Δεν πρόκειται να αναφερθώ στην ταξική σύνθεση και τη συζήτηση σχετικά με την έννοια της τάξης ως κοινωνιολόγος. Θα προσεγγίσω έμμεσα τα ζητήματα αυτά. Θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις για τις συγκρούσεις που χαρακτηρίζουν τη σημερινή περίοδο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, τις συγκρούσεις που, σε κάποιο βαθμό, παράγουν τη συστημική κρίση για την οποία έχει μιλήσει ο Βαλερστάιν. Θα διακρίνω, επομένως, μεταξύ δύο ειδών συγκρούσεων και, αρχικά, θα επιχειρήσω μια καθαρά ιδεοτυπική λογική ανάλυση για το καθένα. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να κάνω πιο σύνθετη αυτή την υπερβολικά συνοπτική ανάλυση, προκειμένου να καταθέσω ορισμένους προβληματισμούς και να εντοπίσω τα ζητήματα που τίθενται.
Εντοπίζω, λοιπόν, σήμερα δύο ειδών συγκρούσεις: τις κοινωνικές συγκρούσεις και τις συγκρούσεις ταυτότητας.
Αφενός, οι αυστηρά κοινωνικές συγκρούσεις είναι εκείνες που, λίγο πολύ, εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία της ταξικής πάλης. Ξεκινούν από την πρωτοφανή επίθεση που έχει εξαπολύσει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, στην προσπάθειά του να διατηρήσει και να αυξήσει τα επίπεδα παραγωγής και τον έλεγχο που ασκεί στις μορφές παραγωγής και κατανάλωσης, ενάντια στον τρόπο ζωής και έκφρασης τω εργατών. Τροφοδοτούνται από την αντίσταση των εργατών και των κατώτερων τάξεων σε αυτή την επίθεση, όπως έχει φανεί στα κινήματα για την υπεράσπιση των δημόσιων υπηρεσιών και των συντάξεων, τη διατήρηση θέσεων εργασίας και την περιβαλλοντική ασφάλεια.
Αφετέρου, τα ζητήματα που διακυβεύονται στις συγκρούσεις ταυτότητας είναι οι τρόποι ένταξης σε κυρίαρχες πλειοψηφικές αλλά και μειονοτικές κοινότητες με σκοπό τον επανακαθορισμό της επικράτειας και των δικαιωμάτων αυτών των κοινοτήτων. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε λουτρά αίματος σε ορισμένες αφρικανικές και ασιατικές χώρες και αναβιώθηκαν με το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και τον ακόλουθο εμφύλιο πόλεμο, υπό τη χειραγώγηση των μεγάλων δυνάμεων. Υπάρχουν και σε γηραιότερα κράτη και, καθώς επιτείνονται συχνά από τη μεγάλης έκτασης μετανάστευση, είναι το αγαπημένο τοπίο της Ακροδεξιάς. Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία επικαθορίζουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και αποτελούν παράγοντα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης.
Κοινωνική σύγκρουση: ζωή, εργασία, γλώσσα και συνεργατική φαντασία
Αυτά τα δύο είδη συγκρούσεων δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη, αν και το ένα μπορεί να εξελιχθεί στο άλλο, δημιουργώντας πολύπλοκους σχηματισμούς. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να κατανοήσουμε τις διαφορετικές αυτές συγκρούσεις, που μπορούν να εξελιχθούν σε μια σύγκρουση μεταξύ συγκρούσεων;
Όσον αφορά τις κοινωνικές συγκρούσεις, πρέπει κατ’ αρχάς να παρατηρήσουμε ότι έχουν επιστρέψει. Τα τελευταία χρόνια έχουν επανεμφανιστεί, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, χωρίς ωστόσο να έχουν πετύχει αποτελέσματα που θα ήταν επωφελή για τους εργαζόμενους. Δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τη φτώχεια, την υπαρξιακή ανασφάλεια, την παραγωγή μιας «πλεονασματικής ανθρωπότητας», τον εκφυλισμό της δημοκρατίας, που κυριαρχείται από οικονομικές και πολιτικές ολιγαρχίες, ή την οικολογική καταστροφή. Το θεμελιώδες αντικείμενο αυτών των συγκρούσεων είναι πάντα η ίδια η ανθρώπινη υποκειμενικότητα στην πιο ακατέργαστη μορφή της: ζωή και εργασία, επικοινωνία και ελεύθερη έκφραση. Η ζωή, η εργασία και η γλώσσα εγγράφουν ολόκληρο το πεδίο της ύπαρξης.
Έτσι, αυτό που διακυβεύεται σε αυτές τις υπαρξιακές συγκρούσεις είναι η παραγωγή και η αναπαραγωγή μιας ζωής απαλλαγμένης από τη φτώχεια, την πείνα, την αρρώστια και την άγνοια. Ο ορίζοντάς τους είναι αυτός μιας ζωής με αξιοπρεπείς συνθήκες, που είναι δυνατή σε μια αναπτυγμένη κοινωνία. Είναι σύνθετες και δραματικές αν λάβει κανείς υπόψη τα νέα στοιχεία που έχει επιβάλει η αλλαγή των τρόπων ζωής στον πλανήτη και το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου είδους, η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει γίνει μια δύναμη που μπορεί να αλλάξει τη μορφή της Γης και απειλεί να καταστρέψει τις προϋποθέσεις της ίδιας της της ύπαρξης.
Ταυτόχρονα, αυτές οι υπαρξιακές συγκρούσεις εδραιώνονται ως συγκρούσεις που, ακόμα και πάντα, περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της εργασίας ή της μη εργασίας, καθώς αυτό το αντιθετικό ζεύγος χαρακτηρίζει την κοινωνία μας. Τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να απελευθερωθεί αντικειμενικά ο ελεύθερος χρόνος από το παγκόσμιο επίπεδο παραγωγής, χωρίς ο χρόνος αυτός να διαβρώνεται από την αδράνεια, την ανεργία και τον εξοβελισμό ανθρώπινων όντων που δεν είναι πια χρήσιμα; Πώς θα μπορούσαμε, ταυτόχρονα, να οδηγήσουμε την εργασία στην πλήρη της πραγμάτωση, πέρα από κάθε είδους παραγωγισμό, να στρέψουμε την ανθρώπινη δραστηριότητα αποκλειστικά στη δράση και την επινόηση, εκεί όπου ο ανταγωνισμός δίνει τη θέση του στην ελεύθερη συνεργασία; Για να επιτευχθεί αυτό δεν αρκεί να εξασφαλίσουμε την ίση κατανομή του παραγόμενου πλούτου – είναι απαραίτητο να καλλιεργήσουμε την ικανότητα των παραγωγικών τάξεων να οργανώνουν και να διαχειρίζονται το προϊόν τους.
Τέλος, και ταυτόχρονα, οι συγκρούσεις αυτές παραμένουν συγκρούσεις που διαπερνώνται από την ανάγκη της ομιλίας, από την έκφραση της συνεργατικής φαντασίας, έχοντας σημείο αναφοράς ένα συμβολικό τρίτο αντικείμενο, μια κοινότητα, που μπορεί ακόμα να μην έχει πραγματωθεί, αλλά που θα βασίζεται στην ελεύθερη ισότητα και την ίση ελευθερία, που υπάρχουν πάντα σε κάθε πράξη που παράγει την από κοινού ύπαρξη της ελεύθερης υποκειμενικότητας. Οι συγκρούσεις αυτές λειτουργούν παιδευτικά για όσους εμπλέκονται σε αυτές. Οι πρωταγωνιστές αναπτύσσουν ικανότητες διανοητικής, συναισθηματικής, φαντασιακής και συμβολικής έκφρασης, βιώνοντας τη χαρά που προσφέρει το μοίρασμα των αγώνων, όσο σκληροί κι αν είναι αυτοί.
Συγκρούσεις ταυτότητας
Ενώ οι «υπαρξιακές» κοινωνικές συγκρούσεις είναι συγκρούσεις που, από φιλοσοφική σκοπιά, αναφέρονται στην έννοια της υποκειμενικότητας ως ολότητας των θεμελιωδών της εκδηλώσεων – εργασία, ζωή, λόγος–, οι συγκρούσεις ταυτότητας δεν αφορούν κυρίως, ούτε άμεσα αυτές τις εκδηλώσεις, αν και μπορεί να τις περιλαμβάνουν. Διεξάγονται, από φιλοσοφική σκοπιά, στο όνομα της υποτιθέμενης ταυτότητας πληθυσμών που έχουν στιγματιστεί ή θεωρούν ότι απειλούνται από τους άλλους, που βρίσκονται σε κατάσταση κυριαρχίας ή καταδυνάστευσης. Εμπνέονται από την ανάγκη για αναγνώριση, την οποία τους αρνούνται εξαιτίας της ταυτότητάς τους.
Η ταυτότητα αυτή ορίζεται από τη διαφορά της με άλλες ταυτότητες, που επίσης εδραιώνουν τον εαυτό τους απαιτώντας την αναγνώριση της διαφοράς τους. Αυτές οι συγκρούσεις ταυτότητας δεν διεξάγονται στο όνομα της ζωής, της εργασίας και της ελευθερίας του λόγου, ακόμα κι αν κάποια από τα κίνητρά τους μπορεί να συνδέονται με τους τρεις αυτούς παράγοντες. Το σημαντικό τους στοιχείο είναι η αναγνώριση διαφορών που σχετίζονται με το ανήκειν σε μια οργανωμένη ομάδα, σύμφωνα με πολικότητες που έχουν υιοθετηθεί μέσω μιας διαδικασίας αναγνώρισης «ειδών» που υποδηλώνει τη διαφοροποίηση – στην πιο ακραία της μορφή, ακόμα και τη διαίρεση ή τη διάσπαση της ενότητας του ανθρώπινου είδους. Αυτό σημαίνει δυαδικές σχέσεις. Το ζεύγος άντρας/γυναίκα θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε αυτά τα ζεύγη όρων που θεωρούνται αντίθετοι ή διαφορετικοί, αλλά η σύγκρουση αντρών/γυναικών εκτείνεται πέρα από την έννοια της σύγκρουσης ταυτότητας, καθώς αφορά με πιο άμεσο τρόπο τις διαστάσεις της ζωής, της εργασίας και του λόγου· απαιτεί ειδική αντιμετώπιση. Τα χαρακτηριστικά ζεύγη είναι αυτά που αφορούν την ένταξη σε μια κοινότητα. Καθορίζονται με όρους εθνικότητας (εθνικό/μη εθνικό), θρησκείας (μουσουλμάνοι/χριστιανοί) ή εθνοτικής κουλτούρας (Βάσκοι/Γάλλοι) ή πολιτισμού (δυτικός/ανατολικός, ιδίως αραβικός).
Οι διαφορές αυτές μας φέρνουν στα σημάδια, σε πολιτισμικά γνωρίσματα που είναι πιθανό να επικαλύπτονται. Οι συγκρούσεις αυτές υπερτιμούν τη διάσταση της ταυτότητας, δίνοντάς της μια υπόσταση απόλυτης πραγματικότητας και απομονώνοντάς την από το πλαίσιο των σχέσεών της. Είναι πια κοινοτοπία να λέμε ότι οι ταυτότητες είναι φαντασιακές κατασκευές – αλλά η ικανότητά τους να κινητοποιούν τους ανθρώπους είναι τεράστια. Η ταυτότητα της ένταξης είναι μια όψη της υποκειμενικότητας με την ευρεία έννοια, αλλά δεν αποτελεί παρά ένα τμήμα της, που έχει οριστεί από ένα πραγματοποιημένο ιστορικό ενδεχόμενο που διαπερνά και επικαθορίζει δομικά τις τρεις θεμελιώδεις καταστατικές στιγμές της ύπαρξης: τη ζωή, την εργασία και το λόγο. Ενώ είναι αλήθεια ότι δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, μουσουλμάνος, Αιγύπτιος ή ανατολίτης, αλλά γίνεται, είναι επίσης αλήθεια ότι είναι αδύνατο να αποφύγουμε αυτή τη σφραγίδα της ένταξης, που συνοδεύει κάθε άτομο από τη γέννησή του.
Ο ορίζοντας αυτών των αγώνων για αναγνώριση είναι η αντιθετική κατηγορία «εκείνοι/εμείς»: οι άλλοι, που δεν με αναγνωρίζουν στη διαφορετικότητά μου από αυτούς, που μου αρνούνται την ίδια μου την ταυτότητα ως μέλους, εμείς που βρισκόμαστε σε μια κατάσταση κατωτερότητας, υποτέλειας και που απαιτούμε αυτό να αναγνωριστεί. Αυτός ο αγώνας ανάμεσα σε εκείνους και εμάς δεν πρέπει να συγχέεται με τους αγώνες που προκύπτουν από τις κοινωνικές συγκρούσεις: οι αγώνες για ζωή, εργασία, δικαίωμα λόγου είναι γενικοί αγώνες και έτσι αφορούν δύο διαφορετικές κατηγορίες που δεν υποδηλώνουν τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε κοινότητες ένταξης, αλλά αφορούν τις γενικές συνθήκες της ανθρώπινης ζωής.
Μέσα/έξω: νέες μορφές της ταξικής πάλης
Οι αγώνες αυτοί σχετίζονται με το ζεύγος «εσωτερικό/εξωτερικό». Αφενός, κάποιοι άνθρωποι ζουν σε κατάσταση που τους επιτρέπει να αναπαράγουν τη βιολογική ζωή τους σε συνθήκες άνεσης και ασφάλειας: τρέφονται, ντύνονται, μετακινούνται ανεμπόδιστα. Έτσι, μπορούν να ανήκουν σε έναν κοινό κόσμο, παρά τα πράγματα που τους φέρνουν σε αντίθεση με τους άλλους. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ζουν, μια μειοψηφία μάλιστα να ζει καλά, κάνοντας εργασίες επίβλεψης, διεύθυνσης ή σχεδιασμού. Μια μειονότητα αυτής της μειονότητας μπορεί ακόμα και να παίρνει αποφάσεις που επηρεάζουν άλλους ανθρώπους· παίζει το ρόλο της αιτίας, ενώ εκείνοι που υπακούν ή που υποτάσσονται μπορούν να υποβιβαστούν στο επίπεδο του αποτελέσματος αυτών των αποφάσεων, οι οποίες μπορεί να τους στερήσουν την ικανότητα να ενεργούν. Τέλος, οι πρώτοι ιδιοποιούνται τις δυνάμεις της επιστήμης, όπως αντικειμενοποιούνται στα μηχανήματα ή τη γνώση, και έτσι επιβάλλουν την αντίληψή τους για τον κόσμο ως φυσική ή αυταπόδεικτη.
Εξαιτίας αυτής της διάκρισης μεταξύ εσωτερικού/εξωτερικού, που ισχύει για τη ζωή, την εργασία και το δικαίωμα λόγου, υπάρχει από την άλλη πλευρά η μάζα των κατώτερων, εκείνων που δεν απολαμβάνουν αυτές τις συνθήκες ζωής, αλλά συχνά ζουν σε συνθήκες πολύ χειρότερες από την απλή μισθωτή εκμετάλλευση, που δεν έχουν καν μια ζωή και είναι οι «αποκλεισμένοι». Αυτοί είτε έχουν κάποια επισφαλή, κακοπληρωμένη δουλειά ή επιβιώνουν χωρίς δουλειά. Είναι θύματα ενός νέου είδους άγνοιας και δεν μπορούν να ιδιοποιηθούν το κοινό γνωσιακό κεφάλαιο. Μιλούν, σίγουρα, και εκφράζουν τις άσχημες συνθήκες της ύπαρξής τους, εκφράζουν τις ανάγκες και την επιθυμία τους για ελευθερία και ισότητα, αλλά η γλώσσα τους, ακόμα κι αν είναι κοινή για τους ίδιους, δεν μετράει. Η αναγνωρισμένη ελευθερία της έκφρασης εξουδετερώνεται, καθίστανται άφωνοι και, ει δυνατόν, αόρατοι. Ζουν μέσα στην κοινωνία, σε ένα είδος εσωτερικοποιημένου εξωτερικού. Βρίσκονται εκτός μέσα σε αυτό το εσωτερικό και, κατά συνέπεια, ανήκουν στην κοινωνία όντας έξω από αυτήν. Αυτές οι υπαρξιακές κοινωνικές συγκρούσεις δεν είναι παρά μορφές της ταξικής πάλης που διεξάγει ασταμάτητα το κεφάλαιο, επιβάλλοντας από εδώ και στο εξής την πραγματική υποταγή που εργαλειοποιεί τους πάντες, ως μέσο για την ατέρμονη συσσώρευση.
Οι αγώνες αυτοί δεν έχουν στόχο τη δημιουργία ενός πλήθους κοινοτικών περιοχών, που η καθεμία τους θα είναι ένας κόσμος διαχωρισμένος και εχθρικός προς τους άλλους. Για αυτούς, στόχος είναι η κοινή συμμετοχή σε έναν κοινό κόσμο, στον οποίο ο καθένας θα έχει το μερίδιό του σε όλες τις δραστηριότητες της εργασίας, της ζωής και της γλώσσας. Το αντικείμενο της ταξικής πάλης είναι σαφώς η ελεύθερη έκφραση της ατομικής δύναμης δράσης και σκέψης – αλλά σε έναν κοινό κόσμο. Είναι ένα κοσμοποιητικό αντικείμενο, ένα ζήτημα δημιουργίας του κόσμου. Η σημερινή κατάσταση είναι πολύ σοβαρή ακριβώς επειδή η παγκοσμιοποίηση κάθε άλλο παρά παγκοσμιοποίηση είναι. Είναι μια διαδικασία όπου ο έλεγχος όλων των δραστηριοτήτων από το κεφάλαιο καθιστά για πολλούς τον κόσμο μη κατοικήσιμο. Από αυτή τη σκοπιά, ο καπιταλισμός μετατρέπει τον κόσμο σε μη-κόσμο, σε κάτι ακόμα πιο μηδενιστικό από την αθλιότητα,[i] καθώς στερεί από τα ανθρώπινα όντα τον τρόπο της ύπαρξής τους, που είναι η παραγωγή ενός κόσμου όπου ο καθένας συνυπάρχει με όλους τους άλλους. Το αντικείμενο των ταξικών αγώνων είναι η συνύπαρξη.[ii] Η παγκοσμιοποίηση είναι η δημιουργία ενός μη-κόσμου, όπως έλεγε η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ, ένα είδος κοινωνικού «ακοσμικισμού», που δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία εκατομμύρια άνθρωποι καταλήγουν, με διάφορους τρόπους, σε ένα είδος απαρτχάιντ· σε έναν κόσμο με τέτοιον τρόπο ώστε να αποστερούνται τον κόσμο.
Εθνικές και αντιαποικιακές συγκρούσεις ταυτότητας
Ο ορίζοντας των συγκρούσεων ταυτοτήτων ένταξης παράγεται από ένα διαφορετικό πρόβλημα και από άλλες κατηγορίες. Περιλαμβάνει κάθε φορά μια αντίθεση, όχι του εντός/εκτός της κοινωνίας, αλλά μια αντίθεση ανάμεσα σε ένα εμείς και ένα εκείνοι, με στόχο την κατάληψη ενός συγκεκριμένου και διακριτού κόσμου. Κατ’ αρχάς, το ζήτημα του μοιράσματος ενός κοινού κόσμου δεν υπάρχει για τους καθολικούς και τους μουσουλμάνους ή τους μαύρους και τους λευκούς, για κάθε ξεχωριστό πληθυσμό που, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης επικράτειας, διεκδικεί είτε την αποκλειστική επιβεβαίωση της ταυτότητάς του ή να του παραχωρηθεί το στάτους μιας περιχαρακωμένης μειονότητας. Κυρίως, το ζήτημα δεν αφορά το να αναγνωριστεί κανείς ως ανθρώπινο ον που ζει, μιλάει και εργάζεται, αλλά να αναγνωριστεί πρωτίστως ως μέλος μιας κοινότητας ή πολλών κοινοτήτων, που τους αρνούνται την ταυτότητα ένταξής τους. Η ζωή, η εργασία και ο λόγος υπάρχουν μόνο στο πλαίσιο συγκεκριμένων επικρατειών, οι οποίες απαιτούν οι διάφορες εκδηλώσεις των γενικών συνθηκών και εκφράσεων της ζωής, της εργασίας και του λόγου να υποτάσσονται σε αυτές.
Το ζήτημα αφορά, κυρίως, το να αναγνωριστεί κανείς ως μουσουλμάνος, ως μαύρος, ως Σέρβος, ως Κροάτης ή ως Ρώσος. Το γεγονός ότι αυτές οι συγκρούσεις ταυτότητας μπορεί, σε ακραίες περιπτώσεις, να εξελιχθούν σε εθνοκαθάρσεις δεν πρέπει να μας εμποδίζει να εξετάσουμε τη θεμιτή λογική τους. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν απλώς με ένα γενικό και αδιαφοροποίητο τρόπο ως ανθρώπινα όντα που ζουν, εργάζονται και μιλούν σε αφηρημένο επίπεδο. Γεννιούνται και ζουν σε έναν κόσμο που τους παρουσιάζεται ως ιστορικό και γεωγραφικό περιβάλλον, ως κοινότητα, έθνος, κράτος, ως μια περιοχή με τις δικές της πεποιθήσεις, τη δική της γλώσσα και το δικό της δίκτυο φαντασιακών και συμβολικών σχέσεων, και συγκροτούνται από φαινόμενα ταύτισης με μια κοινότητα που περιμένουν ότι θα τους αναγνωρίσει ως δικούς της και θα τους προστατεύσει.
Τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα έχουν ήδη αντιμετωπίσει συγκεκριμένες μορφές αυτού του προβλήματος κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα, με τους διάφορους εθνικισμούς και τους αντιαποικιακούς πολέμους εθνικής ανεξαρτησίας. Το εργατικό κίνημα βρήκε στο πεδίο αυτό το γολγοθά του, σε όλη την ιστορία της Β΄ και της Γ΄ Διεθνούς. Ενώ, χάρη στην ώθηση της Ρωσικής Επανάστασης μπόρεσε για ένα διάστημα να συνδέσει τους κοινωνικούς με τους αντιαποικιακούς αγώνες μετά το 1917, συγκεκριμένα στην Κίνα, το Βιετνάμ και την Κούβα, είχε ήδη καμφθεί από το 1914, υπό το βάρος των εθνικισμών που οδήγησαν το ευρωπαϊκό προλεταριάτο στη σφαγή. Σήμερα, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός αναβιώνει τις συγκρούσεις ταυτότητας με νέες μορφές, τις πολλαπλασιάζει και τις περιπλέκει, ενώ τα αντισυστημικά κοινωνικά κινήματα φαίνονται εντελώς περιθωριοποιημένα.
Αν αυτές οι συγκρούσεις ταυτότητας έχουν απαραίτητα και μια ανθρωπολογική διάσταση, καθώς η ταυτότητα είναι μέρος της υποκειμενικότητας, η ίδια τους η λογική ελαχιστοποιεί τους προσανατολισμούς και τα κίνητρα που εξαρτώνται από τη γενική ανθρώπινη κατάσταση του ζώντος, εργαζόμενου και ομιλούντος υποκειμένου, και τις ανάγει στο σχηματισμό ενός πλήθους κοινοτήτων, εξαλείφοντας τη διάσταση της ύπαρξης σε έναν κοινό κόσμο. Είναι ένα ζήτημα που αφορά το να μπορεί κανείς στην ουσία να ζει, να εργάζεται και να μιλά, ενώ ταυτόχρονα θα αναγνωρίζεται φαντασιακά και συμβολικά ως μουσουλμάνος, χριστιανός, μαύρος, κ.λπ. Ο κοινός κόσμος κινδυνεύει να χαθεί μέσα σε ένα πλήθος κόσμων όπου το κάθε εμείς είναι διαφορετικό από το εκείνοι. Στην πιο ακραία της μορφή, η πληθώρα αυτή γεννάει παγκόσμιους πολέμους και το καταστροφικό χάος που τους συνοδεύει. Στις έσχατές τους συνέπειες, οι συγκρούσεις αυτές περιέχουν το μη-κόσμο. Φυσικά, το πράγμα δεν είναι απλό, αφού, αντίστροφα, οι κοινωνικές συγκρούσεις μπορούν να αγνοήσουν την πραγματική φύση των κοινοτήτων ένταξης και να τους επιβάλουν την ηγεμονία ενός κοινού ψευδοκόσμου, που απλώς θα συγκαλύπτει την ηγεμονία των ισχυρότερων κοινοτήτων, των παγκόσμιων ιμπεριαλισμών.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι οι συγκρούσεις ταυτότητας έχουν περιορισμένο, μερικό και εξαιρετικά βίαιο ορίζοντα, ότι δεν διαπνέονται από το όραμα ενός κοινού κόσμου που θα αποτελείται από επιμέρους άτομα, αλλά αυτό ενός ψηφιδωτού κλειστών και δυνητικά επιθετικών επιμέρους ομάδων.
Η ζωή, η εργασία, η ομιλία μοιράζονται από κοινού, αλλά οι κοινότητες κλειστής ταυτότητας περιορίζουν αυτό το μοίρασμα στην επικράτειά τους και υπάρχει κίνδυνος αυτό να μετατραπεί στο διαχωρισμό σε κλειστές ομάδες.
Καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η σύγκρουση των συγκρούσεων
Το καθήκον της θεωρίας σήμερα είναι να κατανοήσει πώς η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση δημιούργησε τις προϋποθέσεις αυτών των συγκρούσεων και των συγκρούσεων μεταξύ συγκρούσεων. Πράγματι, οι συγκρούσεις αυτές δεν συγκλίνουν. Συχνά έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους, ακόμα και αν ο στόχος της πολιτικής είναι η επίτευξη μιας τέτοιας σύγκλισης – ή, μάλλον, η μετατροπή των συγκρούσεων ταυτότητας σε κοινωνικές συγκρούσεις. Σε κάθε περίπτωση, προσβλέποντας στην υπαρκτή δυνατότητα μιας σύγκρουσης ανάμεσα στα δύο είδη σύγκρουσης, με την καθαρή λογική που διέπει το καθένα, είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε τις ιστορικές μορφές των συγκρούσεων, που είναι κατ’ ανάγκη μη καθαρές.
Για να εκτιμήσουμε αυτή τη μη καθαρή πολυπλοκότητα της παγκοσμιοποιημένης μας ιστορικότητας, θα ήταν χρήσιμο να προσφύγουμε στην προβληματική μιας παράδοσης της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας, αυτής του Σπινόζα. Ο Σπινόζα θεωρούσε ότι υπάρχουν χαρούμενα και θλιβερά πάθη, ως εκφράσεις της επιθυμίας μας να υπάρχουμε ως υπερ-ατομικές υπάρξεις. Τα χαρούμενα πάθη είναι εκείνα που αυξάνουν την ικανότητά μας να ενεργούμε και να σκεφτόμαστε και συνδέονται γενικά με τις πρακτικές της φιλίας, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας. Όντως, αν και οι κοινωνικές συγκρούσεις υποδηλώνουν θέσεις εχθρότητας και αντιπαράθεσης, γεννούν επίσης ως συγκρούσεις μια ορισμένη χαρά: Τη χαρά της υπεύθυνης συνεργασίας, του μη αποκλεισμού των άλλων και της από κοινού ιδιοποίησης των πραγμάτων εκείνων που είναι απολύτως απαραίτητα για να ζει κανείς σαν ανθρώπινο ον, σαν ζων, εργαζόμενο και ομιλούν υποκείμενο. Οι συγκρούσεις αυτές μπορεί να εκφράζουν και κάποια θλίψη, κάποια πικρία και, σίγουρα, μίσος, αλλά αυτή η θλίψη έχει τις ρίζες της σε μια συγκεκριμένη θλίψη, αυτή που γεννιέται από την αίσθηση περιορισμού του ατόμου και της συλλογικής του δύναμης να ενεργεί. Ο εμμενής στόχος των κοινωνικών συγκρούσεων είναι η αναστολή αυτής της θλίψης, η χαρά του να ζούμε μαζί με μια θετική αλληλεξάρτηση, να εργαζόμαστε μαζί για την παραγωγή χρήσιμων πραγμάτων, να δημιουργούμε, μέσω του ελεύθερου λόγου, ένα κοινό πνεύμα γύρω από την κοινή ωφέλεια. Στη συχνά βίαιη πορεία τους, οι συγκρούσεις αυτές γεννούν επίσης χαρά. Όποιος έχει συμμετάσχει σε κάποια σχετική εκστρατεία, έστω και λίγο, γνωρίζει πολύ καλά την πραγματική χαρά που υπάρχει στις συλλογικές ενέργειες που έχουν στόχο την αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο και το μοίρασμά του, αυτού του ίδιου κόσμου που η νεοφιλελεύθερη ολιγαρχία έχει αποσπάσει τη χαρά, τον έλεγχο και τη διαχείρισή του, οδηγώντας τον σε ένα επίπεδο κατανάλωσης που αγγίζει την παραφροσύνη.
Οι συγκρούσεις ταυτότητας –τις οποίες το κράτος του Σαρκοζί παροξύνει παριστάνοντας ότι τις ξεριζώνει, σε αντικειμενική συμμαχία με τους φονταμενταλιστές που υποκρίνεται ότι αντιμάχεται, ιδίως τον ισλαμικό κοινοτισμό– παίζουν σημαντικό ρόλο, αν και δεν αποτελούν το μοναδικό παράγοντα, στην όξυνση των θλιβερών παθών: πικρία, ζηλοφθονία, εκδίκηση, μίσος μέχρι του σημείου της καταστροφής του άλλου. Συνδέονται σαφώς με τον περιορισμό της ικανότητας δράσης που συνεπάγονται οι κοινωνικές σχέσεις που αντιπαραθέτουν κάποια εμείς με κάποια εκείνοι. Στο βαθμό που δεν αναγνωρίζομαι ή που στιγματίζομαι ως μέλος εκείνης ή της άλλης κοινότητας, οι συνθήκες της ζωής, της εργασίας και της ελεύθερης έκφρασής μου δέχονται επίθεση. Η κατάσταση αυτή εμποδίζει να γίνουν ορατά και εμφανή τα πραγματικά αποτελέσματα της υποταγής αυτών των δραστηριοτήτων στο κεφάλαιο, καθώς τα γνωρίσματα της ταυτότητας παρουσιάζονται και θεωρούνται ως κύριες ικανές αιτίες, κάτι που μπορεί να συμβαίνει και σύμφωνα με μια λογική επικαθορισμού που χαρακτήριζε τους αντιαποικιακούς αγώνες για εθνική ανεξαρτησία.
Οι συγκρούσεις ταυτότητας μετατρέπονται με αξιοσημείωτη ταχύτητα και δριμύτητα σε μίσος για τον άλλο –τον άλλο που μας καταδυναστεύει, που δεν μας λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με αυτό που μας καθιστά διαφορετικούς από αυτόν, δηλαδή την πραγματική μας ταυτότητα–, αυτόν τον άλλο που, καθώς με αρνείται, με καταργεί ως ανθρώπινο ον, και στη συνέχεια εμείς, με τη σειρά μας, τον υποβιβάζουμε, αποκλείοντάς τον από το ανθρώπινο είδος ως άγριο, βάρβαρο, υπάνθρωπο. Ο ορίζοντας αυτών των συγκρούσεων ταυτότητας περιορίζεται από τη γενίκευση των κατηγοριών εμείς και εκείνοι. Πρόκειται για μια φρικτή κατηγοριοποίηση καθημερινού τρόμου, που υποστασιοποιεί τα πολιτισμικά γνωρίσματα, εξυψωνοντάς τα σε ένα μυθικό σύμπαν εδραιωμένων και αμετάβλητων πνευματικών ουσιών. Κάθε εμείς μπαίνει στον πειρασμό να δηλώσει: «εμείς είμαστε οι πραγματικοί άνθρωποι», «εκείνοι δεν είναι άνθρωποι», «απονέμουν στον εαυτό τους την κατηγορία των ανθρώπινων όντων και είναι έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να μας αντιμετωπίσουν σαν υπάνθρωπους». Κάθε όρος της αντίθεσης εκλαμβάνεται ως θετικός και ο αντίστροφος ως ο αντίθετος αρνητικός, η αντίληψη που έχει ο άλλος για τον εαυτό του: «Εμείς είμαστε πολιτισμένοι, οι πραγματικοί άνθρωποι, και εκείνοι μας θεωρούν βάρβαρους. Θα τους δείξουμε ότι στην πραγματικότητα εκείνοι είναι οι βάρβαροι κι εμείς οι πολιτισμένοι».
Η λογική των συγκρούσεων ταυτότητας είναι κατοπτρική και διπολική, περιλαμβάνει την ανταλλαγή αμοιβαίων αρνητικών χαρακτηριστικών, κατά τις οποίες πρυτανεύει το μίσος και πολύ σύντομα μοναδική προοπτική αποτελεί η καταστροφή του εχθρού. Όταν μισείς κάποιον –εκείνον που σε εμποδίζει να ζήσεις, που δεν αναγνωρίζει τη διαφορά σου–, καταστρέφεις εκείνον που δεν σε αναγνωρίζει. Αυτό μπορεί να ερμηνεύει σήμερα την ειδική βία που μπόρεσε να εκδηλωθεί στις συγκρούσεις ταυτότητας στην Αφρική ή την Ευρώπη –τα Βαλκάνια και τη Γιουγκοσλαβία– και που εξακολουθεί να μπορεί να εμφανιστεί σχεδόν οπουδήποτε στον κόσμο, αφού γνωρίζουμε ότι τέτοιες συγκρούσεις ξεσπούν παντού, στην Ινδία και το Πακιστάν, στην Ακτή του Ελεφαντοστού ή στο Ιράκ. Πρόκειται, επιπλέον, για μια επιλεκτική λογική, αφού τα κίνητρα της οργής, που συνδέονται με τις ανισότητες στις συνθήκες διαβίωσης, με την εκμετάλλευση της εργασίας, με την αποστέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της συμμετοχής, χρησιμεύουν πρωτίστως ως επιβεβαίωση της άρνησης της ταυτότητας. Όταν το κίνημα για την ταυτότητα έχει εξασφαλίσει την αναγνώρισή του, τίποτα δεν εξασφαλίζει ότι θα υπάρχει σεβασμός στο πλαίσιο της νικηφόρας ή αναγνωρισμένης κοινότητας. Η ανισότητα, η εκμετάλλευση και η καταπίεση συνεχίζονται, αλλά το αίτημα της ταυτότητας έχει προτεραιότητα και μειώνει τη σημασία τους, καθώς τις επικαθορίζει. Αντιστρόφως, μπορούν να δημιουργηθούν συγκρούσεις ταυτότητας και σε μια κοινωνία που έχει καταφέρει να διασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής, εργασίας και ελευθερίας του λόγου. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτές επιτρέπουν συνήθως τη λογική διατύπωση αυτών των αιτημάτων ταυτότητας και τη αντιμετώπισή τους χωρίς τις ακρότητες του καταστροφικού μίσους.
Μια θετική κοινωνική μετατροπή των αγώνων ταυτότητας;
Σε αυτό το σημείο πρέπει να τεθεί το ερώτημα σχετικά με την ουσιαστική και ιστορική σύμμειξη αυτών των συγκρούσεων. Έχουμε δει το παράδειγμα των συγκρούσεων ταυτότητας όπου ο αγώνας για την ταυτότητα και την αναγνώριση μετατρέπεται σε κοινωνική σύγκρουση. Οι πρώτες στιγμές των νικηφόρων κομμουνιστικών επαναστάσεων στη Ρωσία και την Κίνα, την εποχή της αποικιοκρατίας, δημιουργήθηκαν από τη σύνδεση των αγώνων για την ανεξαρτησία των λαών με τους αγώνες για τη δημιουργία ενός κοινού κόσμου, με στόχο την ισότητα στη ζωή, την εργασία και την έκφραση των ιδεών. Η κατάρρευση αυτής της σύγκλισης, που ήταν η μετατροπή των συγκρούσεων, αποτέλεσε την πραγματική τραγωδία του 20ού αιώνα και επίσης την τραγωδία του κομμουνισμού σοβιετικού τύπου. Η σημερινή πρόκληση είναι να δημιουργήσουμε μια νέα μετατροπή – και για τη λύση αυτού του προβλήματος χρειάζεται να σταματήσει η σύγκρουση μεταξύ των δύο ειδών συγκρούσεων.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που δεν μπορούν όλες οι κοινωνικές συγκρούσεις να μετατραπούν σε συγκρούσεις ταυτότητας –τόσο το καλύτερο!– και, επίσης, ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι συγκρούσεις ταυτότητας τείνουν να αντικαταστήσουν τις κοινωνικές συγκρούσεις, να τις επικαθορίσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξαλειφθεί η ενοποιητική κοινή αντίληψη που συνδυάζει, σε μια εγκόσμια τριάδα, τον οικουμενικό αγώνα για μια ζωή άξια να βιωθεί, για μια απελευθερωμένη εργασία συνδεδεμένη με τον ελεύθερο χρόνο και για μια ζωντανή ελευθερία του λόγου. Αν δεν εμφανιστεί η δυνατότητα για την αντίστροφη μετατροπή, τη μετατροπή των συγκρούσεων ταυτότητας σε κοινωνικές συγκρούσεις, η νοοτροπία των συγκρούσεων ταυτότητας δεν μπορεί παρά να είναι αυτή του πολέμου – ενός πολέμου πρωτοφανούς βιαιότητας. Η προοπτική των κοινωνικών συγκρούσεων μπορεί σίγουρα να εμποδιστεί από την ηγεμονία των αυτοκρατορικών μορφών, αλλά η λογική αυτών των συγκρούσεων δεν συνεπάγεται την καταστροφή του άλλου επειδή είναι εχθρός – ένας ιδιωτικός και θανάσιμος εχθρός. Οι συγκρούσεις ταυτότητας αντλούν τη θεμελιώδη τους δύναμη από το γεγονός ότι ωθούνται από μια εντυπωσιακή κινητοποίηση του συναισθήματος και από την αντίστοιχή τους ικανότητα να κινητοποιούν φαντασιακούς και συμβολικούς πόρους.
Ωστόσο, για τη μετατροπή μιας σύγκρουσης ταυτότητας σε κοινωνική σύγκρουση απαιτείται τεράστιος όγκος θεωρητικής και πολιτικής δουλειάς, πολλώ δε μάλλον όταν η δουλειά αυτή πρέπει να αναμετρηθεί με το φαντασιακό και τους συμβολισμούς για να δείξει ότι, στην πράξη και παρά τα φαινόμενα, ο Παντοδύναμος χαρακτήρας του ενός ή του άλλου Θεού ή η εξουσία ενός Έθνους ή μιας Φυλής (όλα τους με κεφαλαίο) δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συμβολική τάξη. Πρόκειται ακριβώς για ζήτημα ψευδών συμβολικών τάξεων, όπως το κεφάλαιο με τους φετιχισμούς του και τη θρησκεία της καθημερινής ζωής.
Σε αυτή την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια σύμμειξη που αποτελεί επικαθορισμό κοινωνικών συγκρούσεων και συγκρούσεων ταυτότητας. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη κατ’ αρχάς να αναγνωρίσουμε τις συγκρούσεις ταυτότητας, να ξεχωρίσουμε εκείνα τους τα στοιχεία που μπορούν να είναι θεμιτά όταν ένας πληθυσμός ελαχιστοποιείται από μια πλειοψηφία και, τέλος, να τις μετασχηματίσουμε σε κοινωνικές συγκρούσεις, έτσι ώστε αυτή η πλειοψηφία να μη μετατραπεί, σε φαντασιακό και συμβολικό επίπεδο, σε αρπακτικό. Είναι αλήθεια ότι οι πλειοψηφίες φοβούνται επίσης πως μια μειοψηφία που υφίσταται εκμετάλλευση και άσχημη μεταχείριση μπορεί να εξελιχθεί σε απειλή, υποβαθμίζοντας αυτή την πλειοψηφία στο επίπεδο του υπάνθρωπου – πράγμα που επιθυμούν να αποφύγουν. Κατά συνέπεια, οι πλειοψηφίες πιέζουν τον εαυτό τους και τις μειοψηφίες να διεξαγάγουν αυτό τον πόλεμο. Ανακαλύπτουμε εκ νέου τον κίνδυνο ενός παρανοϊκού πολέμου πλειοψηφιών εναντίον μειοψηφιών. Το παράδειγμα του Ισλάμ είναι χαρακτηριστικό. Ενώ τα κινήματα των πραγματικά δημοκρατικών επαναστάσεων στην Τυνησία και την Αίγυπτο δρουν στο πλαίσιο των γόνιμων κοινωνικών συγκρούσεων και αναχαιτίζουν την ιδέα ότι το Ισλάμ μπορεί να θεωρείται στην Ευρώπη η εμπροσθοφυλακή των ολοκληρωτικών θεολογικών-πολιτικών κινημάτων, εξακολουθεί να υπάρχει το φάντασμα ενός αυτοκαταστροφικού πολέμου ταυτοτήτων μεταξύ των πολιτισμών.
Αν αυτή η δουλειά στο επίπεδο των πραγματικών, των υλικών, των φαντασιακών και των συμβολικών μορφών αυτών των δύο ειδών σύγκρουσης δεν πραγματοποιηθεί, δεν θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε και να ξεπεράσουμε το πρόβλημα που επισήμανε ο Βαλερστάιν όταν έλεγε ότι σήμερα δεν υπάρχει σύγκλιση της κλασικής κοινωνικής Αριστεράς με την αυτόχθονη Αριστερά. Ωστόσο, δεν αναφέρθηκα στο πρόβλημα των αυτοχθόνων της Λατινικής Αμερικής που, όπως πιστεύω, μπορούν να μετατρέψουν σε κοινωνική τη σύγκρουσή τους και να επιτύχουν συνθέσεις με άλλες δυνάμεις του μετασχηματισμού. Μίλησα για τη σύγκρουση μεταξύ συγκρούσεων όπως συμβαίνει στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στο διαπολιτισμικό πεδίο. Αυτός ο περιορισμός δείχνει ότι είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να κάνουμε συγκεκριμένες αναλύσεις της συγκεκριμένης κατάστασης, όπως επέμενε ο Λένιν. Σήμερα είναι πια καιρός να αναμετρηθούμε με αυτά τα δύο είδη σύγκρουσης και να αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα, που λέει ότι η πραγματικότητα δεν είναι η αντιπαράθεση δύο καθαρών ιδεοτύπων, αλλά το μη καθαρό πέρασμα από το ένα είδος σύγκρουσης στο άλλο.