό, γεωγραφικό εμπόδιο.

    Οι τρεις μεγαλύτερες χώρες προορισμού μεταναστών και μεταναστριών στο κέντρο της Ευρώπης ήταν καταρχήν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία. Αυτό φυσικά δεν ήταν τυχαίο. Η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που στα τέλη του 19ου αιώνα (περίπου το 1880) αντέστρεψε την μεταναστευτική τάση και άρχισε να δέχεται πληθυσμούς από την Ευρώπη, κυρίως Ιταλούς, Ισπανούς, Πορτογάλους και Πολωνούς. Οι αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτούς τους ευρωπαίους μετανάστες δεν ήταν μικρότερες από τις σημερινές. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, τον Αύγουστο του 1893 στην πόλη Εγκύ Μορτ (Aigues Mortes) της νότιας Γαλλίας, δεκάδες Ιταλοί λιντσαρίστηκαν στην κυριολεξία από τους ντόπιους, χωρίς κανείς από τους θύτες να καταδικαστεί.

     

    Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία ήταν ήδη παγιωμένα φαινόμενα. Στη Γαλλία, οι Ισπανοί ονομαζονταν «Πιγκουίνοι», οι Ιταλοί «Ριτάλ», ενώ μετά ήρθαν οι «Πόρτος» και οι «Πόλακ». Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι την εποχή εκείνη οι μαυροφορούσες γυναίκες που κάλυπταν

    το κεφάλι τους εκδιώκονταν από τις εκκλησίες, στις οποίες ζητούσαν καταφύγιο, θεωρούμενες ασεβείς. Μέχρι τη δεκαετία του 1960, οι άνθρωποι που ανήκαν στις κατηγορίες αυτές ζούσαν κυρίως σε φτωχογειτονιές. Με λίγα λόγια, δεν θεωρούνταν περισσότερο «εντάξιμοι» από ότι θεωρούνται σήμερα οι αφρικανικής καταγωγής μετανάστες και μετανάστριες που προέρχονται είτε από τη Βόρεια είτε από την Υποσαχάρεια Αφρική.

     

    Όταν η Ευρώπη χρειάστηκε εργατικά χέρια για την ανοικοδόμησή της μετά τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και κατά την διάρκεια των Τριάντα Ένδοξων Χρόνων, έγινε έκκληση για μετανάστες και μετανάστριες από άλλες ηπείρους και κυρίως από τις αποικίες. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και μετά την ανεξαρτησία των αποικιών.

     

    Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70 και την πετρελαϊκή κρίση, οι χώρες τις Δυτικής Ευρώπης άρχισαν να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά. Και πάλι το παράδειγμα της Γαλλίας είναι χαρακτηριστικό, γιατί ξαφνικά έκλεισε η πόρτα στο ξένο εργατικό δυναμικό επιτρέποντας μόνο την αποκαλούμενη «οικογενειακή μετανάστευση», δηλαδή την είσοδο στην χώρα μόνο των οικογενειών όσων εργατών και εργατριών βρισκόταν ήδη εκεί. Όσοι ήταν ήδη στην χώρα ενθαρύνθηκαν ντε φάκτο να ενταχθούν, ανεξάρτητα από το τι έλεγαν οι πολιτικοί στις δηλώσεις τους. Αυτό είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα, με ενδεικτικό την αύξηση του αριθμού των μικτών γάμων. Πολλά μέλη μεταναστευτικών οικογενειών πήραν την ιθαγένεια της νέας τους χώρας. Το μόνο που πετυχαίνει λοιπόν η ανοησία να μιλά κανεις για 2η ή και 3η γενιά μεταναστών είναι να στιγματίζει τους πληθυσμούς αυτούς, ιδιαίτερα όταν «όλως περιέργως» αναφέρεται μόνο σε συγκεκριμένες μεταναστευτικές κοινότητες, δηλαδή όσους και όσες δεν προέρχονται από την Ευρώπη. Θα ήταν προτιμότερο να δούμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι και να σταματήσουμε να αναπαράγουμε φαντασιώσεις.

     

     

    Η πραγματικότητα των μεταναστευτικών μετακινήσεων στην ΕΕ σήμερα

     

    Σε έναν κόσμο 7 δισεκατομμυρίων, ο αριθμός όσων μεταναστεύουν σε παγκόσμια κλίμακα είναι 220 εκατομμύρια, ή το 3% του παγκόσμιου πληθυσμού.

    Ο αριθμός των μεταναστών έχει τριπλασιαστεί από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70, αλλά οι στατιστικές αμφισβητούνται κυρίως γιατί αρκετές χώρες δεν έχουν την δυνατότητα ή την επιθυμία να δώσουν στοιχεία.

    Η τεχνολογική πρόοδος και η οικονομική παγκοσμιοποίηση έχουν πολαπλασιάσει τα μέσα μετακίνησης, έχουν βελτιώσει τις επικοινωνίες, έχουν δείξει πώς ζουν οι άνθρωποι στις πλούσιες χώρες, έχουν αυξήσει τις κινήσεις κεφαλαίων και την μεταφορά χρημάτων1 και έχουν διευρύνει τα διεθνικά οικονομικά και πολιτιστικά δίκτυα. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι ένας αυξανόμενος αριθμός ανδρών και γυναικών σε όλες τις χώρες σκέφτονται να μετακινηθούν αλλού. Από το 1980, το παγκόσμιο εμπόριο έχει αυξηθεί από 10% σε 30%. Γιατί η ελευθερία κίνησης να αφορά μόνο τα αγαθά και το κεφάλαιο, αλλά όχι και τους ανθρώπους;

     

    Μόνο μια μειοψηφία ανθρώπων έχει πραγματική ελευθερία μετακίνησης, ενώ τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχουν οποιοδήποτε τέτοιο δικαίωμα. Η μετανάστευση είναι εφικτή κυρίως για όσους έχουν ή μπορούν να βρουν τα μέσα να μετακινηθούν, αναγκαζόμενοι συχνά να προβαίνουν σε μεγάλες θυσίες. Όσοι και όσες έρχονται στο Βορρά είναι εκείνοι οι άνδρες και οι γυναίκες-των οποίων ο αριθμός αυξάνεται συνεχώς-που έχουν τη διανοητική ικανότητα να σκεφτούν ότι μπορούν να ζήσουν αλλού. Αυτοί που φεύγουν πρώτοι είναι κατ’ αρχήν οι πιο μορφωμένοι. Παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία μεταναστεύει χωρίς να το έχει επιλέξει, από ανάγκης και όχι από επιλογή.

     

    Αντίθετα με την κοινή άποψη, οι μεταναστευτικές κινήσεις από το Νότο στο Βορρά (62 εκατομμύρια) είναι σχεδόν ίσες με αυτές από μια χώρα του Νότου σε μια άλλη (61 εκατομμύρια), οι συνθήκες μετακίνησης όμως στην δεύτερη περίπτωση γίνονται ολοένα και πιο τραγικές.

     

    Ήρθε λοιπόν ο καιρός βάλουμε τα πράγματα σε ένα πλαίσιο και αυτό ισχύει και για τη μετανάστευση εντός της ΕΕ.

    Σήμερα, στην Ευρώπη των 500 εκατομμυρίων ζουν 20,2 εκατομμύρια ξένοι από χώρες εκτός ΕΕ. Άρα, οι μετανάστες από τρίτες χώρες αποτελούν λιγότερο από το 4% του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Αυτό βρίσκεται μόλις πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο και σίγουρα πολύ μακρυά από τις «μεταναστευτικές ορδές» που υποτίθεται ότι εισβάλουν στην ευρωπαϊκή επικράτεια – μια γελοία κινδυνολογία αν συγκριθεί με το 13,5% των αλλοδαπών που ζουν στις ΗΠΑ ή το 21,3% που ζουν στον Καναδά.

     

    Για να είμαστε βέβαια δίκαιοι, στους αριθμούς όσων προέρχονται από χώρες εκτός ΕΕ πρέπει να προσθέσουμε και τα 2,5 με 4 εκατομμύρια των αποκαλούμενων παράνομων μεταναστών. Μήπως όμως κάνουμε κάποιο λάθος όταν ξέρουμε ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών έχει φτάσει νόμιμα στην Ευρώπη, αλλά βρέθηκε εκτός νομιμότητας όταν έληξε η άδεια εργασίας τους και δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να την ανανεώσουν; Δεν πρέπει να μας απασχολήσει το γεγονός ότι οι αποκαλούμενοι παράνομοι μετανάστες αποτελούν ένα ευάλωτο εργατικό δυναμικό το οποίο μπορούν να εκμεταλλεύονται κατά το δοκούν οι εργοδότες σε τομείς που χωρίς τους μετανάστες θα υπήρχε έλλειψη εργατικών χεριών;

     

     

    Επιπλέον, περισσότερο από το 77% του μεταναστευτικού πληθυσμού βρίσκεται σε μόλις πέντε κράτη μέλη. Η Γερμανία είναι πρωτοπόρα με 7,1 εκατομμύρια μετανάστες (την 1η Ιανουαρίου 2010), δεύτερη είναι η Ισπανία με 5,7 εκ. και μετά έρχονται το Ηνωμένο Βασίλειο με 4,4 εκ., η Ιταλία με 4,2 εκ. και η Γαλλία με 3,8 εκ. Πρέπει να τονίσουμε ότι οι αριθμοί αυτοί δεν αντικατοπτρίζουν το δημογραφικό βάρος των συγκεκριμένων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μας δείχνουν, όμως, πώς οι μεταναστευτικές πολιτικές στην ΕΕ ευνοούν τα συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών έναντι των υπολοίπων.

     

     

     

     

    Η μεταναστευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η κατασκευή της Ευρώπης-φρούριο.

     

    Αρχικά, η λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών στόχευε- κατά κύριο λόγο - να θέσει ένα ανάχωμα στις ξενοφοβικές τάσεις και να προστατεύσει τις ελευθερίες. Όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά.

    Τα σύνορα έκλεισαν ερμητικά, καθώς τα κράτη μέλη-κυρίως όσα έχουν την δύναμη να επηρεάσουν τις αποφάσεις-κυριεύτηκαν από την εμμονή να ελέγξουν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ. Ο έλεγχος αυτός έχει, σε μεγάλο βαθμό, μεταφερθεί σε γειτονικές χώρες (κυρίως στην Τουρκία, την Τυνησία και το Μαρόκο), ενώ οι προϋποθέσεις χορήγησης άδειας εισόδου στην ΕΕ, ειδικά στην ζώνη Σένγκεν, και οι χορηγήσεις βίζας έχουν γίνει πολύ αυστηρές.

     

    Ακόμη χειρότερα, η ευρωπαϊκή βοήθεια στις χώρες του Νότου εξαρτάται από την επανεισδοχή των αποκαλούμενων «παράνομων» μεταναστών που απελαύνονται από την ΕΕ στις χώρες προέλευσης, ανεξάρτητα από το αν γεννήθηκαν σ’ αυτές ή απλά διέρχονταν από εκεί.

     

    Η Ευρώπη-φρούριο κλείνεται στον εαυτό της, παραβιάζοντας τις διεθνείς της υποχρεώσεις, κυρίως τους όρους του δικαιώματος στο άσυλο και την θαλάσσια διάσωση: περισσότεροι από 20.000 μετανάστες έχουν χάσει την ζωή τους στην Μεσόγειο τα τελευταία 20 χρόνια, μέσα σε μια σχεδόν απόλυτη αδιαφορία. Η δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας με ονόματα όπως FRONTEX, EURODAC, EUROSUR… μαζί με την συνθήκη του Δουβλίνου που επιτρέπει στα κράτη μέλη να απελαύνουν τους αποκαλούμενους «λαθρομετανάστες» στη χώρα εισόδου τους στην ΕΕ, ρίχνει το βάρος της «φιλοξενείας» σε μερικές μόνο χώρες, κυρίως στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Μάλτα και την Κύπρο. Ταυτόχρονα, απουσιάζει κάθε ίχνος αλληλεγγύης προς τις χώρες αυτές, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίζουν σοβαρά εσωτερικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Η «Οδηγία της Ντροπής», ή «Οδηγία περί Επιστροφής» (Οδηγία 2008/115/ΕΚ) έχει επιτρέψει σε κράτη μέλη να χρησιμοποιούν την κράτηση ως τον μόνο «λειτουργικό» τρόπο αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης, πρακτική που πρόσφατα καταδικάστηκε από τον Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. 2

     

    Ταυτόχρονα αναπτύσσεται μία ολοένα και περισσότερο ωφελιμιστική αντίληψη της μετανάστευσης, με την κατηγοριοποίηση των μεταναστών και τη συσχέτιση του δικαιώματός τους να εργαστούν με τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές ανάγκες της Ένωσης.

     

    Η ενιαία άδεια εξαρτά το δικαίωμα των μεταναστών και των μεταναστριών στην εργασία με το δικαίωμα τους να βρίσκονται στη χώρα. Το υπό υιοθέτηση καθεστώς των «προσωρινά εργαζομένων» θα ενισχύσει την αβεβαιότητα, την ίδια στιγμή που η «Οδηγία για την ενδο-ομιλική κινητικότητα» (για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα της ΕΕ) ευνοεί μόνο την κινητικότητα των στελεχών μεγάλων εταιριών. Δεν χρειάζεται να διευκρινίσουμε λοιπόν ποια από τις οδηγίες αυτές αφορά τους εργαζομένους του Νότου.

     

    Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην εξέλιξη αυτή υπήρξε σύνθετος. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει καταγγείλει τις καταχρηστικές πρακτικές των κρατών μελών. Χάρις στη συνθήκη της Λισσαβώνας, το Κοινοβούλιο μπορεί να επηρεάζει τις ευρωπαϊκές πολιτικές σ’ αυτόν τον τομέα, εφόσον έχει πλέον τη δυνατότητα να νομοθετεί, σε συνεργασία με το Συμβουλιο, για ζητήματα ασφάλειας και ελευθερίας. Την ίδια στιγμή, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων έχει ενσωματωθεί στις ευρωπαϊκές συνθήκες και προωθεί το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

     

    Δυστυχώς όμως πιέσεις από τις κυβερνήσεις, στο όνομα ενός υποτιθέμενου ρεαλισμού, έχουν οδηγήσει σε πολλά πισωγυρίσματα.

    Αυτό έγινε για παράδειγμα όταν το Κοινοβούλιο υπερψήφισε την «Οδηγία της ντροπής», η οποία ενοποίησε σε ευρωπαϊκό επίπεδο τη νομοθεσία για την παράνομη μετανάστευση. Μια από τις χειρότερες ρυθμίσεις του κειμένου αφορά τον χρόνο κράτησης. Οι αποκαλούμενοι παράνομοι μετανάστες που έχουν παραβιάσει μόνο τη διοικητική νομοθεσία και άρα δεν έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα, στερούνται συστηματικά την ελευθερία τους, ενώ σε συγκεκριμένα κράτη μέλη κρατούνται υπό συνθήκες χειρότερες και από εκείνες της φυλάκισης. Εξαιτίας, υποτίθεται, του γεγονότος ότι σε συγκεκριμένα κράτη μέλη η νομοθεσία δεν προβλέπει χρονικό περιορισμό3, η Οδηγία ορίζει την διάρκεια κράτησης σε ένα μέγιστο χρόνο 18 μηνών, τρεις φορές πάνω από την μέση διάρκεια κράτησης στα πιο καταπιεστικά καθεστώτα. Όπως έχουν τονίσει ΜΚΟ που ασχολούνται με το ζήτημα, η συγκεκριμένη πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας έχει οδηγήσει στη σκλήρυνση πολλών εθνικών νομοθεσιών.

     

    Εκτός από αυτό το παράδειγμα, το οποίο δυστυχώς δεν είναι μεμονωμένο4, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής γίνονται ολοένα και πιο δύσκολες. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια συζητήσεων προτού φτάσουμε σε μια συμφωνία για το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου (ΚΕΣΑ), το οποίο περιλαμβάνει πολλούς κινδύνους5 για όσες και όσους αιτούν άσυλο, ιδίως σχετικά με την κράτησή τους.6

     

    Το πρόσφατο τραγικό συμβάν στη Λαμπεντούζα δείχνει, για μια ακόμη φορά, το μαρτύριο των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών που έχουν πάρει την απόφαση να διασχίσουν τη Μεσόγειο με οποιοδήποτε κόστος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ένα ψήφισμα7 για να υπενθυμίσει άλλη μια φορά στα κράτη μέλη τις υποχρεώσεις τους, ιδίως στα ζητήματα της θαλάσσιας διάσωσης στα διεθνή ύδατα, της αποδοχής των αιτημάτων ασύλου, της υποδοχής των προσφύγων, καθώς και της διεύρυνσης των «οδών της νόμιμης μετανάστευσης».

    1 Τα εμβάσματα των μεταναστών προς τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι τρεις φορές περισσότερα από την οικονομική βοήθεια προς τις χώρες αυτές.

    2 Έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών του Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ Φρανσουά Κρεπώ, A/HRC/23/46, 24 Απρίλη 2013.

    3 Για μια σειρά λόγων, ορισμένα κράτη μέλη, κυρίως οι σκανδιναβικές χώρες, επέλεξαν να αποφύγουν την υιοθέτηση συγκεκριμένης νομοθεσίας, προκειμένου να σεβαστούν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. 4 Απόδειξη η επικύρωση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όλων των συμφωνιών επανεισδοχής μεταξύ της ΕΕ και τρίτων χωρών, με αντάλλαγμα αόριστες υποσχέσεις για χαλάρωση των κανόνων έκδοσης βίζας των πολιτών τους. 5 Για παράδειγμα η πρόσφατη νομοθεσία που υιοθέτησε η Ουγγαρία. 6 Για το θέμα αυτό, βλ. την εξαιρετική ανάλυση του CIMADE: www.lacimade.org/nouvelles/4472-L-asile-europ-en-en-sous-r-gime-commun- 7 www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do


Related articles