• Εναλλακτικές λύσεις για την Ευρώπη

  • 16 May 13
  • Η Ευρώπη περνάει μια πολύ σοβαρή κρίση. Αν η κρίση αυτή δεν ξεπεραστεί, και το πολιτικό σχέδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία θα δεχτούν βαρύτατο πλήγμα, χωρίς να υπολογίζουμε την έκταση της κοινωνικής καταστροφής που έχει ήδη προκαλέσει η κρίση στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

    Εδώ και χρόνια, οι κοντόφθαλμες ευρωπαϊκές πολιτικές προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο. Από το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης το 2007/2008, όλα τα κράτη-μέλη της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση) βρίσκονται σε κρίση, με διαφορετικούς τρόπους βέβαια. Ακόμα και το 2013, η παγκόσμια οικονομία κινείται πολύ διστακτικά προς την ανάπτυξη και η Ευρώπη βρίσκεται ακόμα πολύ μακριά από το σημείο όπου βρισκόταν πριν την κρίση – όσον αφορά την Ευρωζώνη, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά. Επιπλέον, η προσπάθεια επίλυσης της κρίσης με πολιτικές λιτότητας, ενσωματωμένες στο σύστημα μέσω των θεσμών του, δεν καταφέρνει τίποτα άλλο παρά να την επιδεινώνει. Οι λανθασμένες αποφάσεις αυξάνονται με προγράμματα μαζικών περικοπών, οι οποίες βαθαίνουν την κοινωνική ανισότητα, κάτι που με τη σειρά του εξασθενίζει την αναπαραγωγική διαδικασία στην οικονομία και την κοινωνία.

    Ωστόσο, όλα αυτά δεν αφορούν μόνο τις επιπτώσεις της «δημοσιονομικής δικτατορίας» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά συγχρόνως και τις συνέπειες της «ριζικής αναδόμησης» της δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ, όπου επιχειρείται η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού μέσω του περιορισμού των δαπανών και της αύξησης των εσόδων. Η αμυδρή ελπίδα για την είσοδο σε μια νέα περίοδο ανάπτυξης, στην οποία θα οδηγήσει η σύμπτωση των «πολιτικών λιτότητας» σε Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ, σίγουρα δεν ενισχύεται από τις νέες προσεγγίσεις στις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης που εμφανίζονται στην Ιαπωνία. Μετά την κατάρρευση της φούσκας ακινήτων και της χρηματιστηριακής φούσκας το 1989/90, η κατάσταση στην Ιαπωνία χαρακτηρίζεται από αποπληθωρισμό ή από την ελάττωση του πληθωρισμού. Με την εφαρμογή γενικευμένων σχεδίων ανάκαμψης, οι κυβερνήσεις προσπαθούν συστηματικά να βγουν από αυτή την καθηλωμένη δυναμική συσσώρευσης, χωρίς επιτυχία ως τώρα.

    Ωστόσο, το σημείο στο οποίο εστιάζουν οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στην Ιαπωνία δεν είναι η σταθεροποίηση της δημόσιας οικονομίας· αντιθέτως, η κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή την προσπάθεια να προσθέσει στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων και τη στρατηγική του φτηνού χρήματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την αύξηση των δημόσιων δαπανών. Τα πιο εκτεταμένα τονωτικά μέτρα από το ξέσπασμα της κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είναι η δημιουργία επενδύσεων στις δημόσιες υποδομές, η ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων και η παροχή κινήτρων για ιδιωτικές καπιταλιστικές επενδύσεις.

    Το τέλος της Μεγάλης Κρίσης του 21ου αιώνα δεν διαφαίνεται ακόμα. Παραμένει τελείως ασαφές πώς θα επιτευχθεί η διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους ή της «απομόχλευσης» σε αυτές τις συνθήκες, χωρίς τη συνέπεια του αποπληθωρισμού, πώς θα μπορέσει να αντιστραφεί η σχετική αποσύνδεση της χρηματοπιστωτικής και της πραγματικής οικονομίας και να σπάσει το «κολασμένο τρίγωνο» της κρίσης δημόσιου χρέους, της τραπεζικής κρίσης και της ύφεσης. 



    Δομικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη

    Είναι παράλογο να προσπαθείς να επιβάλεις δομικές τροποποιήσεις στις εθνικές οικονομίες της Ευρωζώνης εφαρμόζοντας πολιτικές μείωσης των μισθών και λιτότητας, οι οποίες οδηγούν μόνο στην ύφεση. Η Ευρώπη χρειάζεται οικονομική ανάπτυξη και συγχρόνως μια δομική αλλαγή στα καθεστώτα συσσώρευσης. Ο ηγετικός ρόλος της Γερμανίας, που συνίσταται μέχρι τώρα στη μαζική εφαρμογή μέτρων λιτότητας, πρέπει να ξεπεραστεί από την ηγεμονική δύναμη, που θα εγκαταλείψει μια οικονομική πολιτική προσανατολισμένη στα τρέχοντα πλεονάσματα και θα στραφεί στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός πιο ισότιμου εμπορικού ισοζυγίου. Φυσικά, είναι απολύτως αναμενόμενο ότι μια τέτοια αλλαγή πολιτικού παραδείγματος θα απορριφθεί από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Το κεντρικό πρόβλημα μέχρι τώρα είναι η εκτεταμένη καταστροφή του πολιτικού στίβου.

    Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι φωνές για μια «πολιτική της ανάπτυξης» γίνονται όλο και συχνότερες. Ακόμα και επικεφαλής κυβερνήσεων μας λένε ότι οι δημοσιονομικές κρίσεις και οι κρίσεις χρέους μπορούν να ξεπεραστούν μέσω της ανάπτυξης. Ωστόσο, σε τίποτα άλλο δεν διαφωνούν τόσο οι πολιτικοί με τους «ειδικούς» όσο στο ερώτημα από πού θα έρθει η ανάπτυξη. Από τη δεκαετία του 1970, τα ποσοστά ανάπτυξης στις πλούσιες βιομηχανοποιημένες χώρες βρίσκονται σχεδόν σταθερά σε μείωση· η τάση αυτή θα πρέπει να αντιστραφεί. Στη δεκαετία του 1990 φάνηκε για λίγο ότι αυτό μπορούσε να γίνει· αλλά αυτό που αναπτύχθηκε ήταν κυρίως ο χρηματοπιστωτικός τομέας και το χρέος των νοικοκυριών. Ωστόσο, η ανάπτυξη μόνη της δεν αρκεί για να καλυφθούν πολύ υψηλά χρέη. Το συνολικό χρέος στην αγορά κεφαλαίου ισοδυναμεί με το 350% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ αυτό το ΑΕΠ των 62 δις δολαρίων συνοδεύεται από πίστωση και χρέος 200 δις δολαρίων. Η μείωση του χρέους αποκλειστικά μέσω υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης θα ήταν μια υπερβολικά παρατεταμένη διαδικασία· πρέπει να υιοθετηθούν άλλες μορφές χρηματοπιστωτικών περιορισμών (όπως η μετατροπή του χρέους). Αυτό που χρειάζεται στη συνέχεια είναι ένα υπολογισμένο μείγμα ελάφρυνσης χρέους και ποιοτικής ανάπτυξης, μέσω του οποίου θα μειωθεί συγχρόνως και η υπερβολική σημασία του χρηματοπιστωτικού τομέα.

    Αν από την αρχή της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη στο επίκεντρο της συζήτησης για την οικονομία βρισκόταν η σταθεροποίηση των εθνικών προϋπολογισμών, σήμερα οι εκκλήσεις για πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ακούγονται όλο και πιο δυνατά. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπέι υποστηρίζει ότι το βάρος πρέπει να μετατοπιστεί σταδιακά στην τόνωση της ανάπτυξης και την απασχόληση, ενώ η σταθεροποίηση του προϋπολογισμού είναι ο «θεμέλιος λίθος» για μια αποτελεσματική στρατηγική ανάπτυξης. Ο Βαν Ρομπέι θέλει το ζήτημα αυτό να είναι το θέμα της συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα τέλη Μαΐου.

    Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι εμφανίζεται επίσης υπέρ ενός «συμφώνου ανάπτυξης», που θα συμπληρώσει το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, το οποίο επιβάλλει δημοσιονομική πειθαρχία στα κράτη της ευρωζώνης και τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πολιτικές της δομικής μεταρρύθμισης και της σταθεροποίησης των προϋπολογισμών πρέπει να πλαισιωθούν από επενδύσεις που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη, όπως, για παράδειγμα, διασυνοριακά προγράμματα υποδομών.

    Σε αυτή την αλλαγή πορείας έχουν καταρχάς συμβάλλει τα θλιβερά αποτελέσματα των πολιτικών λιτότητας. Ακόμα και οι υποτιθέμενοι μαθητές-πρότυπα της ελάφρυνσης χρέους –η Ιρλανδία και η Πορτογαλία– χρειάστηκαν παράταση για να προχωρήσουν στην αναδόμηση. Επιπλέον, υπάρχει και ο φαύλος κύκλος της σταθεροποίησης σε χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα και η Ιταλία: Οι περικοπές στις δαπάνες και οι αυξήσεις στη φορολογία βαθαίνουν βραχυπρόθεσμα την ύφεση και συνεπώς εμποδίζουν τη σταθεροποίηση του προϋπολογισμού.

    Ωστόσο, εκτός από τα χαμηλά επιτόκια και τη χαλαρή νομισματική πολιτική, τι άλλο υπάρχει στο οπλοστάσιο της οικονομικής πολιτικής; Οι πολιτικοί που βρίσκονται στην κυβέρνηση προτιμούν την τόνωση της ανάπτυξης από την πλευρά της προσφοράς, δηλαδή τις δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, οι μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις ή η απομάκρυνση των εμποδίων στον ανταγωνισμό. Αυτές οι δομικές αλλαγές –έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι οπαδοί τους– θα οδηγήσουν στη σταθεροποίηση των προϋπολογισμών και στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας· τελικά, θα ακολουθήσει η οικονομική ανάκαμψη μετά την αύξηση των εξαγωγών. Η προσέγγιση αυτού του τύπου έχει πάντα την πλήρη υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Υπουργικού Συμβουλίου. Ωστόσο, η εφαρμογή της ακολουθεί βραδύτατους ρυθμούς και τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, επειδή η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας θέλει περισσότερο χρόνο και πρέπει να είναι ενσωματωμένη σε ένα παγκόσμιο οικονομικό άνοιγμα των διάφορων αγορών, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει σταματήσει εντελώς.

    Διαφορετική είναι η προσέγγιση που προτείνουν οι κεϊνσιανοί οικονομολόγοι, οι οποίοι θεωρούν αντιπαραγωγική την πολιτική της λιτότητας και συνεπώς υποστηρίζουν την κατάργησή της και την αντικατάστασή της από μια κρατικά ρυθμιζόμενη ζήτηση. Στην ευρωζώνη έχει σταδιακά γίνει αποδεκτή μια επέκταση των στόχων σχετικά με το έλλειμμα: η Ιταλία, η Γαλλία αλλά και η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ολλανδία δεν θα επιτύχουν τη συμφωνημένη μείωση του κρατικού ελλείμματος για το 2013. Όμως η χαλάρωση των στόχων εξοικονόμησης δεν οδηγεί σε επιπλέον δημόσιες επενδύσεις. Ένα εκτεταμένο πρόγραμμα υποδομών σε ευρωπαϊκό επίπεδο –το οποίο μπορεί να συγκριθεί με τον όγκο των επενδύσεων στην Ιαπωνία– θα αύξανε σημαντικά τη ζήτηση τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα και θα ενθάρρυνε νέες επενδύσεις, αλλά θα συνοδευόταν επίσης από την αύξηση των ελλειμμάτων, τα οποία στις περισσότερες χώρες είναι πολύ υψηλά, και έτσι στην αύξηση της αναλογίας χρέους-ΑΕΠ. Το 2011 το χρέος στην Ευρωζώνη είχε ήδη φτάσει στο 87,2%, ιστορικό υψηλό από τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης. Αυτός είναι ο λόγος που, παρά την τάση τους να επεκτείνουν τις δημόσιες επενδύσεις, οι κυβερνώντες απορρίπτουν ως τώρα την «κλασική κεϊνσιανή προσέγγιση από την πλευρά της ζήτησης» ως «πλασματική έννοια».

    Αυτή τη στιγμή οι προοπτικές αναστολής της σταθεροποίησης των δημόσιων οικονομικών, όπως τίθεται από το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας, είναι ελάχιστες. Την ίδια στιγμή αυτή η λανθασμένη οικονομική πολιτική έχει εντείνει την καθοδική τάση ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου: «Αυτή η πειθαρχία όλο και περισσότερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην πορεία της λιτότητας έχει εμποδίσει σημαντικά την οικονομική ανάκαμψη στην ευρωζώνη και –αντίθετα από τις σημερινές προσδοκίες της Τρόικας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου– έχει οδηγήσει στην επιπλέον επιβάρυνση των κρατικών προϋπολογισμών και στην αύξηση της αναλογίας χρέους-ΑΕΠ. Η αντίδραση των εμπλεκόμενων χωρών ήταν απλώς να εντείνουν τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζουν».1

    Μια ματιά στις εξελίξειςτων τελευταίων μηνών δείχνει καθαρά ότι η πορεία της λιτότητας δεν συμβάλλει με κανέναν τρόπο στην επίλυση των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων. Αντιθέτως, οι περικοπές στη δημόσια χρηματοδότηση αποδυναμώνουν την οικονομία και το μόνο που καταφέρνουν είναι να αυξάνουν την αναλογία χρέους-ΑΕΠ. «Το χρέος αυξήθηκε περισσότερο στις χώρες εκείνες της Ευρωζώνης που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την οικονομική κρίση και έχουν εφαρμόσει τα πιο αυστηρά προγράμματα λιτότητας. […] Μέτρα σταθεροποίησης σε επαρκή κλίμακα, για παράδειγμα μια στοχευμένη στρατηγική ανάπτυξης για τις αδύναμες χώρες του ευρώ, δεν σχεδιάζονται ακόμα. Επομένως, οι παρούσες εξελίξεις αποτελούν ένα ακόμα παράδειγμα της ήδη αποτυχημένης εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής».2

    Γίνεται πλέον όλο και πιο εμφανές εμπειρικά ότι η σταθεροποίηση από μόνη της είναι μια αντι-αναπτυξιακή στρατηγική. Στο μεταξύ, έχουν περάσει αρκετά χρόνια χωρίς να έχει επιτευχθεί μια κοινή αντίληψη για μια αναπτυξιακή στρατηγική. Αντιθέτως, το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας προδιαγράφει καθοδική πορεία. «Από τον Ιανουάριο του 2013, έχει τεθεί σε ισχύ το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας. Η εφαρμογή του σε μια συγκυρία κατά την οποία οι περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκονται σε ύφεση ή τουλάχιστον σε στασιμότητα, θα μπορούσε να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την ανάκαμψη και έτσι να αποθαρρύνει επίσης τη μεσοπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Ο κίνδυνος αυτός δεν προκύπτει από τον κατά βάση θεμιτό στόχο της συγκράτησης του δημόσιου χρέους, αλλά από τον δρόμο μέσω του οποίου επιδιώκεται ο στόχος αυτός. Ο δρόμος αυτός συνίσταται σε δύο κανόνες:

    • Κάθε συμβαλλόμενο κράτος επιτρέπεται να έχει δομικό (κυκλικά προσαρμοζόμενο) χρέος μέχρι 0,5% του ΑΕΠ (κανόνας ελλείμματος).

    • Κάθε χρόνο το δημόσιο χρέος πρέπει να μειώνεται κατά ένα δωδέκατο της διαφοράς ανάμεσα στην τρέχουσα αναλογία χρέους και στη συμφωνημένη αξία-στόχο του 60% (κανόνας χρέους).

    […] Ενώ ο κανόνας χρέους θα τεθεί σε ισχύ μόνο τρία χρόνια αφού το κράτος θα έχει κατεβάσει το ονομαστικό έλλειμμα κάτω από το 3%, ο νέος κανόνας ελλείμματος θα ισχύει μόνιμα».3



     Εναλλακτικές λύσεις

    Τα στοιχεία μιας εναλλακτικής λύσης είναι γνωστά: Αυτό που χρειάζεται είναι ένα μείγμα αναπτυξιακών κινήτρων και μέτρων αναδόμησης για τα δημόσια οικονομικά· επιπλέον, χρειαζόμαστε στρατηγικές που θα εξισορροπήσουν τις εσωτερικές διαφορές στην Ευρώπη και το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. Για να μιλήσουμε συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει αυξήσεις των μισθών στη Γερμανία και μια βιομηχανική πολιτική αύξησης των εξαγωγών και της παραγωγικότητας στις εθνικές οικονομίες των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η αποτυχία της στρατηγικής που έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα είναι φανερή: η εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή η υποχρεωτική μείωση των μισθών και των τιμών, έχει αυξήσει το χρέος των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων. «Όταν επιβάλλεται λιτότητα, οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, επειδή κανείς δεν αγοράζει τα προϊόντα που παράγουν. Αλλά όταν χάνονται θέσεις εργασίας, το χρέος δεν μειώνεται, αυξάνεται. Μπορούμε να αποφύγουμε αυτή την παγίδα, μόνο όμως αν βγάλουμε από το τραπέζι την πολιτική λιτότητας –δηλαδή την αύξηση της φορολογίας και τη μείωση των δαπανών– και αρχίσουμε να μιλάμε για φιλικά προς το χρέος δημοσιονομικά κίνητρα: δηλαδή περαιτέρω αυξήσεις της φορολογίας παράλληλα με αύξηση των δημόσιων δαπανών. Με τον τρόπο αυτό, το ποσοστό του χρέους θα μειωθεί, επειδή θα αυξηθεί ο παρονομαστής (οικονομική επίδοση) και όχι επειδή θα μειωθεί ο αριθμητής (το συνολικό δημόσιο χρέος). Αυτό το φωτισμένο είδος οικονομικών κινήτρων βρίσκεται αντιμέτωπο με μεγάλες προκαταλήψεις».4

    Το κεντρικό πρόβλημα της συνεχιζόμενης ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η ανεπάρκεια της κοινωνικής ζήτησης. Οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν αρκετά σε καινούργια εργοστάσια ή εξοπλισμό και έτσι δημιουργούν ένα υπερβολικά χαμηλό μισθολογικό εισόδημα ή απλούστατα πολύ λίγες θέσεις εργασίας. Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η εναλλακτική λύση στην πολιτική της σταθεροποίησης είναι η πολιτική απόφαση να ενισχυθεί η κατανάλωση στην κοινωνία και κατά συνέπεια η οικονομία. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη συνέχιση των πολιτικών για τη διαχείριση του χρέους. Αφορά παρεμβάσεις στην κατανομή του εισοδήματος και, τελικά, τις επιλεκτικές αυξήσεις της φορολόγησης σε εποχές οικονομικών δυσκολιών. Η Ευρώπη χρειάζεται δομικές μεταρρυθμίσεις, όχι όμως εκείνες που απαιτούν οι υποστηρικτές της πολιτικής της σταθεροποίησης. Η εναλλακτική λύση είναι η χρηματοδότηση αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται ανεπαρκώς από τον καπιταλιστικό ιδιωτικό τομέα –πράγματα όπως καλύτερη κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση, υγεία και δημόσιες υποδομές–, μέσω της αύξησης της φορολόγησης των υψηλότερων εισοδημάτων και του μεγάλου κεφαλαίου.

    Αυτό δηλαδή σημαίνει μια πολιτική δαπανών χρηματοδοτούμενων από τη φορολογία: Για παράδειγμα, η Συνομοσπονδία Σωματείων Γερμανίας έχει προτείνει ένα Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη, σύμφωνα με το οποίο θα γίνουν επιπλέον επενδύσεις, που θα ανέρχονται στα 260 δις ευρώ (περίπου 2% του ΑΕΠ) ετησίως, για μια περίοδο δέκα ετών (DGB 2012). Ένα Ταμείο για το Μέλλον της Ευρώπης θα εκδίδει ομόλογα με εγγυητές όλα τα συμμετέχοντα κράτη-μέλη. Τα έσοδα από φόρο που θα επιβληθεί στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές θα χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή του χρέους. Το αρχικό κεφάλαιο θα εξασφαλιστεί από φόρο κεφαλαίου που θα επιβληθεί άπαξ.

    Πρέπει να ξεκινήσουμε επιβάλλοντας ξανά τη σχετική ανεξαρτησία των χρηματοπιστωτικών αγορών από τη δημιουργία αξίας στην πραγματική οικονομία, για να ξεκινήσει μια δομική αλλαγή της συνολικής διαδικασίας κοινωνικής αναπαραγωγής μέσα από την αλλαγή της κατανομής του εισοδήματος. Στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες, σε αρκετούς τομείς το κεφάλαιο και τα εταιρικά εισοδήματα ως τμήμα του ΑΕΠ έχουν φτάσει στα υψηλότερα ποσοστά τους εδώ και δεκαετίες. Για πολύ καιρό, τα εισοδήματα των οικονομικών ελίτ και των ανώτερων τάξεων ήταν διαχωρισμένα από τις εξελίξεις στη συνολική παραγωγή και την ανάπτυξη της απασχόλησης. Ενώ η ζήτηση για προϊόντα πολυτελείας ανθεί, η ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες για χαμηλόμισθες ομάδες μειώνεται. Με εξαίρεση τις χώρες που έχουν πληγεί άμεσα από την κρίση, όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής και σχεδόν μηδενικών επιτοκίων. Η δομική συγκέντρωση των εισοδημάτων στην κορυφή συνοδεύεται από το φτηνό χρήμα και το κυνήγι ακόμα μεγαλύτερου κέρδους, κάτι που διογκώνει τις τιμές των μετοχών.

    Παρά την ευρύτατη ανησυχία και τον φόβο για την ακρίβεια, για τη φτώχεια, την ανεργία, την ανισότητα και την ακραία συγκέντρωση εισοδημάτων και πλούτου, η πολιτική και κοινωνική υποστήριξη ενός εναλλακτικού μοντέλου αναδόμησης και ανάπτυξης παραμένει χαμηλή. Ωστόσο, χωρίς ριζικές κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις, η ανάπτυξη του ΑΕΠ στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες θα έχει, στην καλύτερη περίπτωση, μια πολύ αργή ανάκαμψη, όσο τα πολιτικά συστήματα θα παραμένουν στάσιμα. Η πολιτική λύση είναι ο περιορισμός του πλούτου και της εξουσίας, η διανομή των οικονομικών κερδών, ώστε να δοθούν ισχυρά κίνητρα για την ανάπτυξη των πραγματικών εισοδημάτων των φτωχών, και η μακροοικονομική σταθερότητα. Τα εμπόδια για την εφαρμογή αυτής της αναδόμησης του πλούτου οδηγούν σε ένα νέο διαχωρισμό των χρηματοπιστωτικών και μετοχικών αγορών από την κοινωνική διαδικασία δημιουργίας αξίας. Το χάσμα ανάμεσα στην ακμάζουσα χρηματοπιστωτική αγορά και την καθημερινή εμπειρία της πλειονότητας των πολιτών μπορεί να διευρυνθεί ακόμα περισσότερο. Αν η εκτίναξη της αξίας των μετοχών πολύ πάνω από την πραγματικότητα δεν εμποδιστεί από την κοινωνία, ένα ακόμα αιφνίδιο σοκ από την πτώση της αξίας θα φέρει στο φως την πραγματική βάση της παραγωγής.

    Ο παράλογος τρόπος σκέψης των κυρίαρχων ευρωπαϊκών πολιτικών έγινε ξανά φανερός με τις συστάσεις για το πλαίσιο του προϋπολογισμού για τα επόμενα χρόνια. Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το εργαλείο για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη στην Ευρώπη. Αν και έχει υπάρξει κάποια χρηματοδότηση για την ανάσχεση της ανεργίας των νέων, οι πόροι που διατίθενται παραμένουν περιορισμένοι και ενταγμένοι σε μια λογική περικοπών. Για παράδειγμα, για την τόνωση της ανάπτυξης μέσα από τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την προώθηση της ανταγωνιστικότητας και την έρευνα και ανάπτυξη, ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επόμενη χρονιά διαθέτει μόλις 59 δις ευρώ – λιγότερα απ’ ό,τι ο φετινός προϋπολογισμός. Σύμφωνα με την Επιτροπή Προϋπολογισμού, ο όγκος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2013 είναι κατά 2% χαμηλότερος από τα έξοδα αυτής της χρονιάς. Αυτό αναλογεί στο 0,99% του ΑΕΠ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή τη χρονιά, η αναλογία του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τα ΑΕΠ των κρατών-μελών ισοδυναμεί μόλις με 1,05%. Σε αντίθεση με την πανευρωπαϊκή ρητορική τους, έχουν και εδώ επικρατήσει οι οπαδοί των περικοπών και της λιτότητας.

    Η κυρίαρχη πολιτική για την ανάσχεση του χρέους, τη δημοσιονομική σταθερότητα και τη λιτότητα αγνοεί την οικονομική ανάπτυξη και οδηγεί την Ευρώπη σε αδιέξοδο. Υπάρχουν εφικτές εναλλακτικές λύσεις στην αποτυχημένη αυτή προσέγγιση. Όμως προϋπόθεση για την πολιτική αλλαγή είναι η άμεση αναστολή των πολιτικών λιτότητας και η εκτεταμένη υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων στην οικονομική και την κοινωνική πολιτική με ευρεία συμμετοχή των πολιτών. Η πολυσυζητημένη επιστροφή στις εθνικές οικονομικές και νομισματικές πολιτικές θα επέτρεπε όντως στις χώρες της περιφέρειας να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, αλλά στη συνέχεια θα ήταν ακόμα δυσκολότερο να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους που θα παρέμεναν σε ευρώ. Ο εξωτερικός αποπληθωρισμός δεν είναι πανάκεια για τη γρήγορη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Τελικά, η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα οδηγούσε και τα κράτη-μέλη σε ένα ντόμινο ανυπολόγιστης έκτασης. Επίσης, από αυτή την άποψη θα είχε περισσότερο νόημα να επιδιωχθεί μια στρατηγική με στόχο την αντιμετώπιση της ενδοευρωπαϊκής ανισορροπίας και του τεράστιου πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση, η εναλλακτική λύση στην κούρσα για ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα είναι η συμφωνία για οικονομικό διαχωρισμό της εργασίας και μια βιομηχανική πολιτική που θα προάγει τις εξαγωγές και την παραγωγικότητα στις εθνικές οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

     

    Σημειώσεις

    1. IMK Report 80, Μάρτιος 2013; http://www.boeckler.de/pdf/p_imk_report_80_2013.pdf

    2. Στο ίδιο.

    3. Στο ίδιο.

    4. Robert J. Shiller, Debt-Friendly Stimulus, 20 Μαρτίου 2013; http://www.project-syndicate.org/commentary/balanced-budgets-without-austerity-by-robert-j--shiller/.