Επειδή όσο προχωρά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τόσο εντείνονται ο νεοφιλελευθερισμός και ο αυταρχισμός στην Ευρώπη, όλο και περισσότερα κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς αναρωτιούνται αν είναι δυνατή η μεταρρύθμιση της ΕΕ. Το ίδιο ερώτημα θέτουν και τα κόμματα που συνιστούν το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ).
Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία (Enhedslisten) της Δανίας, μέλος του ΚΕΑ, πάντα θεωρούσε ότι είναι αδύνατη κάποια θεμελιώδης μεταρρύθμιση της ΕΕ.
Στις σκανδιναβικές χώρες, η κριτική και η αντίθεση στην ΕΕ είναι συνηθισμένα φαινόμενα εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αποτελούσαν έναν από τους πυλώνες της πολιτικής της ριζοσπαστικής αριστεράς και βοήθησαν την Κοκκινοπράσινη Συμμαχία από την ίδρυσή της, το 1989, να γίνει κοινοβουλευτικό κόμμα το 1994.
Το 1972 οργανώθηκε μια σημαντική καμπάνια για το δημοψήφισμα σχετικά με την ένταξη της Δανίας στην ΕΟΚ. Στην καμπάνια αυτή η ευρύτερη κεντροαριστερά, την ηγεσία της οποίας είχε το Λαϊκό Κίνημα Ενάντια στην ΕΟΚ, υποστήριζε την αρνητική ψήφο. Η αντίθεση στην ΕΟΚ αποτελούσε από την αρχή θέση της προοδευτικής και αριστερής πολιτικής στη Δανία, γιατί η ΕΟΚ θεωρούνταν απειλή για τη δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας. Αυτά αποτέλεσαν επί μακρόν τα κεντρικά ζητήματα της κριτικής που εκφράστηκε στη Δανία απέναντι στην ΕΟΚ και την ΕΕ.
Στο δημοψήφισμα για την ένταξη της Δανίας στην ΕΟΚ, το 1972, το 63,4% του εκλογικού σώματος ψήφισε Ναι και το 36,6% Όχι. Αλλά η αρνητική ψήφος (50,7%) στο δημοψήφισμα του 1992 για τη Συνθήκη του Μάστριχτ και σε εκείνο του 2000 για την ένταξη στην ΕΕ (εδώ η αρνητική ψήφος πήρε 53,2%) κατέδειξε ότι το λαϊκό αίσθημα είναι σταθερά κριτικό απέναντι στην ΕΟΚ και την ΕΕ. Η στάση αυτή ενισχύθηκε κι άλλο εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και της κρίσης του ευρώ αλλά και των πολιτικών λιτότητας. Η αντίθεση στην ένταξη στην ευρωζώνη συγκεντρώνει σήμερα (φθινόπωρο 2013) περίπου το 70% των ψήφων.
Το ποσοστό αυτό μπορεί να εξηγηθεί και από την πρόσφατη άνοδο του ευρωσκεπτικισμού στους κόλπους της δεξιάς, δηλαδή στους ψηφοφόρους των Συντηρητικών και ενός νέου κόμματος, της Φιλελεύθερης Συμμαχίας, καθώς και του ακροδεξιού Δανέζικου Λαϊκού Κόμματος (DF), που υποστηρίζουν την εθνική δημοκρατία, αλλά και (σε ότι αφορά το Δανέζικο Λαϊκό Κόμμα) το κράτος πρόνοιας και την απομάκρυνση των ξένων.
Η επιτυχία της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας και η συνάρτησή της με την αντίθεση στην ΕΟΚ και την ΕΕ
Η ιστορία της αρχικής επιτυχίας της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας συνδέεται στενά με την αντίθεσή της στην ΕΟΚ και την ΕΕ.
Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία, που ιδρύθηκε το 1989 ως μια προεκλογική συμμαχία ανάμεσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα Δανίας (DKP), τους Αριστερούς Σοσιαλιστές (VS) και το
Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SAP - Trotskiist, 4η Διεθνής), κέρδισε 6 έδρες στο Κοινοβούλιο της Δανίας στις βουλευτικές εκλογές του 1994. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη σημαντική συμβολή της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας στην καμπάνια εναντίον της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1991-92 και στη μετέπειτα σθεναρή αντίθεσή της στην «καλυτέρευση» της Συνθήκης με την εισαγωγή τεσσάρων εξαιρέσεων (opt-outs) στη Συμφωνία του Εδιμβούργου. Όλο αυτό αποτελούσε σαφώς μια απόπειρα να «πουληθεί» η Συνθήκη στο εκλογικό σώμα της Δανίας. Τελικά, οι ψηφοφόροι ενέκριναν τη Συμφωνία στο δημοψήφισμα του 1993.
Όταν το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα άλλαξε θέση και από την απόρριψη της Συνθήκης του Μάαστριχτ βρέθηκε να υποστηρίζει τη θετική ψήφο στο δημοψήφισμα για τη Συμφωνία του Εδιμβούργου, πολλοί από τους ψηφοφόρους του το τιμώρησαν στις βουλευτικές εκλογές του 1994, ψηφίζοντας την Κοκκινοπράσινη Συμμαχία και εξασφαλίζοντας την εκπροσώπησή της στο Κοινοβούλιο της Δανίας. Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία συμμετέχει μέχρι σήμερα στο δανέζικο Κοινοβούλιο.
Παρά τη σταδιακή μετατόπιση του Σοσιαλιστικού Λαϊκού Κόμματος υπέρ της ΕΕ, το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του 2009 έδειξε ότι, τόσο η κριτική θέση όσο και η αντίθεση στην ΕΕ είναι ακόμα ισχυρές στους κόλπους της δανέζικης αριστεράς. Εκτιμάται ότι το εκλογικό σώμα του Λαϊκού Κινήματος κατά της ΕΕ αποτελούνταν κατά 20% από Σοσιαλδημοκράτες, 20% από Σοσιαλιστές και 20% από ψηφοφόρους της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας. Το υπόλοιπο ποσοστό αφορούσε κεντρώους ψηφοφόρους των αστικών κομμάτων (ενώ υπήρχε και ένα ποσοστό του οποίου η προέλευση δεν μπορούσε να προσδιοριστεί1
Κορυφαίος υποψήφιος του Λαϊκού Κινήματος κατά της ΕΕ στις ευρωεκλογές ήταν ο Σόρεν Σόντεργκααρντ, μέλος και τέως βουλευτής της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας. Σήμερα είναι βουλευτής του ΚΕΑ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Κοκκινοπράσινη Συμμαχία: αδύνατη η μεταρρύθμιση της ΕΕ
Για πολλούς, που είτε ανήκουν είτε όχι στην Κοκκινοπράσινη Συμμαχία, οι φόβοι για υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους της Δανίας από την ΕΟΚ ή την ΕΕ μάλλον επαληθεύτηκαν με τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τη δεκαετία του 1990 και μετά, επειδή η προσαρμογή στα κριτήρια του Μάαστριχτ συνεπαγόταν περικοπές του κοινωνικού κράτους. Η τότε κυβέρνηση, της οποίας ηγούνταν οι Σοσιαλδημοκράτες, εφάρμοσε πιστά τα κριτήρια πιστεύοντας ότι η Δανία θα προσχωρούσε στην ευρωζώνη. Αλλά το κοινωνικό κράτος υποβαθμίστηκε κυρίως με τις σημερινές πολιτικές λιτότητας οι οποίες οδήγησαν στην κατάρρευση του.
Επειδή η Δανία είναι εκτός ευρωζώνης, η σημερινή κυβέρνηση, της οποίας ηγούνται οι Σοσιαλδημοκράτες, δεν υποχρεώθηκε να εφαρμόσει τις πολιτικές λιτότητας της Μέρκελ και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, αλλά παρόλα αυτά επέλεξε να το κάνει από μόνη της. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειώσει σοβαρή πτώση της στις δημοσκοπήσεις, γιατί θεωρήθηκε ότι παραβίασε τις προεκλογικές υποσχέσεις των Σοσιαλδημοκρατών υιοθετώντας πολιτικές που στρέφονται ενάντια στο κοινωνικό κράτος.
Το κύριο επιχείρημα υπέρ της απόρριψης της ΕΕ από την Κοκκινοπράσινη Συμμαχία είναι ότι τα θεμέλια της –οι συνθήκες, οι θεσμοί και οι κανόνες της- κάνουν την ΕΕ βαθιά νεοφιλελεύθερη και καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε μεταρρύθμισή της. Η πολιτική βάση της ΕΕ έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τα οράματα των σοσιαλιστικών κομμάτων για κοινωνική ευημερία και δικαιοσύνη, αποστρατιωτικοποίηση, για τον φεμινισμό, τον δίκαιο πράσινο μετασχηματισμό κ.ά.
Η μετατόπιση των Σοσιαλδημοκρατών προς το νεοφιλελευθερισμό και το ανταγωνιστικό κράτος τα τελευταία 20 χρόνια οφείλεται στο ότι αποδέχθηκαν τις συνθήκες και τις πολιτικές της ΕΕ οι οποίες, όσο εντείνεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο επιλογής. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετέτρεψε τη σοσιαλδημοκρατία σε συνιστώσα της νεοφιλελεύθερης κομματικής οικογένειας.
Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία υποστηρίζει και ενθαρρύνει κάθε μικρό προοδευτικό βήμα που γίνεται στην ΕΕ, ταυτόχρονα όμως πιστεύει, εξαιτίας της συγκεκριμένης εμπειρίας, ότι αυτή ενισχύει το νεοφιλελευθερισμό και τον αυταρχικό συγκεντρωτισμό.
Διαφορετικοί δρόμοι προς μια διαφορετική Ευρώπη
Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος για την αριστερά είναι να εργαστεί για τη δημιουργία προοδευτικών ευρωπαϊκών λύσεων, εναλλακτικών προς την ΕΕ. Η επιλογή της αποχώρησης από την ΕΕ αποτελεί εξ’ αρχής μέρος της πολιτικής της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας, ως ένα βήμα για τη δημιουργία μιας διαφορετικής Ευρώπης και, εν τέλει, τον σοσιαλισμό. Αλλά η πρόταση ενός δημοψηφίσματος αποχώρησης από την ΕΕ είναι συνάρτηση της πολιτικής συγκυρίας. Για παράδειγμα, μια τέτοια πρόταση μπορεί να γίνει μόνο όταν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποβεί πολύ επιζήμια για τους εργαζόμενους και προκαλέσει την ισχυρή αντίδρασή τους, οπότε δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή από την αποχώρηση από την ΕΕ.
Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία –ως κατεξοχήν διεθνιστικό κόμμα- κατέβαλε, από την ίδρυσή της, σημαντική προσπάθεια για την οικοδόμηση της αριστερής συνεργασίας με κόμματα τόσο από την Ευρώπη όσο και από άλλα μέρη του κόσμου. Γιατί πιστεύει ότι αυτές οι συνεργασίες έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικοδόμηση ευρωπαϊκών εναλλακτικών λύσεων. Η άποψη αυτή απορρέει από την πεποίθηση ότι είναι δυνατή μια προοδευτική αριστερή εναλλακτική λύση, παρά τις διαφορετικές θέσεις που έχουν για την ΕΟΚ και την ΕΕ τα κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς, καθώς ταυτόχρονα, υπήρχε πλήρης συμφωνία όλων αυτών των κομμάτων για τη φύση συγκεκριμένων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών επιλογών της ΕΕ, όπως αντίστοιχα για τα αιτήματα και με πιο μακροπρόθεσμα οράματα. Όλα τα ευρωπαϊκά κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς εργάζονται, περισσότερο ή λιγότερο, με στόχο την ίδια εναλλακτική λύση.
Η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία οργάνωσε αρκετά μεγάλα συνέδρια για την ΕΟΚ/ΕΕ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όταν δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί η συνεργασία ανάμεσα στα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς όπως συμβαίνει σήμερα. Στα συνέδρια αυτά προσκάλεσε αριστερά και προοδευτικά πολιτικά και κοινωνικά κινήματα από όλη την Ευρώπη. Έχοντας διατελέσει για κάποια χρόνια παρατηρητής και στη συνέχεια μέλος του Φόρουμ της Νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς (NELF), ήταν λογικό να θελήσει να γίνει παρατηρητής και μετά μέλος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Η οικοδόμηση μιας διαφορετικής Ευρώπης που είναι όραμα της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας αποτελεί όρο που χρησιμοποιείται και από την Ευρωπαϊκή Αριστερά πράγμα απολύτως φυσικό αφού αποτελεί κοινό παρονομαστή των πολιτικών και των οραμάτων όχι μόνο των αριστερών κομμάτων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ και πολλών κινημάτων.
Επειδή η Ευρωπαϊκή Αριστερά συγκροτείται από αριστερά κόμματα που είτε ανήκουν είτε δεν ανήκουν στην ΕΕ, είναι λογικό να προβάλει ένα τέτοιο όραμα, με στόχο να φέρει κοντά τα αριστερά κόμματα που εργάζονται για λύσεις εναλλακτικές στην ΕΕ με εκείνα που πιστεύουν ότι η δημιουργία προοδευτικών εναλλακτικών λύσεων, δηλαδή δρόμων που οδηγούν σε μια διαφορετική Ευρώπη, περνά μέσα από τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία θεωρεί ότι ο όρος «επανίδρυση της Ευρώπης» αναφέρεται και σε μια θεμελιακή αλλαγή εντός της ΕΕ και στη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εναλλακτικής λύσης σ’ αυτήν.
Οι εναλλακτικές λύσεις στρατηγικής σημασίας που προτείνει η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία
‘Όπως συμβαίνει και με άλλα ευρωπαϊκά κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, η Κοκκινοπράσινη Συμμαχία δεν έχει αναπτύξει επαρκώς το στρατηγικό της όραμα για μια διαφορετική Ευρώπη. Γιατί το όραμα της διαφορετικής Ευρώπης αποτελεί γι’ αυτήν έναν τρόπο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Δηλαδή, η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων και δημοκρατικών μηχανισμών θα ενισχύσει τα εργαλεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού -την κοινωνική ευημερία και τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τον πράσινο μετασχηματισμό, κ.ά.- αλλά δεν είναι σοσιαλισμός.
Πριν από δέκα περίπου χρόνια εκδόθηκε στα αγγλικά ένα φυλλάδιο που παρουσίαζε την ευρωπαϊκή πολιτική της Κοκκινοπράσινης Συμμαχίας, με τον τίτλο: «Η Ευρώπη χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προς μια εναλλακτική δημοκρατική Ευρώπη». Το φυλλάδιο αυτό περιγράφει πώς μπορεί να οικοδομηθεί μια διαφορετική συνεργασία για την ανάπτυξη τοπικών ή πανευρωπαϊκών συνεργατικών συμβουλίων από οργανισμούς όπως ο ΟΑΣΕ (Οργανισμός Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη) ή το Συμβούλιο της Ευρώπης, το Σκανδιναβικό Συμβούλιο (Nordic Council) κ.ά. Σε ένα άλλο επίπεδο συνεργασίας θα συμμετέχουν οι ΜΚΟ ή τα λαϊκά κινήματα. Για παράδειγμα, ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το Περιβάλλον θα εργάζεται κατά της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και υπέρ του πράσινου μετασχηματισμού με την υιοθέτηση ενός ελάχιστων προτύπων, αλλά και, ενίοτε, με τη λήψη αποφάσεων σε υπερεθνικό επίπεδο. Στην ανάλυση αυτή διατυπώνεται η άποψη ότι η ανάπτυξη μιας τέτοιας, εναλλακτικής συνεργασίας στην Ευρώπη εξαρτάται από την απόσυρση από την ΕΕ ή τη διάλυσή της.
Πώς να αλλάξουμε την ΕΕ
Τα κόμματα και οι ακτιβιστές της Αριστεράς που τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης θεωρούν γενικά ότι η όποια προοδευτική αλλαγή της ΕΕ είναι συνάρτηση μιας αλλαγής στην ισορροπία δυνάμεων.
Όμως, το πρόβλημα είναι ότι οι θεσμοί και οι κανονισμοί της ΕΕ δημιουργήθηκαν για να διασφαλίζουν τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και να αντιστέκονται στη δημοκρατική αλλαγή. Έτσι, αναπτύχθηκε το αυταρχικό μοντέλο στους κανονισμούς της ΕΕ.
Οι προοδευτικές δυνάμεις προτείνουν μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τους θεσμούς της ΕΕ, όπως τη μεταφορά περισσότερων εξουσιών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τη μείωση των εξουσιών ή ακόμη και τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα έλυνε το πρόβλημα της υπονόμευσης της δημοκρατίας, δεδομένου ότι οι εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν μεταφερθεί σ’ αυτό από τα εθνικά κοινοβούλια. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων των μικρών κρατών-μελών της ΕΕ δεν έχουν την παραμικρή πιθανότητα να επηρεάσουν την οικονομική και κοινωνική πολιτική της ΕΕ, αφού η εκπροσώπησή τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι πολύ μικρή και οι εξουσίες των εθνικών κοινοβουλίων περιορίζονται διαρκώς όποτε λαμβάνονται αποφάσεις για κρίσιμα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Τα αναπτυσσόμενα λαϊκά κινήματα θα πρέπει να περιμένουν να αλλάξει η ισορροπία δυνάμεων στα μεγαλύτερα κράτη, όπως η Γερμανία, η Γαλλία κ.ά. Αλλά αυτό δεν θα γίνει αισθητό από τους εργαζόμενους στα μικρότερα κράτη ως κάτι ιδιαίτερα δημοκρατικό. Είναι μια συνταγή για αστάθεια και συγκρούσεις.
Η ξαφνική άνοδος των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων της Νότιας Ευρώπης, τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της κρίσης του ευρώ, δείχνει τι μπορεί να συμβεί σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατά κάποιον τρόπο μοιάζει με το ξέσπασμα των ταραχών το 2011 στη Βόρεια Αφρική, όπου η απελπιστική κοινωνική κατάσταση και η έλλειψη δημοκρατίας οδήγησαν σε εξεγέρσεις και κοινωνικές επαναστάσεις.
Αν ασκηθεί μια πιο έντονη και συντονισμένη πίεση από τα αριστερά κόμματα και τα προοδευτικά κινήματα στο εσωτερικό της ΕΕ, αυτοί που είναι στην εξουσία μπορεί να επιλέξουν έναν συμβιβασμό στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων συνθηκών.
Όμως, ο αυξανόμενος αυταρχισμός της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να στηριχθούν ο νεοφιλελευθερισμός και η λιτότητα όπως και η περιφρόνηση της δημοκρατίας, δείχνουν ότι δεν αρκεί μόνο μια απρόσμενη και συντριπτική αντιστροφή της πάλης των τάξεων ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα επιφέρουν ουσιαστική αλλαγή, αλλά χρειάζεται να αναμετρηθούμε και με την ίδια την ΕΕ.
Μετάφραση: Καλλιόπη Αλεξοπούλου