Το ποσοστό 41,5% που έλαβε η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση/ Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CDU/CSU) στις γερμανικές εκλογέςαντικατοπτρίζει την ευρεία αποδοχή των πολιτικών της Άνγκελα Μέρκελ.
Η Μέρκελ θεωρείται εγγυήτρια μιας ισχυρής Γερμανίας στην Ευρώπη και πιστώνεται με την επιτυχή διαχείριση της κρίσης,που εξασφάλισε τη γερμανική ευημερίαχάρη στην πολιτική της λιτότητας και τις μεταρρυθμίσεις που είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση συνεργασίας. Η καγκελάριος και το οικονομικo-πολιτικό μπλοκ εξουσίας που την στηρίζει έλαβαν σχεδόν την απόλυτη πλειοψηφία, ως επιβράβευση της πολιτικής που ασκούν τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας. Κατά την προεκλογική τους εκστρατεία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD)και οι Πράσινοι δεν κατάφεραν να πείσουν ότι αποτελούν εναλλακτικές λύσεις, δεδομένου ότι οι προτάσεις τους θεωρήθηκανπαραλλαγή της ίδιας συνταγής με αυτήν που ακολουθεί το CDU/CSU.
Παρότι το SPD κατάφερε να αυξήσει οριακά την εκλογική του δύναμη φτάνοντας το 25,7%, το ποσοστό αυτό δεν παύει να είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην ιστορία του. Με 4,8%, το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) παρέμεινε κάτω από το όριο του 5% και έτσι, για πρώτη φορά από το 1945, οι Φιλελεύθεροι δεν εκπροσωπούνται στην Βουλ ή. Με 8,6%, το κόμμα Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ (DieLINKE) έγινε η τρίτη ισχυρότερη πολιτική δύναμη, ξεπερνώντας τους Πράσινους οι οποίοι, λαμβάνοντας το 8,4% των ψήφων, βρ έθηκαν κάτω από το αναμενόμενο ποσοστό τους. Η εμφάνιση ενός λαϊκιστικού κόμματοςστα δεξιά του CDU/CSU, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfG), ήταν ένα πρωτόγνωρο γεγονός,παρότι τελικά αυτό το κόμμα δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή. Οι Πειρατές,με 2,2%, έμειναν πολύ κάτω από το ποσοστότους στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2011. Δεν κατάφεραννα εκμεταλλευτούν την περίοδο που μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα για να αναπτύξουν περαιτέρω τις προτάσεις τους, που στόχευαν στη μεταρρύθμιση των πολιτικών θεσμών με αύξηση της διαφάνειας και της συμμετοχής, καθώς και με την καθιέρωση νέων μορφών πολιτικής οργάνωσης, προσαρμοσμένων στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης.
Οι έδρες του Κοινοβουλίουκατανεμήθηκαν, λοιπόν, μεταξύ τεσσάρων κομμάτων: του CDU/CSU, του SPD, του DieLINKEκαι των Πράσινων, οι ψήφοι των οποίων καλύπτουν το 84,2% των ψηφοφόρων. Εξετάζοντας τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων, πρέπει να σημειώσουμε ότι το αστικό στρατόπεδο που αποτελείται από το CDU/CSU, το FDP, το AfDκαι τους Ελεύθερους Ψηφοφόρους (FreieWahler)-με συνολικό ποσοστό πάνω από 50%-είναι ενισχυμένο, ενώ το «αριστερό» στρατόπεδο που αποτελείται από το SPD, τους Πράσινους και το DieLINKE πήρε κάτι λιγότερο από το 43% των ψήφων. Στη Βουλή, με βάση την κατανομή των εδρών, υπάρχει μια δυνητική «αριστερή» πλειοψηφία, αφού τα κόμματαSPD, Πράσινοι και DieLINKE διαθέτουν 320 έδρες, έναντι 311 τουCDU/CSU.Ωστόσο, η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν έχει ουσιαστικό πολιτικό αντίκρισμαλόγω της, αρνητικής απέναντι στο DieLINKE, στάσης τουSPDκαι των Πράσινων. Έτσι. σήμερα δεν υπάρχει κάποιο κοινό κοινωνικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να υποστηριχθεί από μια «αριστερή» κυβερνητική συνεργασία.
Τι κρύβεται πίσω από την επιτυχία της Μέρκελ;
«Η Γερμανία πάει καλά». Αυτό ήταν το μήνυμα της καγκελαρίου στην προεκλογική της εκστρατεία, κατά την οποία εγγυήθηκε ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει. Η Μέρκελ ήταν αυτή που, το 2010, ενέπλεξε τα συνδικάτα σε ένα νέο είδος κορπορατισμού, δίνοντας πριμ που για την απόσυρση και την καταστροφή παλαιών αυτοκινήτων, αλλά και θεσπίζοντας τη μερική απασχόληση. Με τον τρόπο αυτόκράτησε, φαινομενικά, την ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση του ευρώ μακριά από την Γερμανία. Το Ιούνιο του 2013, το 71% των Γερμανών αξιολογούσαν την προσωπική οικονομική τους κατάσταση από καλή ως πολύ καλή, ενώ μόνο το 26% θεωρούσε την αντίστοιχη κατάσταση της χώρας κακή ή πολύ κακή. Οι επίσημα καταγεγραμμένοι άνεργοι, τον Σεπτέμβριο του 2013, έφταναν τα 2,8 εκατομμύρια ή ποσοστό 6,6%. Σ΄αυτούς δεν συνυπολογίζονται οι επισφαλώς εργαζόμενοι που φτάνουν το 25% του συνόλου όσων έχουν εργασία-το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-καθώςτο 1,5 εκατομμύριο που δεν έχει βρει εργασία από την ψήφιση και εφαρμογή των νόμων Χαρτζ, το 2005. Η «καλή διάθεση», καθώςκαι η αίσθηση ότι «η κρίση αφορά το χθες και ουδείς αναφέρεται πια σ’ αυτήν» είναι διάχυτες. Για την πλειοψηφία των Γερμανών, η κρίση ήταν ένα γεγονός που άκουσαν μόνο στις ειδήσεις[1]. Αυτό σημαίνει ότι το διακύβευμα των βουλευτικών εκλογών δεν αφορούσε το πώς θα διαμορφωθεί το μέλλον, αλλά «τη λαχτάρα για ένα μόνιμο παρόν»[2].
Οι ψηφοφόροι, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, πίστευαν ότι δεν χρειάζονται πειράματα, ούτε υπάρχει ανάγκη να γίνεται κάποια αναφορά στις κρίσεις που μαίνονταν έξω από την πόρτα της Γερμανίας και που οδήγησαν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης σε βαθιά μιζέρια, υπό τις υπαγορεύσεις της τρόικας. Δεν έγινε, επίσης, κάποια σοβαρή συζήτηση για τις ευθύνες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Γερμανίας στην εξέλιξη της κρίσης. Αυτή ηεικόνατου εκλογικού σώματος αντικατοπτρίζει την προνομιακή θέση των Γερμανών σε σχέση με τους λαούς των χωρών της Νότιας Ευρώπης. Ενώ το ποσοστό ανεργίας στη Γερμανία είναι 6,8%, ο μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 10,5% και στις χώρες της ευρωζώνης φτάνει το 11,4%.[3]
Σχετικά με τα αποτελέσματα της αντιπολίτευσης
Τα χαμηλά ποσοστά του SPDοφείλονται στον θολό πολιτικό του προσανατολισμό. Από τη μία πλευρά,με υποψήφιο καγκελάριο τον Πέερ Στάινμπρουκ, προσπάθησε να εμφανιστεί ως το κόμμα που ακολουθεί με συνέπεια τηνοικονομική πολιτική που εφάρμοσε, το 2005,η κοκκινο-πράσινη κυβερνητική συνεργασία με τους νόμους Χαρτζκαι,άρα, ως η πολιτική δύναμη στην οποία κυρίως οφείλονται οι μετέπειτα επιτυχίες της γερμανικής οικονομίας. Ταυτόχρονα προσπάθησε να στραφεί και προς τα αριστερά, με προτάσεις όπως η θέσπιση ενός κατώτατου μισθού, ο περιορισμός της προσωρινής εργασίας, η άρνηση αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, ηαύξηση της φορολογίας, η επαναφορά του φόρου κληρονομιάς κλπ. Παρ’ όλα αυτά, το SPD δεν κατάφερε να αποσπάσει ψήφους ούτε από το αστικό στρατόπεδο ούτε από το DieLINKΕ. Η στρατηγική του να προσπαθήσει, μαζί με τους Πράσινους, να βγάλει το DieLINKEεκτός Βουλής απέτυχε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστείένα Κοκκινο-Πράσινο πρόγραμμαλόγω έλλειψης της αναγκαίαςκοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Απορρίπτοντας μια συμμαχία με το DieLINKE και τους Πράσινους (μια «κοκκινο-πρασινο-κόκκινη» συμμαχία), το SPDέχασε την ευκαιρία να σχηματίσει κυβέρνηση.
Οι Πράσινοι, στηριγμένοι στην επιτυχία τους στις ομοσπονδιακές εκλογές του 2010 και του 2011 και τα καλά αποτελέσματά τους στις δημοσκοπήσεις, διαμόρφωσαν το «κυβερνητικό πρόγραμμά» τους, παρουσιαζόμενοι ως ένα κόμμα ικανό να «αλλάξει την κοινωνία» και έχοντας ως στόχο τις ψήφους των νέων αστικών στρωμάτων, δηλαδή ένα εκλογικό σώμα πέρα από τους κλασικούς ψηφοφόρους τους. Η σύγχρονη κοινωνία του μέλλοντοςπρέπει, κατά τους Πράσινους, να συνδεθεί με την ενεργειακή αλλαγή, τον οικολογικό μετασχηματισμό και την κοινωνική δικαιοσύνη. Συνεπώς, η εκλογική εκστρατεία τουςδεν αφορούσε μόνο τα κλασικά ζητήματα της ατζέντας τους, όπως η αλλαγή της ενεργειακής πολιτικής, η περιβαλλοντική πολιτική και η πολιτική για το κλίμα, η γενετική μηχανική και η προστασία του καταναλωτή, αλλά και ζητήματα αναδιανομής, όπως η αύξηση του φορολογικού συντελεστή των υψηλών εισοδημάτων στο 49%, η επαναφορά του φόρου κληρονομιάς, η έκτακτη εισφορά στα ακίνητα, ο κατώτατος μισθός, οι περιορισμοί στην προσωρινή εργασία και η διαμόρφωση ενός «τρίτου» τομέα απασχόλησης. Με τις προτάσεις τους για τα θέματα αυτά, οι Πράσινοι έδειξαν την ευαισθησία τους στην αυξανόμενη σημασία του κοινωνικού ζητήματος, σκιαγραφόντας έτσι ένα κοκκινο-πράσινο σχέδιο χωρίς όμως να αναδεικνύουν τις δικές τους ιδιαίτερες δεξιότητες στους τομείς που είχαν παραδοσιακά ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Επιπλέον, ως κόμμα των «υψηλά αμειβόμενων», έχασαν ψήφους από την πρότασή τους να καθιερωθεί η «Ημέρα Χορτοφαγίας» (μια μέρα της εβδομάδας, κατά την οποία τα δημόσια εστιατόρια δεν θα σερβίρουν κρέας). Το γεγονός ότι η ενασχόλησή τους με το ζήτημα της παιδοφιλίας ήταν ανεπαρκήςαποτέλεσε μια ακόμα αρνητική εξέλιξη που επηρέασε την εκλογική τους δύναμη. Το «πιο έντιμο κόμμα» στην Γερμανία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, έχασε την αξιοπιστία του και την υποστήριξη του λαού, λόγω της χλιαρής στάσης του στο εν λόγω θέμαμε το οποίο ασχολήθηκαν πολύ τα ΜΜΕ.
Η απόσυρση από το SPDκαι τους Πράσινους των βασικών προεκλογικών τους θέσεων, ειδικά εκείνων που αφορούσαν τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος,πριν αρχίσουντις πρώτες διερευνητικές συνομιλίες τους με το CDU/CSU, καταδεικνύει την υποταγή των προτάσεών τους για κοινωνική δικαιοσύνη στις απαιτήσεις της υψηλής πολιτικής, την οποία ήθελαν να ασκήσουν ως μέλη μιας κυβέρνησης συνεργασίας υπό την ηγεσία του CDU/CSU.
Δεν είναι σαφές αν οι Πράσινοι θα γίνουν ο αρμός σύνδεσης αριστεράς-δεξιάς.. Αυτό εξαρτάται από το εάν το FDP καταφέρει να ανακτήσει την πολιτική του δύναμη. Για το κόμμα αυτό, η προσκόλληση στους βασικούς πυλώνες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τον ρόλο του και να γίνει μια ασήμαντη πολιτική δύναμη.
Το «αξιοπρεπές» εκλογικό ποσοστότης «Εναλλακτικής για την Γερμανία»(AfD) έχει ιδιαίτερη σημασία. Ένα λαϊκιστικό κόμμα κατάφερε για πρώτη φορά να τοποθετηθεί στα δεξιά του CDU/CSU. Ήδη από τον Ιούνιο του 2013, μια δημοσκόπηση της Allensbach[4]είχε δείξει ότι η αντιμετώπιση της ευρωπαϊκής κρίσηςθα είχε αποφασιστική σημασία για το εκλογικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά τα βασικάζητήματα πουκαλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, το ζήτημα της στήριξης άλλων χωρών της ΕΕ από την Γερμανία κατέλαβε την Τρίτη θέση μεταξύ των ερωτηθέντων, φτάνοντας το 74%, ενώ περισσότεροι από 60% ανέφεραν ως σημαντικό το θέμα της υπέρβασης της ευρωπαϊκής κρίσης. Με την υποτιθέμενη αριστερή στροφή της Μέρκελ και τα ταμπού που υπάρχουν στα ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για μια κριτική από τα δεξιά εκ μέρους των οικονομικών και τραπεζικών συμφερόντων που την στηρίζουν. Το AfD καλούσε για μία «συντεταγμένη διάλυση της ευρωζώνης». Ένα βασικό σύνθημα της προεκλογικής του εκστρατείας ήταν ότι «[η] Γερμανία δεν χρειάζεται το ευρώ».
Με ποσοστό 8,6%, το Die LINKE σημείωσε σημαντική επιτυχία και έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Σύμφωνα με τις απόψεις των ψηφοφόρων είναι σαφώς το κατεξοχήν κόμμα που υποστηρίζει την κοινωνική δικαιοσύνη στο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο της Γερμανίας, καθώς και το κόμμα που μπορεί να παραμερίσει τις εσωτερικές του συγκρούσεις προς όφελος κοινών αγώνων. Σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια της δυτικής Γερμανίας, με εξαίρεση την Βαυαρία και τη Βάδη-Βυρτεμβέργη, το DieLINKEξεπέρασε το όριο του 5%, λαμβάνοντας το 21,6% των ψήφων στην Ανατολική Γερμανία. Το 53,3% των ψηφοφόρων του προέρχεται από ομόσπονδα κρατίδια της Δυτικής Γερμανίας, και το 46,7% από τα αντίστοιχα της ανατολικής. Το DieLINKE εξασφάλισε για μια ακόμη φορά την εμπιστοσύνη ενός σημαντικού μέρους των ψηφοφόρων που απορρίπτονται σταδιακά από το πολιτικό σύστημα: τους εργάτες και, κυρίως, τους ανέργους. Το ποσοστό του κόμματος στους ανέργους ανήλθαν σε 23%.
Συγκρίνοντας τα εκλογικά ποσοστά του DieLINKEτο 2013, με αυτά του 2009, βλέπουμε ότι το κόμμα έχασε 1,4 εκ. ψηφοφόρους. Από αυτούς το 13,2% κατευθύνθηκε στο SPD (17,4% στη Δυτική Γερμανία και 7,8% στην Ανατολική), το 6,6% πήγε στο AfD (8% στη Δύση και 4,8% στην Ανατολή), ενώ το 10,8% απείχε από την εκλογική διαδικασία. Ωστόσο, εξετάζοντας αυτά τα στοιχεία, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στις δημοσκοπήσεις του Ιουνίου του 2012 το DieLINKEφαινόταν να έχει ένα ποσοστό περίπου 5%. Αυτό οφειλόταν στη συγκρουσιακήανάπτυξη στο συγκεκριμένο κόμμα μετά το 2009, που χαρακτηρίστηκε από εσωτερικές διαμάχες. Μόνο μετά την υιοθέτηση του νέου προγράμματος του κόμματος, από το 2011 και μετά, μπήκαν οι βάσεις για μια πλουραλιστική αριστερά. Τον Ιούνιο του 2012, η κρίση ηγεσίας ξεπεράστηκε με την εκλογή στην ηγεσία του κόμματος της Κάτια Κίπινγκ και του Μπερντ Ρίξινγκερ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, το DieLINKE κατάφερε να κάνει την προεκλογική του εκστρατεία ως το κόμμα της κοινωνικής δικαιοσύνης με βασικό σύνθημα «100% κοινωνία», το οποίο συνοδευόταν από συγκεκριμένα αιτήματα, μεταξύ των οποίων κατώτατος μισθός 10 ευρώ/ώρα, ακύρωση των νόμων Χαρτζ IV ως νεοφιλελεύθερου εργαλείου για την ρύθμιση της αγοράς εργασίας και, μέχρι να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, 500 ευρώ αύξηση στις βασικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, κατάργηση της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στα 67 χρόνια, κατάργηση των εταιρειών προσωρινήςαπασχόλησηςκαι των ιδιωτικοποιήσεωντων δημόσιων υπηρεσιών. Το DieLINKEήταν το μόνο κόμμα που ζήτησε την άμεση απόρριψη των πολιτικών της τρόικας και των προγραμμάτων κοινωνικής οπισθοδρόμησης και περικοπών που εφαρμόζονται στην ΕΕ, ενώ ήταν, επίσης, αντίθετο στην αποστολή στρατευμάτων στο εξωτερικό. Ωστόσο, τα αιτήματα αυτά κατάφεραν να αγγίξουν μόνο ένα μέρος της κοινωνίας.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι,για να γίνει το DieLINKEένα κόμμα κριτικό στον καπιταλισμό, ένα κόμμα που θαέχει στόχο τη θεμελιώδη πολιτική αλλαγή,πρέπει να ενισχύσει το αριστερό του προφίλ στον καθημερινό του λόγομε τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσει να αυξήσει τη δύναμή του και να συμμετάσχει ενεργά στις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες ως ένας πολιτικός φορέας χωρίς προηγούμενη εμπειρία σ’ αυτές τις διαδικασίες. Δεν πρέπει να υπάρξει άλλη φορά που τοDieLINKEθα σπαταλήσει τις δυνάμεις του σε εσωτερικές συγκρούσεις και παιχνίδια εξουσίας. Με οδηγό το πρόγραμμά του, μπορεί να αναπτυχθείοργανωτικά και να εξειδικεύσει τις θέσεις του σε τοπικό επίπεδο. Πρέπει-όπως και η υπόλοιπη Αριστερά στην Ευρώπη-να γίνει ένα πιο ευρωπαϊκό κόμμα.
Μετάφραση: Έλενα Παπαδοπούλου
[1]Βλ. Richard Detje/Wolfang Menz, Sarah Nies/Dieter Sauer/Joachim Bischoff, 2013,Krisenerfahrungen und Politik [Οι εμπειρίες της κρίσης και η πολιτική]. VSA Verlag, Αμβούργο.
[2]Bundestagswahl 2013: Das bedrohte Paradies. Deutschland zwischenPl.tscher-Party und brodelnderUnruhe [Βουλευτικέςεκλογές 2013:Οαπειλούμενοςπαράδεισος. Η Γερμανία ανάμεσα σε ένα κόμμα που πλατσουρίζει στα νερά και μια κοχλάζουσα αναταραχή]http://www.rheingoldmarktforschung.de/veroeffentlichungen/artikel/Wahl_2013_Das_bedrohte_Paradies.html
[3]Πηγή: Statistahttp://de.statista.com
[4]Το Ινστιτούτοδημοσκοπήσεων Allensbach (IfD) είναι ένα από τα πιο αξιόπιστα ινστιτούτα της Γερμανίας για θέματα δημοσκοπήσεων και έρευνας αγοράς.