Στο Συμπόσιο που οργάνωσε το δίκτυο Espaces Marx τον προηγούμενο Ιανουάριο με θέμα «κρίση του πολιτισμού;» υπήρξε σε γενικές γραμμές συμφωνία ότι η παρούσα κρίση που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες και η ανθρωπότητα στο σύνολό της, θα πρέπει να αναλυθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Αν και οι συζητήσεις που αναπτύχθηκαν στις εργασίες του Συμποσίου δεν επικεντρώθηκαν ειδικά στην ιδέα της κρίσης πολιτισμού, εν τούτοις οι συνεισφορές των συνέδρων κατέδειξαν ότι η παρούσα κρίση δεν είναι μόνο χρηματιστηριακού, οικονομικού ή συστημικού χαρακτήρα, αλλά στο εσωτερικό της διαπλέκονται αντιφάσεις και αδιέξοδα που πηγάζουν από τις σφαίρες της οικονομίας, της κοινωνίας, της πολιτικής και του πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ότι οι βαθιές μεταβολές που συντελούνται σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας τις τελευταίες δεκαετίες μάς αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε πάνω στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Επιπλέον, μας υποχρεώνει να προβληματιστούμε πάνω στο γεγονός ότι το σημερινό καπιταλιστικό σύστημα, που τώρα καλύπτει ολόκληρο τον πλανήτη, παρεμποδίζει την ανεύρεση εναλλακτικών λύσεων.
Η κρίση του πολιτισμού και η κρίση του καπιταλισμού συνδέονται με τον ακόλουθο τρόπο: Από τη μία πλευρά, συνδέονται διότι ο καπιταλισμός είναι παράγωγο του δυτικού πολιτισμού και ειδικά της αντίληψης που είχε ο τελευταίος για την πρόοδο, η οποία συνιστούσε αναπόσπαστο κομμάτι του Διαφωτισμού και του Λόγου(σύνδεση που οδήγησε τον Geneviève Azam να αναφέρει στην παρέμβασή του ότι δεν πρέπει να συγχέεται το «ορθολογικό» με το «έλλογο»). Η συγκεκριμένη αντίληψη περί προόδου είναι, αντίστοιχα, αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το ανθρώπινο «είναι», με τον τρόπο κατά τον οποίο η «κοινωνία παράγεται», με την έννοια της εργασίας και τους στόχους που αυτή θέτει, γενικότερα δε με την ιδέα του ευ ζην και των διάφορων τρόπων ζωής. Όλα τα παραπάνω βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο της προσοχής. Από την άλλη πλευρά, οι δύο κρίσεις συνδέονται επειδή η «κρίση» προκύπτει από τις ανυπέρβλητες (εκτός και αν αλλάξει το σύστημα, όποτε και υπερβαίνονται ) αντιφάσεις ανάμεσα στον καπιταλισμό και τους αναγκαίους μετασχηματισμούς της υπάρχουσας κατάστασης. Μπορεί, δηλαδή, να υποστηρίξει κανείς ότι η κρίση είναι του δυτικού καπιταλιστικού πολιτισμού, ο οποίος σταδιακά επιβλήθηκε στον υπόλοιπό κόσμο, αρχικά μέσω της αποικιοκρατίας και τώρα μέσω της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης.
Η κρίση είναι αναντίρρητα κρίση της ίδιας της Δύσης ή καλύτερα της κυριαρχίας που, εδώ και αιώνες, εξασκεί στον υπόλοιπο κόσμο. Τις παλαιότερες εποχές, για παράδειγμα, όταν προέκυπτε μια σύγκρουση συμφερόντων σε κάποιο μέρος του κόσμου, συνήθως διευθετούνταν με την «πολιτική της κανονιοφόρου». Τώρα, πλέον, η ανικανότητα της Δύσης να επιβάλλει διά της βίας τις απόψεις της, γίνεται εμφανής στις διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή ή για το εμπόριο, καθώς και στην επίλυση διεθνών κρίσεων. Η Κίνα, η Ινδία και ίσως περισσότερες χώρες στο μέλλον θα αντικαταστήσουν τις σημερινές κυρίαρχες δυνάμεις. Σε κάθε περίπτωση, σήμερα είναι αδύνατο να τους επιβάλει κάποιος οτιδήποτε. Ωστόσο, αυτή η κρίση της Δύσης είναι μόνο μια πτυχή της ευρύτερης «κρίσης του πολιτισμού» στο μέτρο που ο υπόλοιπος κόσμος, στον οποίο το καπιταλιστικό σύστημα έχει επιβληθεί, είναι ανήμπορος να αναπτύξει αυθόρμητα εναλλακτικά πολιτισμικά μοντέλα. Αυτή η αδυναμία επιβάλλει την αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς ολόκληρου του κόσμου, καθώς, πέρα και πάνω από εθνικές ιδιαιτερότητες, η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με τα ίδια εμπόδια και τις ίδιες προκλήσεις για αλλαγή.
Οι συμμετέχοντες στο Συμπόσιο κατέδειξαν, με διάφορους τρόπους, την τελμάτωση του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος, επισημαίνοντας στο σύνολό τους μια κεντρική αντίφαση: Οι συνεχείς προσπάθειες του κεφαλαίου να μεγιστοποιεί διαρκώς το ποσοστό κέρδους του το σέρνουν σε μια ατελείωτη σπειροειδή κίνηση κατά την οποία η μείωση του «κοινωνικού κόστους» οδηγεί στη δομική εξασθένηση της ζήτησης, που με τη σειρά της καταλήγει στη μείωση των πωλήσεων. Επιπλέον, είναι αποφασιστικής σημασίας η εξωφρενική ποσότητα κεφαλαίου που αναζητά αποζημίωση: Ένα «εικονικό» κεφάλαιο ( ο Jean-Christophe Le Duigou αναφέρει τον όρο «πλασματικό κεφάλαιο») που κυριαρχεί και συντρίβει την «πραγματική» οικονομία, αποσπώντας συνεχώς χρήματα από την κοινωνία. Από αυτό προκύπτει το ερώτημα αν το κεφάλαιο διαθέτει ακόμα περιθώρια ελιγμών. Δηλαδή, αν έχει ακόμα δυνατότητες να υπερβεί τις αντιφάσεις που το ταλανίζουν, είτε μέσα από την επέκταση της εκμετάλλευσης σε νέα πεδία (η εκδοχή του «πράσινου καπιταλισμού») είτε μέσα από την εκμετάλλευση νέων τεχνολογιών, των ωκεανών ή του σύμπαντος κ.τ.λ. Κάποιοι, όπως ο Ιμανουέλ Βαλερστάιν, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το καπιταλιστικό σύστημα έχει μπει σε μια (τελική;) φάση δομικής ανισορροπίας που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1960. Αυτή η φάση είναι περισσότερο χαοτική (ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια που του αποδίδει η Φυσική) και σε αντίθεση με τις προηγούμενες φάσεις, όπου οι μεγαλύτερες προκλήσεις απέναντι στο σύστημα τελικά κατέληγαν σε επιστροφή στην κατάσταση ισορροπίας, μικρές ποσότητες ενέργειας μπορούν να προκαλέσουν τεράστια αποτελέσματα. Αυτή η περίοδος αποτελεί κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς κυοφορεί μια αλλαγή, ακόμα αβέβαιη και ίσως επικίνδυνη, της οποίας όμως την έκβαση μπορεί, παρ’ όλα αυτά, να επηρεάσει η «ελεύθερη βούληση» των λαών.
Εκτός από το τέλμα που επιφέρει η συσσώρευση αυτής της τεράστιας μάζας «πραγματικού» και «εικονικού» κεφαλαίου, του οποίου η αξιοποίηση οδηγεί σε οικονομική και κοινωνική ασφυξία, η δεύτερη πηγή της σημερινής κρίσης εντοπίζεται στην αδυναμία διατήρησης, πόσο μάλλον επέκτασης, μιας δυτικής καπιταλιστικής εννοιολόγησης της ανάπτυξης στον υπόλοιπο κόσμο, τη στιγμή μάλιστα που η συγκεκριμένη εννοιολόγηση αντιστρατεύεται την περιβαλλοντική και κοινωνική πραγματικότητα. Από τη μία πλευρά, στην περιβαλλοντική πραγματικότητα έχουν πάρει εκρηκτικές διαστάσεις η εξάντληση των φυσικών πηγών ενέργειας και καυσίμων, η κλιματική αλλαγή και η απειλούμενη βιοποικιλότητα, σημαίνοντας συναγερμό για την αντοχή του οικοσυστήματος μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η ανθρώπινη ζωή. Από την άλλη πλευρά, στην κοινωνική πραγματικότητα, διαπιστώμουμε την έκρηξη φαινομένων εξαθλίωσης, ειδικά στον κόσμο της εργασίας, τα οποία σαφέστατα αναιρούν την υπόσχεση της «προόδου» και της «ανάπτυξης» για το ευ ζην. Ο Frédéric Lebaron στην εισήγησή του έδειξε ότι η σχέση ανάμεσα στην ανάπτυξη και το ευ ζην πλέον αμφισβητείται, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ποικίλες σημαντικές ερευνητικές προσπάθειες που επιχειρούν να κατανοήσουν και να μετρήσουν με νέους «δείκτες», αυτό τον ιστορικό διαχωρισμό ανάμεσα στον καπιταλισμό και την ανθρώπινη πρόοδο. Τόνισε, επίσης, ότι η διένεξη περί των «δεικτών υπολογισμού της ανθρώπινης ανάπτυξης» οδηγεί στην αμφισβήτηση του «σκοπού της εργασίας» και, ως εκ τούτου, σε μια νέα νοηματοδότηση της ανάπτυξης. Τέλος, προτείνει, ακολουθώντας τον Edgar Morin, να εξετάσουμε ποια πράγματα –π.χ.,ανθρώπινη ζωή, ανισότητα κ.τ.λ.– θέλουμε να δούμε να αναπτύσσονται και ποια όχι, αντί η συζήτηση να εγκλωβίζεται στα στερεότυπα της «ανάπτυξης» και της «ύφεσης» γενικά.
Μια κρίση νοήματος
Όπως μαρτυρά και ο τίτλος του Συμποσίου, όλα αυτά τα κρίσιμα φαινόμενα στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, αν τα εξετάσουμε στο σύνολό τους, θα διαπιστώσουμε ότι πάσχουν από κρίση νοήματος, πράγμα που συνιστά κομβική συνιστώσα της «κρίσης του πολιτισμού». Προς τα πού βαδίζει η ανθρωπότητα; Σε ποιο είδος ανθρωπότητας θα θέλαμε να είμαστε ή σε τι είδους ανθρωπότητα θα θέλαμε να ζήσουμε; Δύο ερωτήματα που μορφοποιούνται ανάλογα με τη νοηματική φόρμουλα που χρησιμοποιεί κανείς για να τα διατυπώσει. Αυτό μας φέρνει στην ανάλυση του Ιμανουέλ Βαλερστάιν που υποστηρίζει ότι στις ερχόμενες δεκαετίες ο κόσμος θα αντιμετωπίσει μια νέα κατάσταση. Το ερώτημα είναι αν αυτή η κατάσταση θα είναι καλύτερη ή χειρότερη από αυτή που επικρατεί σήμερα, δηλαδή αν θα είναι περισσότερο άδικη και αυταρχική ή πιο εξισωτική και δημοκρατική. Αυτή είναι ουσιαστικά η ερώτηση που διατρέχει όλες τις κοινωνίες και εκφράζεται με χίλιους διαφορετικούς τρόπους στην ιδέα ότι «τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχίσουν σε αυτόν το δρόμο» – αλλά, από την άλλη, σε ποια κατεύθυνση μπορούν να κινηθούν; Ποτέ άλλοτε σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία αυτό το θεμελιώδες ερώτημα δεν είχε διατυπωθεί με τόσο ευθύ τρόπο. Η αιτία εντοπίζεται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά η «πρόοδος» μοιάζει να κατευθύνεται μόνιμα προς τα πίσω και οι επόμενες γενιές φαίνεται ότι θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες. Αυτό συμβαίνει σε μια εποχή όπου τα επιτεύγματα της γνώσης, που άλλοτε έδιναν το τέμπο στην «πρόοδο» σε βαθμό που να θεωρούνται η βασική αιτία της, γίνονται ολοένα και περισσότερο αξιοθαύμαστα. Πρόκειται για ένα ακατανόητο παράδοξο που οδήγησε στην αμφισβήτηση του μέλλοντος της ίδιας της ανθρωπότητας. Εξεταζόμενο υπό μια ριζοσπαστική οπτική, αυτό το παράδοξο αναδεικνύει ένα αυθεντικό ζήτημα πολιτισμού που μας αναγκάζει, κατά τον Alain Hayot, να είμαστε σε θέση να «προσδιορίζουμε αυτό που θέλουμε», διαφορετικά θα βυθιστούμε στην ακινησία. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο François Miquel-Marty ανέφερε ότι «αυτό που λείπει είναι μια ιδεολογία, ένα ιστορικό όραμα που νοηματοδοτεί αυτό που οι άνθρωποι βιώνουν», προσθέτοντας ότι «αυτό απαιτεί τεράστια διανοητική και πολιτική προσπάθεια».
Κρίση πολιτικής
Είναι γεγονός ότι η πολιτική έχει συνθλιβεί. Οχυρωμένη πίσω από μια στενή αντίληψη των θεμάτων εξουσίας, η πολιτική ασχολείται λιγότερο από ποτέ με τη γνώση, για να μην αναφέρουμε τη θεωρία. Αν και η τελευταία αρχίζει δειλά δειλά να κάνει την επιστροφή της στη δημόσια σφαίρα. Τα συμπτώματα της αρρώστιας από την οποία πάσχει η πολιτική είναι έντονα, ειδικά σε εκείνες τις χώρες που διαθέτουν μακρά και σημαντική δημοκρατική παράδοση. Η Αριστερά, σε όλες τις εκφάνσεις της, υποχωρεί και δέχεται συνεχώς επιθέσεις, ενώ ή πολιτική στο σύνολό της λοιδορείται. Η κοινωνική δυσανεξία εκφράζεται είτε μέσα από την αποχή είτε μέσα από την ψήφο στην Ακροδεξία, κυρίως σε φασιστικά και ρατσιστικά κόμματα. Οι δημοκρατικοί θεσμοί υπονομεύονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της υπονόμευσης συνιστούν τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης που διοργανώθηκε πριν από μερικά χρόνια στη Γαλλία. Τα αποτελέματά της έδειξαν ότι η πλειοψηφία του γαλλικού λαού ένιωθε πως η κατάργηση του Κοινοβουλίου δεν θα αποτελούσε μεγάλη καταστροφή.
Εκκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, οι Maryse Dumas και Marcel Gauchet αποδοκίμασαν από κοινού την τάση μετασχηματισμού της πολιτικής σκηνής σε θέατρο σκιών. Στην καρδιά αυτού του μετασχηματισμού βρίσκεται η ανικανότητα της πολιτικής να στοχαστεί πάνω στο κράτος την εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά και πάνω στην παγκοσμιοποίηση καθαυτή. «Ποια είναι η χρησιμότητα των πολιτικών;» αναρωτήθηκε η Maryse Dumas, και «πού ακριβώς λαμβάνονται οι αληθινές αποφάσεις;».Από τη δική του πλευρά, ο Marcel Gauchet τόνισε πως η «ευρωπαϊκή Αριστερά δεν λέει τίποτα για την παγκοσμιοποίηση και είναι ανίκανη να ανταποκριθεί σε ένα από τα πιο βασικά ιδεώδη της: το διεθνισμό», για να συνεχίσει «οι ελίτ έχουν αποχωρήσει από τις κονίστρες των εθνικών πολιτικών συστημάτων [...] το βασικό πρόβλημα της πολιτικής, το τυφλό σημείο της, είναι η απουσία στοχασμού πάνω σε αυτή» και να καταλήξει συμπεραίνοντας ότι «οφείλουμε να ξανασκεφτούμε πάνω στο κατάλληλο πλαίσιο ελέγχου της οικονομικής διαδικασίας από τη δημοκρατική ζωή».
Οι διάφορες εκδοχές της Αριστεράς μπορούν να κατηγορηθούν ότι κωφεύουν και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν κατάματα τα προειδοποιητικά σινιάλα που σωρεύονται ολοένα και περισσότερο. Αν και αντιμέτωπη με τόσο μεγάλο όγκο σημαντικών προβλημάτων, η Αριστερά δεν φαίνεται να έχει απαντήσεις στον ορίζοντα. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να μνημονεύσει το γελοίο πρόγραμμα θεσμικής αλλαγής που πρότεινε το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2012. Σύμφωνα με αυτό το πρόγραμμα, δεν υφίσταται πλέον ανάγκη αντιμετώπισης του «διαρκούς πραξικοπήματος»[1] στο οποίο επιτιθόταν από το 1958, ούτε προτείνεται μετάβαση στην ΣΤ′ Γαλλική Δημοκρατία. Προτείνονται μόνο κάποιας μικρής κλίμακας μεταρρυθμίσεις χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος. Όπως επιβεβαιώνεται από τις συνεισφορές των Maryse Dumas και Marcel Gauchet, η «δημοκρατική τάξη δεν μπορεί πλέον να ελέγξει τις διαδικασίες της οικονομίας». Η χρηματιστικοποίηση του κεφαλαίου σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση διέρρηξαν τους τοπικούς δεσμούς, που άλλοτε ανάγκαζαν τις μεγάλες εταιρείες να υπολογίζουν, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, τις ανάγκες των πληθυσμών. Ούτε λίγοι μήνες δεν έχουν περάσει από την «κρίση» και οι πολυεθνικές καταγράφουν ρεκόρ στα κέρδη τους, τα μισά εκ των οποίων θα μοιραστούν ως μερίσματα στους μετόχους. Η εξουσία τους πάνω στη ζωή και στο μέλλον των λαών είναι πλέον εξωφρενική, ωστόσο, από την άλλη πλευρά, «το κράτος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα», όπως ανέφερε ένας αριστερός γάλλος πρωθυπουργός πριν έξι χρόνια, εννοώντας προφανώς ότι αδυνατούσε να κάνει οτιδήποτε γι’ αυτή την κατάσταση.
Είναι ξεκάθαρο πλέον πως οι «αριστεροί» στις παρούσες συνθήκες δεν διαθέτουν απολύτως κανένα σχέδιο, αφήνοντας έτσι ανοιχτό το πεδίο για την ανάπτυξη της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς. Ο Iμανουέλ Βαλερστάιν ανέλυσε το πρόβλημα με αφορμή το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής, όπου μια ριζική διαφωνία (ή μήπως μια διαφωνία σχετικά με τον πολιτισμό;) οδηγεί σε αντιπαράθεση τα «κινήματα της ιθαγενικής Αριστεράς» με τα «κινήματα της πολιτικής Αριστεράς». Τα τελευταία φαίνεται να προτείνουν ένα μετασχηματισμό των χωρών στην κατεύθυνση της οικονομικής μεγένθυσης και της αύξησης του εθνικού εισοδήματος, κατηγορώντας παράλληλα την «Αριστερά των αυτοχθόνων» ότι ναρκοθετεί την όλη προσπάθεια και μοιάζει να δρα σαν αληθινός σύμμαχος των ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, η «Αριστερά των αυτοχθόνων» αντιπαρατάσσει την ιδέα του ευ ζην σε αυτή της οικονομικής μεγέθυνσης και κατηγορεί την «πολιτική Αριστερά» ότι προβαίνει στις ίδιες επιλογές με τη Δεξιά, καταστρέφοντας έτσι την αυτονομία της χώρας. Ο Βαλερστάιν θεωρεί πως η ένταση που παρατηρείται ανάμεσα στους δύο προαναφερόμενους πόλους αποτελεί ευρύτερο φαινόμενο, που ξεφεύγει από το πλαίσιο της Λατινικής Αμερικής. Διατυπώνει την ελπίδα για σύζευξη αυτών των δύο κινημάτων της Αριστεράς, δίχως την επίτευξη της οποίας υπάρχει κίνδυνος αντικατάστασης του καπιταλισμού από ένα πολύ χειρότερο σύστημα. Επείγει, δηλαδή, να ανοίξει η συζήτηση στο εσωτερικό της Αριστεράς σχετικά με τον τύπο του πολιτισμού που χρειάζεται να οικοδομηθεί – για το αν δηλαδή αυτός θα πρέπει να βασίζεται στη χωρίς όρια οικονομική μεγέθυνση ή σε ένα διαφορετικό τρόπο κατανόησης της ζωής. Αυτό το δίλημμα αποτελεί, κατά τον Βαλερστάιν, το σταυροδρόμι ενώπιον του οποίου στέκεται ολόκληρος ο κόσμος. Σε μια κατάσταση όπου οι λέξεις «κομμουνισμός» και «σοσιαλισμός» έχουν πάψει να σηματοδοτούν ένα ευκταίο μέλλον και δεν έχουν ακόμα αντικατασταθεί από άλλες, αυτή η συζήτηση πιθανόν τελικά να μας οδηγήσει στο να «προσδιορίσουμε αυτό που θέλουμε».
Μπορεί να υποθέσει κάποιος, κάπως βιαστικά, ότι η διένεξη που εκτυλίσσεται στην ευρωπαϊκή Αριστερά ανάμεσα στη «σοσιαλφιλελεύθερη» και τη «ριζοσπαστική»ή «μετασχηματιστική» τάση αποτελεί μέρος της ευρύτερης συζήτησης για τον πολιτισμό. Ωστόσο, αυτή θα ήταν μια πολλή αισιόδοξη άποψη, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο τάσεις κυριαρχείται από την παραδοσιακή αντίθεση ανάμεσα σε δύο διαφορετικά οράματα για την κοινωνία (το ένα φιλελεύθερο και το άλλο κρατικιστικό). Με δεδομένη την απουσία αληθινής ανανέωσης της πολιτικής σκέψης, ικανής να προσδιορίσει τους όρους αυτής της αντιπαράθεσης, η κοινωνία δεν διακρίνει καμιά διαφορά ανάμεσα στη φιλελεύθερη Αριστερά και τη Δεξιά – ενώ αγνοεί πλήρως τον «μετασχηματισμένο μετασχηματισμό», ο οποίος περιορίζεται σε ένα ποσοστό της τάξεως του 5% περίπου σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον αυτό το ποσοστό περιλαμβάνει κυρίως ηλικιωμένους που κινητοποιούνται στη βάση παλιών ιδεών. Αυτή η προσήλωση στα παλιά ιδεώδη είναι και ο λόγος που, παρ’ όλες τις προσπάθειες που καταβάλλουν, οι αριστεροί κατηγορούνται μονίμως ότι δεν έχουν σχέδιο. Αυτή η κριτική, βέβαια, συσκοτίζει το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι ακόμα σε θέση να προβάλουν μια εναλλακτική πολιτική βασισμένη στην «επιλογή πολιτισμού», που απαιτείται για μια προοδευτική έξοδο από την κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παθογένειας είναι οι συζητήσεις σχετικά με το πρόβλημα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, που έχει κυριολεκτικά συνταράξει αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτές οι συζητήσεις εγκλωβίζονται κυρίως σε τεχνικά θέματα χρηματοδότήσης των συστημάτων, αγνοώντας ουσιαστικά θέματα όπως η νοηματοδότηση της εργασίας, που θα ερμηνεύει τη θέση της στην κοινωνία και τη ζωή γενικότερα, το σκοπό της, αλλά και τη σχέση της με τις επιχειρήσεις, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στο μισθολογικό σύστημα και την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Τέλος, και πιο σημαντικό, τη σύνδεση της εργασίας με το «ευ ζην».
Οι νέες συνθήκες της ταξικής πάλης.
Η προβληματική περί των κρίσιμων διλημμάτων, η οποία αναπτύχθηκε παραπάνω, παραμένει άχρηστη αν περιοριστεί αποκλειστικά στο στερέωμα των ιδεών. Ως εκ τούτου, το Συμπόσιο έκλεισε τις εργασίες του με μια προσπάθεια προβληματισμου πάνω στις «νέες συνθήκες της ταξικής πάλης». Αυτές μπορούν να συνοψιστούν με την, κλασική πλέον, παρατήρηση περί ασυμμετρίας. Από τη μία πλευρά, έχουμε μια ολοένα και πιο περιορισμένη χρηματιστική τάξη (ή μήπως κάστα;), η οποία έχει συνειδητοποιήσει περισσότερο παρά ποτέ τα συμφέροντά της και έχει οργανωθεί για την υπεράσπισή τους. Από την άλλη πλευρά, έχουμε το προλεταριάτο (υποβαλλόμενο σε ετεροκαθοριζόμενες συνθήκες δουλειάς και ζωής), το οποίο δεν διαθέτει σε μεγάλο βαθμό «ταξική συνείδηση», ούτε είναι καλά οργανωμένο, συνιστά όμως τη συντριπτική πλειονότητα, αλλά ποικιλόμορφη, αφού διαχωρίζεται στο εσωτερικό της από πολλά και αντιφατικά συμφέροντα.
Τι σημαίνει όμως παραγματικά «συνείδηση»; Η απάντηση φαίνεται αυταπόδεικτη: Συνείδηση σημαίνει μια τάξη να γνωρίζει και να μοιράζεται τα συμφέροντά της, που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα μιας άλλης τάξης, και να τα γνωρίζει σε τέτοιο βαθμό ώστε η υπεράσπιση αυτών των κοινών συμφερόντων να οδηγήσει στην προώθηση ενός πολιτικού σχεδίου στη βάση του οποίου θα κινητοποιηθεί η συγκεκριμένη τάξη συνολικά. Η προώθηση αυτού του πολιτικού σχεδίου είναι πιθανώς το βασικό πρόβλημα. Όπως παρατηρεί ο Roger Martelli «η προώθηση του πολιτικού σχεδίου απαιτεί ταξική πόλωση και όχι μια απλή αντιπαράθεση» – μια πόλωση που προκαλείται «όταν μια ομάδα είναι σε θέση να συναρθρώσει, στη βάση ελπιδοφόρων προσδοκιών, ένα σχέδιο που διακηρύσσει το τέλος της κυριαρχίας στην οποία έχει υποκύψει μια τάξη». Με άλλα λόγια, η έλλειψη ταξικής συνείδησης δεν προκύπτει από την έλλειψη προβληματισμένων ανθρώπων, αλλά από τη συλλογική πολιτική ανικανότητα να εκπονηθεί και να υλοποιηθεί ένα τέτοιο σχέδιο. Όλα αυτά μας φέρνουν πάλι στον ίδιο παρονομαστή, δηλαδή στο ζήτημα της συζήτησης περί πολιτισμού, την οποία η Αριστερά πρέπει οπωσδήποτε να διεξαγάγει αν θέλει να δημιουργήσει νέες ελπίδες και προσδοκίες.
Ποια είναι τα διδάγματα των αραβικών επαναστάσεων;
Κατά περίεργη σύμπτωση, οι συζητήσεις του Συμποσίου έλαβαν χώρα στα τέλη του Ιανουαρίου, όταν ο επαναστατικός ξεσηκωμός του αραβικού κόσμου ήταν σε εξέλιξη. Έτσι, κανένας δεν ήταν σε θέση, λόγω της χρονικής εγγύτητας, να συνδέσει αυτά τα πολύ σημαντικά γεγονότα με τις προβληματικές που αναπτύχθηκαν παραπάνω. Μόνο μετά από κάποιες μέρες, στις εργασίες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Ντακάρ, αναρωτήθηκαν μερικοί για τη σύνδεση (ή τη μη σύνδεση) αυτών των επαναστάσεων με το κίνημα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης. Εκ των υστέρων, ίσως είμαστε σε θέση να συναγάγουμε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα από αυτές τις επαναστάσεις για τη σχέση ανάμεσα στον κοινωνικό μετασχηματισμό και τη δημοκρατία. Είναι προφανές ότι δύο από τις κυριότερες αιτίες αυτών των επαναστάσεων ήταν η κοινωνική εξαθλίωση, που επέφερε η συστηματική καταλήστευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών των χωρών, καθώς επίσης και η καταπάτηση στοιχειωδών δικαιωμάτων, που συνοδευόταν από την καταστολή των αστικών και πολιτικών ελευθεριών. Ωστόσο, η δεύτερη αιτία (η καταπάτηση των ελευθεριών) αποτελεί προϋπόθεση της πρώτης. Ήταν η συνειδητοποίηση αυτής της αιτιακής σύνδεσης που οδήγησε τους επαναστάτες να αγωνιστούν κυρίως στο πεδίο της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Και ακριβώς επειδή έθεσαν στους εαυτούς τους έναν τόσο συγκεκριμένο και άμεσα επιτεύξιμο πολιτικό στόχο, αυτά τα κινήματα δημιούργησαν ελπιδοφόρες προσδοκίες και κινητοποιήσεις από τις οποίες άντλησαν τη δύναμη τους
Μήπως αντί να σκεφτόμαστε ότι τα κινήματα αυτά αντιμετωπίζουν προβλήματα τα οποία οι δικές μας δυτικές κοινωνίες έχουν λύσει εδώ και αρκετές δεκαετίες, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι τα ζητήματα δικαιωμάτων, εξουσιών και ελευθερίας –δηλαδή σε γενικές γραμμές το ζήτημα της δημοκρατίας– συνδέονται πάντα με την αναγκαιότητα ενός ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού και αποτελούν πυλώνα μιας «ρεαλιστική» πολιτικής κινητοποίησης; Αυτό το ερώτημα ισοδυναμεί με την υπόθεση ότι ένα πολιτικό σχέδιο, ειδικά όταν πραγματεύεται μια εναλλακτική πρόταση για τον πολιτισμό, μπορεί να ευδοκιμήσει ή και απλώς να εκπονηθεί μόνο εφόσον έχουν δημιουργηθεί οι ανάλογες πολιτικές συνθήκες (με την έννοια του συσχετισμού δυνάμεων) για να το στηρίξουν. Αυτός ο τρόπος σκέψης που μας κληροδότησαν οι αραβικές επαναστάσεις μπορεί να αποβεί αποφασιστικής σημασίας. Διότι στην πολιτική υπάρχει άμεση σύνδεση ανάμεσα στην αίσθηση που έχει κάποιος ότι είναι αδύναμος και στο γεγονός ότι είναι αδύναμος, Σύνδεση ανάλογη με αυτή που υπάρχει ανάμεσα στη συνείδηση που αποκτά κάποιος για τη δύναμη που διαθέτει –επακόλουθο της ταξικής συνείδησης– και στην πραγματική ικανότητά του να μετασχηματίσει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Το «θέατρο σκιών», όρος που όπως είδαμε χρησιμοποίησε ο MarcelGauchet για την πολιτική σκηνή, λαμβάνει και άλλο νόημα. Δεν συνδέεται μόνο με την υπονόμευση της εξουσίας των κρατών, αλλά υποδήλωνει μια κατάσταση που δημιουργήθηκε για να κάνει το λαό να αισθάνεται αδύναμος – κατάσταση που τελικά μετατρέπει τους λαούς πραγματικά σε αδύναμους. Η προτεραιότητα, όπως πρότεινε η MaryseDumas, έγκειται στον προσδιορισμό των πραγματικών πηγών εξουσίας στις σφαίρες της πολιτικής, της οικονομίας, του πολιτισμού, των ΜΜΕ κ.τ.λ., τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο προσδιορισμός αυτός θα μας δώσει την ευκαιρία να προτείνουμε ριζικές αλλαγές σε όλα τα μέτωπα, με νέες εξουσίες στους μισθωτούς, τους πολίτες και τους λαούς, ώστε να τους δημιουργήσουμε το αίσθημα εξουσίας, το οποίο θα μετασχηματιστεί, έτσι, σε πραγματική εξουσία.
Το συμπέρασμα που συνάγουμε απ’ όλα τα παραπάνω είναι ότι το ζήτημα της δημοκρατίας και των θεσμών πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο του προβληματισμού μας. Είναι η προϋπόθεση που διασφαλίζει ότι η συζήτηση για ένα σχέδιο πολιτισμού εκτείνεται πέρα από τους κύκλους των πολιτικών και των διανοουμένων, στην καρδιά της ίδιας της κοινωνίας.
Μετάφραση: Λουδοβίκος Κοτσονόπουλος
[1](Σ.τ.Μ.) Ο όρος «διαρκές πραξικόπημα» αναφέρεται στο ομότιτλο βιβλίο του Mιτεράνπου εκδόθηκε το 1964. Εκεί ο γάλλος σοσιαλιστής ασκεί κριτική στη θεσμική διάρθρωσητης Ε′ Γαλλικής Δημοκρατίας (ιδρύθηκε με τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 1958), υποστηρίζοντας ότι ο στρατηγός Ντε Γκολ προέβη σε υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του προέδρου, καθιστώντας έτσι το προεδρικό πολίτευμα ένα είδος διαρκούς πραξικοπήματος. Σε αυτή τη γραμμή κινήθηκε η αντιπολιτευτική τακτική των σοσιαλιστών για πολλά χρόνια, ενώ κατά καιρούς πρότειναν ριζικές θεσμικές αλλαγές που θα σηματοδοτούσαν τη μετάβαση στην ΣΤ′ Γαλλική Δημοκρατία, απαλλασσόμενοι πλέον απότη θεσμική κληρονομιά του γκολισμού.