Λέγεται πως ο γερμανός συγγραφέας Χάινριχ Χάινε (1797-1856) είπε κάποτε πως αν επρόκειτο να ξεσπάσει επανάσταση στη Γερμανία, θα μετανάστευε στην Ολλανδία, καθώς οι εξελίξεις φτάνουν εκεί με καθυστέρηση πενήντα χρόνων. Αν η επισήμανση αυτή ίσχυε ως ένα βαθμό τον 19ο αιώνα, σήμερα είναι αναχρονιστική. Η Ολλανδία είναι πλέον όχι μόνο πλήρως συνδεδεμένη με το παγκόσμιο πολιτικό δίκτυο, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις συνιστά τον προπομπό σημαντικών πολιτικών εξελίξεων, είτε μας αρέσουν είτε όχι. Στην περίπτωση του κύματος της άκρας Δεξιάς το οποίο έχει σαρώσει ολόκληρη την Ευρώπη από το 2000 και μετά, η παραπάνω διαπίστωση ισχύει απολύτως. Η ανάπτυξη της ακροδεξιάς στην Ολλανδία ήταν άνευ προηγουμένου. Παρακολουθήσαμε την ταχύτατη άνοδο και πτώση του Πιμ Φορτούιν και του κινήματός του στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Κατόπιν είχαμε την ανάδυση του Γκερτ Βίλντερς, το κόμμα του οποίου (Κόμμα της Ελευθερίας) κατάφερε να αποσπάσει το ένα έκτο των ψήφων στις εκλογές του 2010, ποσοστό που του έδωσε κομβικό ρόλο στο πολιτικό σκηνικό. Παρόλο που το Κόμμα της Ελευθερίας δεν είναι μέρος της κυβερνητικής συμμαχίας, στην πράξη στηρίζει ενεργά το κυβερνητικό σχήμα των Χριστιανοδημοκρατών και των κεντροδεξιών Φιλελεύθερων. Ως αντάλλαγμα, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να λάβει πολύ αυστηρά μέτρα σε ό,τι αφορά τους μετανάστες και την ενσωμάτωσή τους στην ολλανδική κοινωνία. Πώς εξηγείται όμως η τόσο μεγάλη απήχηση του Κόμματος της Ελευθερίας; Ποια η σχέση του φαινομένου με αντίστοιχα φαινόμενα στην Ευρώπη; Και τέλος, με ποιον τρόπο μπορεί η Αριστερά να αντιμετωπίσει τον Βίλντερς και τους συμμάχους του; Παρακάτω θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα.
Πέρα από τους εκλογικούς δείκτες: οι αιτίες της ανόδου της λαϊκιστικής Δεξιάς
Ο ολλανδός πολιτικός επιστήμονας Άρεντ Λέιπχαρτ χαρακτήρισε την ολλανδική κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα «σύστημα πυλώνων» (κάθετη διαστρωμάτωση). Στα πρώτα είκοσι χρόνια μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Ολλανδία χωρίστηκε σε διάφορες κοινωνικές ομάδες με κριτήριο ταξικές και θρησκευτικές διαφορές. Οι ομάδες αυτές είχαν τις δικές τους εφημερίδες, τους δικούς τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, επιχειρήσεις και συνδικάτα, καθώς και τις δικές τους γυναικείες οργανώσεις και νεολαίες, πολιτιστικούς συλλόγους και αθλητικούς ομίλους. Η διαντίδραση μεταξύ των κοινωνικών πυλώνων ήταν ελάχιστη. Μόνο στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών υπήρξε συνεργασία, με σκοπό την ανασύσταση μιας διαλυμένης από τον πόλεμο κοινωνίας. Η διαδικασία αυτή οδήγησε σ’ ένα πολιτικό σύστημα σταθερό, χωρίς μεγάλες μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών, Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων. Την ίδια στιγμή, το πλαίσιο αυτό δεν άφηνε περιθώριο για την ανάδυση μιας νέας πολιτικής δύναμης, είτε από τα αριστερά είτε από τα δεξιά.
Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’70 και μετά, το πολιτικό σκηνικό άλλαξε τελείως. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στις διαδικασίες της εκκοσμίκευσης και της χειραφέτησης, οι οποίες ανέτρεψαν την ως τότε επικρατούσα κοινωνική δομή. Η ανάδυση του φοιτητικού κινήματος, το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος, το κίνημα ειρήνης και το οικολογικό κίνημα ήταν οι δυνάμεις εκείνες που άλλαξαν το κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Οι εκλογές του 1994 ήταν οι πρώτες που ανέδειξαν κυβέρνηση χωρίς τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι ως τότε είχαν την πρωτοκαθεδρία. Οι μετακινήσεις ψηφοφόρων αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο από το 2000 και μετά. Ο Πιμ Φορτούιν ήταν ο πρώτος που διέρρηξε την ισχύουσα πολιτική τάξη, πολιτικοποιώντας μια σειρά πολιτισμικά ζητήματα όπως ο ρόλος του Ισλάμ στην ολλανδική κοινωνία. Η δολοφονία του –πρωτοφανής στα ολλανδικά χρονικά– δεν εμπόδισε το κόμμα του να πάρει το ένα έκτο των ψήφων το 2002, έστω και χωρίς να έχει κάποιον επικεφαλής. Ωστόσο, το κίνημα κατέρρευσε μετά το θάνατό του, καθώς οι δημόσιες διαμάχες μεταξύ των επίδοξων κληρονόμων του απέβησαν καταστροφικές. Το πολιτικό εκκρεμές μετακινήθηκε προς το μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο ανέδειξε είκοσι πέντε βουλευτές στις εκλογές του 2006, τριπλασιάζοντας σχεδόν την εκλογική του δύναμη σε σχέση με την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση. Ούτε οι Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι επανέκαμψαν από το 2000 και μετά, ούτε οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν πρόθεση να συμμετάσχουν σε συμμαχικό σχήμα με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οπότε επέλεξαν μια μικρότερης εμβέλειας συμμαχία ώστε να σχηματίσουν κυβέρνηση. Οι εκλογές του 2010 ανέδειξαν τον Γκερτ Βίλντερς και το κόμμα του σε ανερχόμενη δύναμη. Το Κόμμα της Ελευθερίας επωφελήθηκε, μεταξύ άλλων, και από την κατάρρευση των Χριστιανοδημοκρατών.
Οι πολύ μεγάλες αυτές μετακινήσεις ψηφοφόρων έχουν οδηγήσει πολλούς αναλυτές στο συμπέρασμα πως το ολλανδικό εκλογικό σώμα είναι πλέον πολύ ευμετάβλητο και οι «λαϊκιστές» και των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος κατάφεραν να οικειοποιηθούν τη διαμαρτυρία. Οι αναλύσεις αυτές, αν και περιέχουν κάποια ψήγματα αλήθειας, αδυνατούν να κατανοήσουν σε βάθος τι πραγματικά συμβαίνει στην Ολλανδία και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χωρίς να έχουμε την πρόθεση να παραθέσουμε πλήρη απολογισμό, υπάρχουν ορισμένες οφθαλμοφανείς τάσεις που εξηγούν τις πολιτικές αναταραχές της τελευταίας δεκαετίας.
Κατά πρώτον, θεωρούμε ότι έχει προκύψει μια νέα τομή που διαιρεί την ολλανδική κοινωνία, ή μάλλον έχει ξανάρθει στην επιφάνεια η παλιά ταξική διαίρεση υπό το πρίσμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης. Οι δύο αυτές διαδικασίες εν γένει έχουν οξύνει τις διαφορές μεταξύ των «εχόντων» και των «μη εχόντων» στην ολλανδική κοινωνία. Tα πιο μορφωμένα στρώματα του ολλανδικού πληθυσμού, τα οποία σε γενικές γραμμές απολαμβάνουν υψηλότερα εισοδήματα και δεν πλήττονται τόσο από την ανεργία σε περιόδους που η οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα (όπως στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και στην τρέχουσα οικονομική κρίση), έχουν σχετικά θετική εικόνα για τη θέση τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι καθώς και για τις προκλήσεις της οικονομικής αναδιάρθρωσης υπό το φως των νέων οικονομικών συνθηκών. Συνεπώς, αντιμετωπίζουν την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αντιπροσωπεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως θετικές εξελίξεις, με την έννοια ότι οι διαδικασίες αυτές βελτιώνουν τη θέση τους και ανοίγουν νέες ευκαιρίες στην Ολλανδία και στο εξωτερικό. Από την άλλη μεριά, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εναντιώνεται σ’ αυτές τις εξελίξεις. Βλέπουν τις θέσεις εργασίας να μεταφέρονται στην ανατολική Ευρώπη ή στην Ασία, τη στιγμή που δυσκολεύονται πολύ να βρουν καινούριες. Με άλλα λόγια, βλέπουν την παγκοσμιοποίηση και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, άρα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως απειλές. Η διαίρεση αυτή, μεταξύ άλλων, εμφανίστηκε κατά το δημοψήφισμα του 2005 για το Ευρωσύνταγμα, το οποίο απορρίφθηκε από τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος. Ήταν εμφανές πως τα οικονομικά εύρωστα τμήματα του ολλανδικού πληθυσμού αντιμετώπισαν θετικότερα το Ευρωσύνταγμα σε σχέση με τις χαμηλότερες εισοδηματικά ομάδες.
Τα περισσότερα κόμματα, τόσο το Φιλελεύθερο όσο και το Χριστιανοδημοκρατικό ή το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αγνοούσαν για πολύ καιρό την εμφάνιση αυτής της νέας διαίρεσης, εξού και έπεσαν από τα σύννεφα με τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, καθώς όλα υποστήριζαν την υπερψήφιση του Ευρωσυντάγματος. Σε γενικές γραμμές, τα κόμματα αυτά επικροτούν τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και της παγκοσμιοποίησης, αγνοώντας την αβεβαιότητα που κυριαρχεί σε μεγάλο ποσοστό του ολλανδικού πληθυσμού ή την αυξανόμενη διαίρεση στο εσωτερικό της ολλανδικής κοινωνίας σε εκείνους που προσδοκούν οφέλη από τις νέες εξελίξεις και σε όσους θεωρούν πως θα βγουν χαμένοι. Η απόρριψη του Ευρωσυντάγματος οδήγησε στην εμφάνιση νέων πολιτικών μορφωμάτων που σχετίζονται άμεσα με το διάχυτο αίσθημα φόβου και αγωνίας για το μέλλον που υπάρχει στους κόλπους της ολλανδικής κοινωνίας. Ο συνδυασμός των τάσεων της εκκοσμίκευσης και της χειραφέτησης, μαζί με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές οι οποίες επικεντρώνονται στα ατομικά συμφέροντα και όχι στην κοινωνία συνολικά, συγκρότησαν το πλαίσιο εκείνο που επέτρεψε την είσοδο στο πολιτικό σκηνικό κομμάτων όπως του Γκερτ Βίλντερς.
Ο Γκερτ Βίλντερς, πρώην μέλος του Ολλανδικού Φιλελεύθερου Κόμματος (VVD), άρχισε να γίνεται γνωστός ως διαφωνών στα μέσα της δεκαετίας του 2000, υιοθετώντας θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν οικονομικά φιλελεύθερες. Ο Βίλντερς εισηγήθηκε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του βασικού μισθού και τη μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου που προστατεύει τους εργαζόμενους από τις μαζικές απολύσεις. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου το Κόμμα της Ελευθερίας άλλαξε ριζικά τις θέσεις του για την οικονομική και την κοινωνική πολιτική. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2010, ο Βίλντερς υποστήριξε τον βασικό μισθό και τάχθηκε κατά των αλλαγών στη νομοθεσία για τις απολύσεις. Επιπλέον, δήλωσε πως το κόμμα του θα συμμετείχε σε κυβερνητικό σχήμα με την προϋπόθεση πως δεν θα άλλαζε το ηλικιακό όριο των 65 ετών για συνταξιοδότηση, κάτι που πήρε πίσω λίγες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης. Με τις θέσεις αυτές, οι οποίες συνήθως ανήκουν στα αιτήματα της Αριστεράς, το Κόμμα της Ελευθερίας φάνηκε να τάσσεται υπέρ των εργαζόμενων οι οποίοι φοβούνται τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, το Κόμμα της Ελευθερίας διοργάνωσε καμπάνια εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολιτικού σχεδίου των ελίτ, το οποίο υπονομεύει την εθνική κυριαρχία και ωφελεί ένα ελάχιστο ποσοστό ανθρώπων. Τέλος, η στάση που κράτησε σε ζητήματα όπως η δημόσια υγεία και παιδεία ήταν σαφώς υπέρ των εργαζόμενων.
Οι θέσεις αυτές συνέβαλαν στην αύξηση της δημοτικότητας του κόμματος. Αν λάβει κανείς υπόψη του και τη σφοδρή κριτική που εξαπέλυσε εναντίον του Ισλάμ και των προβλημάτων που συνδέονται με την, κατά Βίλντερς, «μαζική μετανάστευση», μπορούμε να πούμε πως το Κόμμα της Ελευθερίας έπιασε το κλίμα που επικρατεί σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της ολλανδικής κοινωνίας. Ο Βίλντερς φαίνεται ότι αντιλήφθηκε την ανησυχία για την οικονομική και πολιτισμική κατάσταση που προξένησαν οι πόλεμοι «ενάντια στην τρομοκρατία» μετά την 11η Σεπτεμβρίου και τη «σύγκρουση των πολιτισμών», σε συνδυασμό με την ισλαμοφοβία, το φόβο για την αντικοινωνική συμπεριφορά των νεαρών μεταναστών, την αντιμετώπιση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων από την ισλαμική θρησκεία, καθώς και τη διάχυτη ξενοφοβία που επικρατεί σε καιρούς ανασφάλειας. Αν και η αντιισλαμική στάση έχει προφανώς, και όχι αδικαιολόγητα, συγκεντρώσει μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης στην Ευρώπη, δεν είναι ο μοναδικός λόγος που εξηγεί την επιτυχή πορεία του Βίλντερς. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στο συνδυασμό και των δύο, στην ισλαμοφοβία και σε έναν πολιτικό λόγο που τονίζει διαρκώς την αποξένωση και στοχοποιεί την ολλανδική ελίτ, η οποία φροντίζει για τα συμφέροντά της αδιαφορώντας για την υπόλοιπη κοινωνία. Από εδώ πηγάζει η αξιοσημείωτη δυναμική που απέκτησε ο Βίλντερς μετά την αποχώρησή του από τους Φιλελεύθερους. Παρόλο που έχει διατελέσει μέλος του κοινοβουλίου για δεκατρία χρόνια, κατάφερε να δημιουργήσει ένα αντικαθεστωτικό προφίλ ισχυριζόμενος ότι τον πολεμά η πολιτική ελίτ τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών, που σχεδίαζαν το ξεπούλημα της Ολλανδίας.
Οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν και το ολλανδικό πολιτικό σκηνικό
Οι αιτίες που οδήγησαν στην άνοδο του Κόμματος της Ελευθερίας απαιτούν μια προσεκτική απάντηση από τη μεριά της Αριστεράς. Κατά την άποψή μας, το να εστιάσει κανείς μόνο στον αντιισλαμισμό και στην ξενοφοβία δεν αρκεί. Μια συνολική ερμηνεία του φαινομένου πρέπει να συμπεριλάβει τις αιτίες για την άνοδο του κόμματος του Βίλντερς σε σχέση με τα αδύνατα σημεία των υπόλοιπων κομμάτων, παράλληλα με τη διερεύνηση των φόβων και των προσδοκιών της ολλανδικής κοινωνίας η οποία αισθάνεται προδομένη από τους πολιτικούς αντιπροσώπους της που εδρεύουν στη Χάγη.
Στο πλαίσιο αυτό, η εμφάνιση του Κόμματος της Ελευθερίας ως εγγυητή του μειοψηφικού κυβερνητικού σχήματος με τους Φιλελεύθερους και τους Χριστιανοδημοκράτες είναι η αφετηρία ώστε να συγκρίνουμε τα πεπραγμένα του κόμματος με τις υποσχέσεις του. Μέσα στους τέσσερις πρώτους μήνες διακυβέρνησης, το Κόμμα της Ελευθερίας έχει αθετήσει τουλάχιστον εξήντα από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του, ψηφίζοντας νομοσχέδια που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με το προεκλογικό του πρόγραμμα. Πλέον, στηρίζει τις ιδιωτικοποιήσεις των μέσων μαζικής μεταφοράς στις μεγάλες πόλεις και ψήφισε κατά της επιβολής ανώτατου μισθολογικού ορίου στους διοικητές στον τομέα της υγείας, ένα μέτρο το οποίο υπερασπιζόταν στο παρελθόν. Οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των εργαζομένων στις δημόσιες συγκοινωνίες και στην ιατρική περίθαλψη, οι οποίοι θεωρούσαν το Κόμμα της Ελευθερίας εναλλακτική λύση στο κομματικό κατεστημένο. Επιπλέον, παρόλο που κάνει ακόμα τα πρώτα του βήματα στην κυβερνητική συμμαχία, εν αντιθέσει με τις ευρωεκλογές του 2009 δεν κατάφερε να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του για τις περιφερειακές εκλογές τον Μάρτιο του 2011. Αν και η συσχέτιση της πτώσης της δημοτικότητας του κόμματος με την αθέτηση των δεσμεύσεών του χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, είναι ωστόσο εμφανής η πτωτική τάση.
Με βάση τα παραπάνω, δεν αρκεί να αναδειχτεί η ασυνέπεια του κόμματος της Ελευθερίας σε σχέση με όσα έλεγε προεκλογικά, αλλά να μελετηθεί προσεχτικά η προεκλογική του ατζέντα, η οποία σε μεγάλο βαθμό είναι παρμένη από κόμματα όπως το δικό μας, με σκοπό την επαναπροσέγγιση των ανθρώπων που εμπιστεύτηκαν τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Για να πετύχει η στρατηγική αυτή, είναι απαραίτητο να πείσουμε πως η μάχη έχει προοπτικές νίκης. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναδείξουμε συγκεκριμένα παραδείγματα επιτυχημένων κοινωνικών αγώνων τα οποία βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων.
Σ’ ό,τι αφορά την αντιισλαμική ατζέντα, το θέμα θα πρέπει να αναλυθεί εξίσου προσεκτικά. Ο Βίλντερς κατάφερε εδώ να επηρεάσει τη δημόσια συζήτηση, όμως αυτό δεν αντικατοπτρίστηκε σε μεγάλο βαθμό στο επίπεδο της λήψης συγκεκριμένων πολιτικών αποφάσεων. Εμείς πρέπει να επιμείνουμε πως το Ισλάμ δεν συνιστά αιτία προβλημάτων και πως, ακόμα κι αν όλοι οι μουσουλμάνοι ασπάζονταν τον καθολικισμό, τα κοινωνικά προβλήματα θα παρέμεναν. Αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι η υιοθέτηση συγκεκριμένων μέτρων για την ενσωμάτωση των μεταναστών στην κοινωνία μας. Στο σημείο αυτό, είναι απαραίτητο να δειχτεί πως η συγκεκριμένη εναλλακτική λύση είναι πιο επιτυχημένη απ’ ό,τι του Βίλντερς. Συνεπώς, πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των αριστερών κομμάτων σ’ όλη την Ευρώπη ώστε να βελτιωθεί το επίπεδο της ενημέρωσης σχετικά με επιτυχημένες πρωτοβουλίες που πάρθηκαν και να αναπτυχθούν συμμαχίες με τον κόσμο που θέλουμε να εκπροσωπήσουμε, με σκοπό την επίτευξη ενός καλύτερου μέλλοντος. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να εστιάσουμε στα συμφέροντα της πλειοψηφίας των ανθρώπων, να παλέψουμε μαζί τους γι’ αυτά και να δείξουμε ποιος είναι πραγματικά με το μέρος τους και ποιος όχι. Όταν οι άνθρωποι σε αναγνωρίζουν ως σύμμαχό τους, είναι πρόθυμοι να συζητήσουν μαζί σου ζητήματα όπως ο ακροδεξιός λαϊκισμός και η ξενοφοβία. Αποφύγετε το κήρυγμα, δώστε έμφαση στην πρακτική.
Μετάφραση: Χρήστος Σίμος