• Το φαινόμενο ντόμινο των Αραβικών χωρών: Τα πετρελαϊκά συμφέροντα και η αντιφατική αιγυπτιακή διαμαρτυρία ενάντια στη Δύση

  • 16 Jun 11 Posted under: Αφρική
  • Ολος ο κόσμος έχει στραμμένο το βλέμμα του στις αναταραχές στην Τυνησία και την Αίγυπτο, καθώς και στις μαζικές διαμαρτυρίες που γίνονται στις άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και του Μαχρέμπ. Και ενώ στις περισσότερες χώρες της Μέσης Ανατολής ο κοινωνικός και πολιτικός μετασχηματισμός συνοδεύθηκε από περιορισμένη χρήση βίας, τώρα γινόμαστε μάρτυρες ενός δολοφονικού εμφυλίου πολέμου στη Λιβύη. Οι επαναστάσεις σε Τυνησία, Αίγυπτο και Λιβύη άλλαξαν ριζικά τον Αραβικό κόσμο, ανεξάρτητα από τι θα φέρει το μέλλον μετά την πτώση των δικτακτόρων σε αυτές τις χώρες. Στην Αίγυπτο η εναλλακτική φαίνεται να βρίσκεται μεταξύ δημοκρατίας και στρατιωτικού καθεστώτος. Η αποσταθεροποίηση ενός αυταρχικού συστήματος εξουσίας, το οποίο έμοιαζε σταθερό από πολλές απόψεις, δεν χρειάστηκε πάνω από 20 μέρες. Προς το παρόν στην Αίγυπτο αυτό που έχει κοπεί είναι μόνο ένας πολύ κρίσιμος κόμπος του στενά διαπλεκόμενου δικτύου των ψυχρά υπολογισμένων αλληλεξαρτήσεων μεταξύ στρατού, αστυνομίας, μυστικών υπηρεσιών, οικονομίας και κοινωνικής ελίτ. Οι ΗΠΑ κηδεμονεύουν την αλλαγή της εξουσίας και την μεταρρύθμιση του συστήματος, αλλά με εμφανή αμηχανία. Οι μαζικές διαμαρτυρίες προκάλεσαν μια τομή, αλλά είναι ακόμη αδύνατον να πούμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει η διαδικασία μετασχηματισμού.  Οι επιζήσασες, αποστεωμένες κοινωνικές και πολιτικές δομές κατέρρευσαν γρήγορα, αλλά η κατεύθυνση που θα λάβει η κοινωνική δυναμική παραμένει απροσδιόριστη. Κάθε επαναστατικό λαϊκό κίνημα βρίσκει τον πολιτικό του χώρο και την κατεύθυνση της δυναμικής του μόνο όταν η εκπροσώπησή του, δηλαδή οι δομές και τα υποκείμενα, υλοποιείται. Πέρα από την αυταρχική νομοθεσία και την διαφθορά, εκείνο που οδήγησε στην εξέγερση ήταν οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας στους νέους. Οι τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από το 1990 και ως εκ τούτου είναι υψηλότερες και από την περίοδο των παγκόσμιων επισιτιστικών κρίσεων του 2008.  Αυτή η αύξηση των τιμών είναι πολύ ανησυχητική, αφού επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους πολλώ δε μάλλον επειδή αφορά είδη πρώτης ανάγκης, όπως τα δημητριακά. Παγκοσμίως οι τιμές των τροφίμων γνώρισαν μια αύξηση της τάξης του 30% τον τελευταίο χρόνο. Το γεγονός αυτό έχει διαφορετικά αποτελέσματα στην ευημερία του πληθυσμού από χώρα σε χώρα. Μόνο όταν η πλειονότητα του πληθυσμού συμμετέχει στην παραγωγή των τροφίμων οι υψηλές τιμές επιστρέφουν στους παραγωγούς. Στις αδύναμες οικονομικά χώρες, η φτώχεια εξαπλώνεται ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές, όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να παράγουν την τροφή τους και είναι εξαρτημένοι από εισαγόμενα προϊόντα.

     

    Στην Αίγυπτο, ο αστραπιαίος εκδημοκρατισμός συνδέεται με τις μορφωμένες ελίτ που είναι προσανατολισμένες στη Δύση. Παρότι ο μετασχηματισμός υποστηρίζεται και από τις μάζες στις φτωχογειτονιές του Καΐρου, αυτές εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται στο πολιτικό επίπεδο. Περίπου τα τρία τέταρτα των 83 εκατομμυρίων κατοίκων της Αιγύπτου ζουν κάτω από σκληρές οικονομικές συνθήκες. Με ΑΕΠ γύρω στα 188 εκατομμύρια δισεκατομμύρια δολάρια, η Αίγυπτος είναι η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία των Αραβικών χωρών μετά τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ακόμη, παρότι τα τελευταία χρόνια οι αναπτυξιακοί της δείκτες παρουσιάζουν σημαντική αύξηση η σημασία της στην περιοχή έχει μειωθεί. Υπάρχει, επίσης, πολύ μεγάλη δυσαρέσκεια λόγω της ανεργίας, η οποία με βάση τα επίσημα στοιχεία υπολογίζεται στο 10%, αλλά που στην πραγματικότητα είναι τουλάχιστον διπλάσια.

     

    Το 2009, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,7% και το 2010 κατά 5,15%. Όμως, οι καρποί αυτής της αύξησης δεν διαχύθηκαν στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, των οποίων η αγοραστική δύναμη βυθίστηκε, καθώς οι αυξήσεις των μισθών βρίσκονται πολύ κάτω από το 11% του πληθωρισμού. Παρά τις κρατικές επιχορηγήσεις, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν με ακόμα ταχύτερους ρυθμούς. Περίπου 40% των Αιγυπτίων ζουν με δυο δολάρια την ημέρα – ποσό που αντιστοιχεί στο όριο της φτώχειας σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Κατά τα τελευταία τρία χρόνια οι τιμές των τροφίμων αυξάνονταν σταθερά και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και όταν οι χρηματιστηριακές τιμές τους μειώθηκαν στην παγκόσμια αγορά. Ένα κιλό μοσχάρι, το οποίο κόστιζε 40 αιγυπτιακές λίρες (5 ευρώ) μόλις λίγους μήνες πριν, τώρα κοστίζει 65 λίρες (8 ευρώ). Εν τω μεταξύ, οι ειδικοί εκτιμούν ότι η ετήσια αύξηση των τιμών των τροφίμων φτάνει το μη ανεκτό 17% . Η αύξηση των τιμών των τροφίμων στην αρχή  της παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης του 2007/2008 προκάλεσε τις μαζικές απεργίες και τις καταλήψεις  στην βιομηχανική πόλη Μαχάλα Αλ Κούμπρα, τον Απρίλιο του 2008. Αυτές οι εξεγέρσεις, γνωστές και ως «εξεγέρσεις για το ψωμί» ή «εξεγέρσεις των πεινασμένων», ήταν η ιδρυτική πράξη του κινήματος της 6ης Απριλίου, το οποίο συνδιοργάνωσε πολυάριθμες διαδηλώσεις στο Κάιρο. Η Αίγυπτος δεν ήταν η μοναδική περίπτωση που οι κερδοσκοπικοί παράγοντες, επηρεάζοντας τις αγροτικές αγορές στην αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, επιδείνωσαν την κατάσταση στην εγχώρια γεωργία. Στην περίπτωση της Αιγύπτου, η κατάσταση ήταν ήδη οξυμένη από τις προσανατολισμένες στις εξαγωγές μεταρρυθμίσεις του Μουμπάρακ, οι οποίες από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οδήγησαν σε αυξανόμενη φτώχεια των αγροτικών στρωμάτων και σε στασιμότητα της παραγωγικότητας. Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας, εξαφανίστηκαν οι αναδιανεμητικές μεταρρυθμίσεις της περιόδου Νάσσερ.

     

    Το καθεστώς του Μουμπάρακ υποστηριζόταν από τον στρατό και έναν κατασταλτικό μηχανισμό, τελειοποιημένο κατά τις δεκαετίες της κατάστασης έκτακτης ανάγκης.  Κάθε χρόνο η Γερμανία πλήρωνε κατά μέσο όρο 64 εκατομμύρια ευρώ και επίσης εξήγαγε όπλα στην Αίγυπτο. Κάθε χρόνο, ο Μουμπάρακ έπαιρνε από τις ΗΠΑ 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια για στρατιωτική βοήθεια, ενώ η αντίστοιχη οικονομική βοήθεια υπολογίζεται περίπου σε 700 εκατομμύρια δολάρια. Εκτός αυτού, η οικονομική και πολιτική αιγυπτιακή ελίτ αποκόμιζε σημαντικά οφέλη από τον εθνικό έλεγχο της διώρυγας του Σουέζ. Αυτό το ετήσιο εισόδημα, που υπολογίζεται σε 5 δισεκατομμύρια δολάρια εισόδημα, παρέχει μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη.  Σύμφωνα με υπολογισμούς, τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας Μουμπάρακ ανέρχονται σε 40 δισεκατομμύρια δολάρια.

     

    Ακολουθώντας το μοντέλο της Τυνησίας, οι οργανωτές των διαδηλώσεων στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια ανήγγειλαν μια «μέρα επανάστασης ενάντια στα βασανιστήρια, τη φτώχεια, την διαφθορά και την ανεργία», που ήταν το έναυσμα μιας ειρηνικής επανάστασης. Οι πολίτες διεκδίκησαν συμμετοχή επειδή κατάλαβαν ότι την στερούνταν-και επειδή χάριν της μοντέρνας τεχνολογίας είχαν την δυνατότητα να συγκεντρώνονται και να ενεργούν γρήγορα και από κοινού. Αυτό αναγκαστικά ανησύχησε όλα εκείνα τα καθεστώτα στη Μέση και Άπω Ανατολή, τα οποία θεωρούσαν δυνατόν να συνεχίσουν να χειραγωγούν τα μορφωμένα στρώματα της κοινωνίας μέσω των απαγορεύσεων, της διαφθοράς και του βάναυσου εκφοβισμού. Το Κάιρο και η Τύνιδα αποδεικνύουν ότι αυτό μπορεί να λειτουργήσει μόνο όσο οι στρατιές των φτωχών χωρίς δικαιώματα παραμένουν αδρανείς και δεκτικές στην χειραγώγηση. Εάν η επιβαλλόμενη «αλληλεγγύη» με την εξουσία εκλείψει – γεγονός πιθανό και επειδή, όπως είδαμε στην Αίγυπτο, πολλοί στρατιώτες προέρχονται από το ίδιο κοινωνικό περιβάλλον με τους διαδηλωτές – το καθεστώς αρχίζει να κλονίζεται. 

     

     

     

     

    Ο ρόλος του στρατού

     

    Το ζήτημα αφορά δομές εξουσίας. Η πολιτική προσωπικότητα της αιγυπτιακής αντιπολίτευσης, πρώην Γενικός Διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης Μοχάμεντ Έλ Μπαραντέι περιγράφει εύστοχα τη σύγκρουση ως εξής: «Περιμέναμε αυτή τη μέρα για δεκαετίες. Όλοι μας είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε με τον στρατό στην προετοιμασία ελεύθερων και νόμιμων εκλογών. Περιμένω μια μεταβατική περίοδο κατά την οποία ο στρατός και ο λαός θα μοιράζονται την εξουσία». Το γεγονός ότι στις πρόσφατες ταραχές ο αιγυπτιακός στρατός αποτέλεσε κρίσιμο παράγοντα δεν είναι απλή σύμπτωση. Εκτός από το πολιτικά κυρίαρχο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα, δεν υπάρχει άλλος θεσμός που να διεισδύει στο κράτος και την κοινωνία με απόλυτο τρόπο, όπως οι ένοπλες δυνάμεις. Ο στρατιωτικός μηχανισμός είναι καθοριστικό στοιχείο του πολιτικού συστήματος και ταυτόχρονα αντίρροπη δύναμη στη δομή της εξουσίας στην Αίγυπτο. Είναι απευθείας υπόλογος στον Πρόεδρο, ο οποίος έχει την εξουσία να καθορίζει τα καθήκοντά του σε συνεργασία με τις στρατιωτικές διοικητικές δομές που είναι στενά συνδεδεμένα με αυτόν.

     

    Από την πτώση της μοναρχίας το 1952, η αιγυπτιακή πολιτική καθορίζεται από το στρατό. Ο προϋπολογισμός του υπολογίζεται σε 6 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό στο οποίο προστίθενται 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια που δίνουν οι ΗΠΑ. Ο στρατάρχης Μοχάμεντ Χουσεΐν Ταντάουι είναι ο νέος  διαχειριστής της εξουσίας στην Αίγυπτο. Και παρά τη διαβεβαίωση ότι η ηγεσία του θα ήταν προσωρινή, εξακολουθεί να είναι ο πιο ισχυρός άνδρας ως πρόεδρος του ανώτατου συμβουλίου των ενόπλων δυνάμεων. Το 1991, οδήγησε τα αιγυπτιακά στρατεύματα στον Πόλεμο του Κόλπου, διατέλεσε Υπουργός Άμυνας και τελικά, το 1995, έγινε στρατάρχης. Έκτοτε, θεωρείτο στενός σύμβουλος του ανατραπέντα προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ.

     

    Αναμφίβολα ο Ταντάουι έχει ισχυρούς δεσμούς με το αμερικανικό στρατιωτικο-βιομηχανικό κατεστημένο. Ανεξάρτητοι παρατηρητές ισχυρίζονται ότι ο στρατάρχης είναι εν μέρει υπεύθυνος για την σταδιακή κατασπατάληση από τον αιγυπτιακό στρατό ποσού μεγαλύτερου των 450.000 δολαρίων. Λέγεται ότι προωθούσε μόνον τις καμπάνιες του στρατού και όχι τις στρατιωτικές του δυνατότητες και με αυτόν τον τρόπο μετασχημάτισε τον στρατό σε μια οικονομική αυτοκρατορία προς όφελος εταιρειών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Ο Ταντάουι φέρεται να έχει το δικαίωμα να θέτει βέτο σε όλες τις επενδύσεις που γίνονται στην Αίγυπτο, γεγονός που σημαίνει ότι έχει μια θέση κλειδί για την μελλοντική ανάπτυξη. Σύμφωνα με πρόσφατα νέα από το Κάιρο, ότι ο στρατός σταδιακά παίρνει θέση ενάντια στους διαδηλωτές. Αυτό εξηγεί τα δημοσιεύματα της αγγλικής εφημερίδας Guardian, σύμφωνα με τα οποία στις πρόσφατες διαδηλώσεις συνελήφθησαν εκατοντάδες άνθρωποι από τον στρατό. Υπάρχουν φωνές που προειδοποιούν για συνέχιση του καθεστώτος Μουμπάρακ χωρίς τον Μουμπάρακ. Ο αρθρογράφος των Νιου Γιόρκ Τάιμς Νικολάς Κριστόφ γράφει από το Κάιρο: «Το καθεστώς Μουμπάρακ υπήρξε σε μεγάλο βαθμό στρατιωτικό (με πολιτικό μανδύα): Ο Μουμπάρακ, ο αντιπρόεδρος Ομάρ Σουλεϊμάν και πολλοί άλλοι ήταν στρατιωτικοί καριέρας. Εάν λοιπόν τώρα αναλάβει ο στρατός, πόσο διαφορετικό θα είναι το σύστημα;»

     

    Η διώρυγα του Σουέζ – η γεωστρατηγική της σημασία

     

    Πέραν της σπουδαιότητάς της ως μιας περιφερειακής δύναμης στην Μέση Ανατολή, η Αίγυπτος κατέχει επίσης μια θέση κλειδί στην παγκόσμια οικονομία εξαιτίας της διώρυγας του Σουέζ. Περίπου 8% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου μεταφέρεται ταχύτατα από την Ευρώπη προς την Ασία μέσω της διώρυγας του Σουέζ, από την οποία περνούν 45 -50 πλοία ημερησίως. Μέχρι ώρας, οι πολιτικές αναταραχές δεν έχουν επηρεάσει την διέλευση.  Οι ΗΠΑ άφησαν να εννοηθεί πως ένα ενδεχόμενο κλείσιμο της διώρυγας θα μπορούσε να προκαλέσει στρατιωτική επέμβαση. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι το νέο αιγυπτιακό καθεστώς θα διατηρήσει τη διώρυγα – η οποία ελέγχεται από το κράτος – ανοιχτή με κάθε κόστος. Από την άλλη, ο ρόλος της Αιγύπτου στην παγκόσμια οικονομία είναι ήσσονος σημασίας. Διεθνώς, η χώρα είναι ένας μικρός παίκτης με ονομαστικό ΑΕΠ 188 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2009 (σε σύγκριση με τα 2,649 δισεκατομμύρια δολάρια της Γαλλίας). Αμελητέα είναι επίσης και η σπουδαιότητά της στο παγκόσμιο εμπόριο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΣΑ, η Αίγυπτος εισάγει αγαθά αξίας 45 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό που αντιστοιχεί στο 0,4% του παγκόσμιου εμπορίου, ενώ στις εξαγωγές η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη. Με τις εξαγωγές της να είναι περίπου 23 δισεκατομμύρια δολάρια (0,2% των παγκόσμιων εξαγωγών), η Αίγυπτος βρίσκεται στο επίπεδο της Λευκορωσίας και του Αζερμπαϊτζάν. Σε σχέση με τον όγκο εμπορίου, η βαρύτητα της Αλγερίας είναι περίπου διπλάσια (45 δις), ενώ υπό αυτήν την οπτική η Τυνησία, η οποία βάλλεται επίσης από διαδηλώσεις, είναι ακόμα μικρότερη (14 δις δολάρια).

     

    Το πιο σημαντικό εξαγώγιμο προϊόν των χωρών της Βόρειας Αφρικής είναι τα καύσιμα-κατά κύριο λόγο το πετρέλαιο και στην περίπτωση της Αιγύπτου και το υγραέριο. Το γεγονός ότι η τιμή του πετρελαίου μπρεντ ανήλθε σε 100 δολάρια ανά βαρέλι δεν μπορεί να αποδοθεί σε φόβους για ενδεχόμενες μειώσεις της παραγωγή στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Πρακτορείου Ενέργειας,  η συμμετοχή της Αιγύπτου στην ημερήσια παραγωγή των 85 εκατομμυρίων βαρελιών αργού πετρελαίου ανήλθε, το 2009, μόνο σε 750.000 βαρέλια.  Συγκριτικά, η Σαουδική Αραβία εξήγαγε 7.9 εκατομμύρια και όλες οι αραβικές χώρες του ΟΠΕΚ 19,7 εκατομμύρια βαρέλια. Άρα εκείνο που σπρώχνει τους επενδυτές σε δράση είναι οι ανησυχίες σχετικά με τη μεταφορά του αργού πετρελαίου στην Ευρώπη.

     

    Το πετρέλαιο των αραβικών περιοχών περνάει μέσα από την Αίγυπτο από δύο οδούς: είτε μέσω του αγωγού Sumed (Suez-Mediterraneanpipeline), είτε με πλοία μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Η διάνοιξη του αγωγού Sumed, που εκτείνεται από την Ερυθρά Θάλασσα έως τη Μεσόγειο, ήταν μια αντίδραση στο κλείσιμο της Διώρυγας του Σουέζ το 1967. Ο αγωγός έχει ημερήσια δυνατότητα μεταφοράς περίπου 2,5 εκατομμύρια βαρέλια, όταν η Γκόλντμαν Σακς υπολογίζει την ημερήσια μεταφορά μέσω της διώρυγας του Σουέζ σε 2,2 εκατομμύρια βαρέλια. Το αργό πετρέλαιο και τα διυλισμένα προϊόντα αποτελούν περίπου το 15% του συνολικού ναύλου. Με αυτά τα δεδομένα, μέσω της Αιγύπτου διέρχεται περίπου το 2,5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.

     

    Εντούτοις, θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια αξιοσημείωτη μεταβολή στη ροή του πετρελαϊκού εμπορίου: Παγκοσμίως, το μερίδιο των χωρών του ΟΑΣΑ στις ενεργειακές απαιτήσεις έχει μειωθεί από 60% το 1973 σε 44% το 2008. Η Κίνα και η Ινδία, από την άλλη πλευρά, ήταν ο τρίτος και τέταρτος μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου αντίστοιχα, με καθαρές εισαγωγές που ανέρχονταν σε 175 και 128 εκατομμύρια αντίστοιχα. Οι Αραβικές χώρες, οι οποίες συνήθιζαν να παραδίδουν το πετρέλαιό τους στην Δύση μέσω της Αιγύπτου, όλο και περισσότερο το πωλούν απευθείας στην Ανατολή. Στο μεταξύ, σύμφωνα με την Γκόλντμαν Σακς, και η Σαουδική Αραβία εξάγει περισσότερο από το «μαύρο χρυσό» της στην Κίνα παρά στην Αμερική.

     

    Πιθανώς, η ανησυχία για την ασφάλεια των μεταφορών θα αυξανόταν ταχύτατα εάν οι πολιτικές αναταραχές στην Βόρεια Αφρική επηρέαζαν σημαντικούς εξαγωγείς πετρελαίου από την Αραβική χερσόνησο. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπάρακ Ομπάμα, είχε δίκιο όταν συνέκρινε τα γεγονότα της Αιγύπτου με τη πτώση του τείχους του Βερολίνου: χρειάστηκε μεγαλύτερο διάστημα για να γίνουν ορατές σε όλους οι διαρθρωτικές μεταβολές που προέκυψαν από τη λαϊκή εξέγερση. Υπάρχει, όμως, κάτι άλλο που καθιστά την σύγκριση με το 1989/90 προβληματική: με εξαίρεση την Ανατολική Γερμανία και την Πολωνία, τα κράτη του Ανατολικού μπλοκ  κατέρρευσαν εκ των έσω χωρίς να  ανατραπούν οι κυβερνήσεις τους από τις μάζες. Και, πάνω από όλα, τότε παραιτήθηκαν οι κρατικά προσανατολισμένες ελίτ του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ τα κράτη του Μάγκρεμπ και της Μέσης Ανατολής σήμερα είναι καπιταλιστικά, μαφιόζικου τύπου. Αντιστοίχως, δύσκολα μπορεί να παρατηρηθεί κάποια αναλογία με την Ιρανική επανάσταση του 1979: οι ισλαμιστές είναι ελάχιστα παρόντες στις διαμαρτυρίες ή – όπως στην περίπτωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας – παρουσιάζονται περισσότερο μετριοπαθείς. Η εξίσωση που προτείνεται από τους εχθρούς του Ισλάμ ότι η Δύση είναι Διαφωτισμός, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα και η Ανατολή δεσποτισμός, σαρία και θεοκρατία διαψεύστηκε από τα πρόσφατα γεγονότα, τουλάχιστον προς ώρας. Από την άλλη, δεν μπορεί να επαληθευτεί ο ισχυρισμός του Ούλριχ Μπέκ (στην Frankfurter, της 2ας Φεβρουαρίου 2011), ότι οι πρόσφατες σημαίνουν το τέλος της μετα-αποικιακής περιόδου, κατά την οποία «η “δημοκρατία” στις  αραβικές χώρες στην πραγματικότητα εκτέλεσε τον συνεχιζόμενο ιμπεριαλισμό της Δύσης». Πάντως, το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς ότι έγινε  προφανής η δυτική διγλωσσία. Ο Αιγύπτιος συγγραφέας Αλάα Αλ Ασουάνι ισχυρίστηκε ότι «η Δύση δεν θέλει αλλαγή, θέλει το πετρέλαιο». Και στην αποτίμηση του για την αίσθησή του από την πλατεία Ταχρίρ, ο Αιγύπτιο-Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Χαμέντ Αμπντέλ-Σαμάντ δήλωσε ότι μπροστά στην εικόνα των δακρυγόνων που εισάγονται από την Δύση και χρησιμοποιούνται ενάντια στους διαδηλωτές κανένας Αιγύπτιος δεν πιστεύει πια στις δυτικές δημοκρατίες. Παρά ταύτα, οι αραβικές επαναστάσεις φαίνεται να είναι ένας παράδοξος ξεσηκωμός ενάντια στη δυτική κυριαρχία, στο όνομα όμως των δυτικών αξιών και με τη χρήση δυτικών (τεχνολογικών) μέσων. Το ερώτημα είναι για πόσο η συνάρθρωση αστικο-φιλελεύθερων αξιών δίχως την κοινωνική βάση μιας ανεξάρτητης αστικής τάξης μπορεί να υπερισχύει, με δεδομένο ότι η αιγυπτιακή αστική τάξη είναι στενά συνδεδεμένη με την διαφθορά και τον πελατειακές σχέσεις. Από την άλλη, αυτό θα μπορούσε ίσως να είναι μια ευκαιρία, εάν η απαίτηση για φιλελεύθερες αρχές συνδυαζόταν με οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα που θα υποστηρίζονταν από τον εργατικό πληθυσμό.

     

    Στρατιωτική επέμβαση;

     

    Στο μεταξύ, όμως, στο προσκήνιο έχει έρθει το ερώτημα για το εάν θα υπάρξει στρατιωτική παρέμβαση εκ μέρους των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβύης. Για τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, το πετρέλαιο της Λιβύης δεν είναι ένα ασήμαντο μέγεθος στην παγκόσμια οικονομία. Η χώρα κατέχει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου όλης της Αφρικής, κατατάσσεται στην 17η θέση της λίστας των παγκόσμιων παραγωγών πετρελαίου (και στην 7η μεταξύ των χωρών του ΟΠΕΚ) και παρέχει γύρω στο 2% του συνόλου της παγκόσμιας προσφοράς. Το Ιανουάριο του 2011, η Λιβύη παρήγαγε γύρω στα 1,6 εκατομμύρια βαρέλια αργού πετρελαίου ημερησίως εξάγοντας το μεγαλύτερο μέρος του (85%) στην Ευρώπη. Οι σημαντικότεροι αποδέκτες είναι η Ιταλία, η Γαλλία και η Γερμανία. Σε σχέση με τις συνολικές εισαγωγές αργού πετρελαίου το πετρέλαιο της Λιβύης είναι εξαιρετικά σημαντικό για την Ιρλανδία (23%), την Ιταλία (22%) και την Αυστρία (22%). Πέραν τούτου, ο Καντάφι ήταν ένας χρήσιμος σύμμαχος της ΕΕ, καθώς είχε αναλάβει την βρώμικη δουλειά της αντι-μεταναστευτικής άμυνας στην πηγή της και περιέφραξε μετανάστες σε στρατόπεδα στην έρημο.

     

    Μια ΝΑΤΟική στρατιωτική επίθεση δεν αποτελεί μόνον παραβίαση της Λιβυκής εθνικής κυριαρχίας, αλλά ενέχει επίσης τον κίνδυνο μιας ευρύτερης στρατιωτικής κλιμάκωσης και εκτός Λιβύης. Η άμεση στρατιωτική παρέμβαση στην κυριαρχία μιας χώρας είναι μια defacto κίνηση πολέμου. Επ’ αυτού υπάρχουν πολυάριθμα παραδείγματα: τη δεκαετία του 1990 υπήρχε απαγόρευση πτήσεων πάνω από την Βοσνία και το Ιράκ. Η απαγόρευση πτήσεων πάνω από την Βοσνία ήταν απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ στην περίπτωση του Ιράκ η απαγόρευση αμφισβητείται διότι οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία είχαν καθιερώσει την απαγόρευση με δική τους πρωτοβουλία. Αρχικά, το 1991, ο εναέριος χώρος στο βόρειο τμήμα της χώρας είχε αποκλειστεί για την προστασία των Κούρδων από τις αεροπορικές επιθέσεις του Σαντάμ και το 1992 αποκλείστηκε επίσης μια αντίστοιχη περιοχή στο Νότο της χώρας αποκλείστηκε για την προστασία των Σιιτών. Η άποψη ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν επιτρέπεται να αποφασίζει την παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας οποιασδήποτε χώρας είναι δίκαιη. Η επιβολή ενός τέτοιου μέτρου από το ΝΑΤΟ είναι απολύτως αντίθετη με το Διεθνές Δίκαιο. Επιπλέον, τα παραπάνω παραδείγματα περιγράφουν τα όρια της αποτελεσματικότητας της απαγόρευσης πτήσεων εάν αυτή δεν συνοδεύεται από την ανάπτυξη επίγειων δυνάμεων. Στη Βοσνία η απαγόρευση των πτήσεων δεν εμπόδισε τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Για να επιβληθεί, δεν αρκεί μόνο η εξουδετέρωση των αεροσκαφών του εχθρού, αλλά και η αεράμυνα και το σύστημα ραντάρ στο έδαφος, προκειμένου να διασφαλιστεί η κυριαρχία επί του εναέριου χώρου και να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για τους πιλότους.

     

    Δεν είναι μόνο ο μαζικός κίνδυνος από την σκοπιά της πολιτικής ασφάλειας που προκύπτει από μια ενδεχόμενη κλιμάκωση του εμφυλίου στη Λιβύη – όπως απαιτούσαν τμήματα της πολιτικής τάξης των μεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Υπάρχουν, επιπλέον, οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες της Βόρειας Αφρικής και στην παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με την Αιγυπτιακή Κεντρική Τράπεζα, οι μεταφορές χρημάτων από τους μετανάστες εργαζόμενους στο εξωτερικό καλύπτουν το 17% του αιγυπτιακού εθνικού εισοδήματος. Μέχρι στιγμής, περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια μεταφέρονται στην Αίγυπτο από τη Λιβύη κάθε χρόνο. Εξαιτίας τόσο της ύφεσης στην τουριστική βιομηχανία, όσο και της παύσης αυτών των μεταβιβαστικών πληρωμών, η οικονομική κατάσταση στην Αίγυπτο θα χειροτερεύσει και αυτό θα οδηγήσει, μεταξύ άλλων, σε περαιτέρω αύξηση της ανεργίας. Για αυτό δεν είναι παράξενο που ειδικά οι  ανειδίκευτοι εργάτες θα ήθελαν να παραμείνουν στην Λιβύη. Οι μισθοί τους, που κυμαίνονται γύρω στα 500 δολάρια το μήνα, είναι απαραίτητοι για την επιβίωση των οικογενειών τους στην Αίγυπτο. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να βρεθούν άλλες πολιτικές διέξοδοι, ώστε να λήξει ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη, εάν δεν επιθυμούμε μια ανάφλεξη στην περιοχή και πέρα από αυτή.

     

     

    Μετάφραση: Βαγγία Λυσικάτου


Related articles