«Μπορούμε να αποκλείσουμε ότι οι άμεσες οικονομικές κρίσεις από μόνες τους παράγουν κομβικά ιστορικά γεγονότα, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να δημιουργήσουν ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για τη διάδοση ορισμένων τρόπων σκέψης και συγκεκριμένων τρόπων να θέτουμε και να λύνουμε τα ερωτήματα που συνδέονται με το σύνολο της επακόλουθης ανάπτυξης της εθνικής ζωής.»[1]
(Αντόνιο Γκράμσι)
Οι περισσότεροι έγκυροι μελετητές κατανοούν ότι δεν αντιμετωπίζουμε ούτε μια κυκλική κρίση χαρακτηριστική της καπιταλιστικής ιστορίας ούτε μια κρίση ρύθμισης του καπιταλισμού. Αντίθετα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια κρίση που σχετίζεται με το καθεστώς της καπιταλιστικής συσσώρευσης και το πολιτικό και διεθνές σύστημα που τη συνοδεύει, με άλλα λόγια μια συστημική κρίση.
Ακόμα και για τις κυρίαρχες ελίτ η κατάσταση εξακολουθεί να είναι επισφαλής. Οι κλυδωνισμοί των χρηματοπιστωτικών αγορών επιβάρυναν τους διαθέσιμους ρυθμιστικούς μηχανισμούς. Σήμερα, κανένας δεν είναι σε θέση να προβλέψει με σχετική σοβαρότητα τι θα επακολουθήσει στην Ευρωζώνη. Παρά την έλλειψη σχεδίου, η οποία αποδείχθηκε από τους αυτοσχεδιασμούς της τελευταίας περιόδου, οι ελίτ αντιδρούν με μια ταξική πολιτική επίθεση, στόχος της οποίας είναι να καταργήσει και τα τελευταία υπολείμματα του φορντικού ταξικού συμβιβασμού που είχαν επιβιώσει από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Τα προγράμματα λιτότητας επιβαρύνουν κατά πρώτο λόγο την πρώην εργατική τάξη, η οποία είχε ενσωματωθεί στα μεσαία στρώματα. Οι συνθήκες διαβίωσής της πρόκειται να εξομοιωθούν με τις συνθήκες διαβίωσης εκείνων των κοινωνικών τάξεων που υποφέρουν από επισφάλεια στις καπιταλιστικές κοινωνίες.
Η Ευρώπη έχει φτάσει σε κρίσιμη καμπή. Είναι πολύ πιθανό να βρισκόμαστε στην αφετηρία μιας μακράς φάσης κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, παγιδευμένοι σε μια διαδικασία κατά την οποία η γεωπολιτική και γεωοικονομική σημασία της Ευρώπης παρακμάζει. Στη θεωρία, οι οργανικές κρίσεις (Γκράμσι) αυτού του είδους δημιουργούν ευκαιρίες για τη διάδοση μιας θεωρίας κοινωνικής αλλαγής. Ωστόσο, όσο η κρίση της κυρίαρχης ηγεμονίας δεν υπερβαίνεται μέσω της ανάπτυξης μιας ανταγωνιστικής ηγεμονίας που θα εξασφαλίζει τη γενική συναίνεση, η κατάσταση εγκυμονεί μεγάλο κίνδυνο. «Όταν εμφανίζονται τέτοιες κρίσεις, η άμεση κατάσταση γίνεται λεπτή και επικίνδυνη, γιατί το πεδίο είναι ανοικτό σε λύσεις βίας, στη δραστηριότητα των σκοτεινών δυνάμεων που αντιπροσωπεύονται από χαρισματικούς ή βίαιους ανθρώπους»[2], όπως προειδοποιούσε ο Γκράμσι στο 13οΤετράδιο Φυλακής, το οποίο έγραψε μεταξύ 1932 και 1934.
Κατά τη γνώμη του, ο μεγαλύτερος κίνδυνος ελλοχεύει στην υποτίμηση της κρισιμότητας της ιστορικής στιγμής.
Ι
Η πρώτη ερώτηση που προκύπτει σχετίζεται με το χαρακτήρα της Αριστεράς της οποίας θέλουμε να αποτελούμε κομμάτι. Η σημαντικότερη πολιτική κληρονομιά του 20ού αιώνα για την Αριστερά στην Ευρώπη –και για να είμαστε πιο ακριβείς στην ηπειρωτική Ευρώπη– είναι η οργανωτική διάσπαση του εργατικού κινήματος σε ένα μετριοπαθές και σε ένα ριζοσπαστικό ρεύμα. Για να το θέσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια: Η ύπαρξη μαζικών κομμάτων με την κουλτούρα τους και τους θεσμούς τους, τα οποία, ανεξάρτητα από –και συχνά σε πλήρη αντίθεση με– το σοσιαλδημοκρατικό πλειοψηφικό ρεύμα, εκπροσώπησαν τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα του εργατικού κινήματος. Μολονότι τα ρεύματα αυτά εμπνεύστηκαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, παραδόξως αντιλαμβάνονταν ότι το ρωσικό επαναστατικό μοντέλο δεν μπορούσε να μεταφερθεί. Όπως γνωρίζουμε, αυτό το μοντέλο χαρακτηριζόταν από μια κοινωνική πραγματικότητα στην οποία, όπως γράφει ο Γκράμσι, «το κράτος ήταν το παν και η κοινωνία πολιτών ήταν αρχέγονη και χαλαρή»[3]. Το μοντέλο αυτό, εφαρμοζόμενο στη Δύση όπου «η σχέση κράτους και κοινωνίας πολιτών ήταν στενή και, ως εκ τούτου, πρόβαλλε σθεναρές αντιστάσεις στις όποιες επαναστατικές φιλοδοξίες, θα μπορούσε να οδηγήσει μόνο σε ήττα»[4].
Η επακόλουθη αλλαγή παραδείγματος, δηλαδή «η αλλαγή από τον πόλεμο κινήσεων στον πόλεμο θέσεων», χαρακτηρίζεται από τον Γκράμσι ως «η πιο σημαντική ερώτηση που έχει θέσει η μεταπολεμική εποχή στην πολιτική θεωρία»[5] και αντανακλά την πρώτη ιστορική ρήξη στο εσωτερικό της κομμουνιστικής ταυτότητας, η οποία για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο εκπροσωπούσε την Αριστερά της Αριστεράς. Ο Γκράμσι με τις παραπάνω επισημάνσεις δεν αναφερόταν, όπως απλοϊκά κάποιες φορές θεωρείται, στην υποχώρηση της επαναστατικής μεταπολεμικής κρίσης. Η περίοδος που έγραψε αυτές τις λέξεις, μεταξύ 1930 και 1932, υποδεικνύει κάτι διαφορετικό. Στην πραγματικότητα, ο Γκράμσι κάνει μια έμμεση μνεία σε επίκαιρα ζητήματα σχετικά με το κόμμα. Αναφέρεται, δηλαδή, στη στροφή που πραγματοποιείται από τον Στάλιν το 1928 σε σεχταριστικές και αυταρχικές μορφές πολιτικής και στις αρνητικές επιπτώσεις της στροφής αυτής στα κόμματα της Δύσης, υπόθεση που επαληθεύτηκε τα επόμενα χρόνια της οικονομικής κρίσης και τελικά οδήγησε στην ήττα του γερμανικού εργατικού κινήματος[6].
Εκείνο που είναι ιδιαίτερα κρίσιμο για εμάς σε αυτό το σημείο είναι ο δεσμός που καθιερώνεται από τον Γκράμσι ανάμεσα στη θεωρία του πολέμου θέσεων και της ηγεμονίας με τα προβλήματα που θέτει η κρίση. «Εάν η κυρίαρχη τάξη απολέσει τη συναίνεση, δηλαδή δεν είναι πια ηγεμονική αλλά μόνο κυρίαρχη, ασκώντας αποκλειστικά καταναγκασμό, αυτό σημαίνει ότι οι μάζες έχουν απαγκιστρωθεί από τις παραδοσιακές ιδεολογίες και δεν πιστεύουν πλέον όσα συνήθιζαν να πιστεύουν κ.τ.λ. Η κρίση συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι, ενώ το παλιό πεθαίνει, το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί: Σε αυτό το μεσοδιάστημα κάνει την εμφάνισή της μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά συμπτώματα»[7].
Γιατί όμως αναφερόμαστε στον Γκράμσι στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα σημερινά προβλήματα;
Ο Γκράμσι στη θεμελιώδη μελέτη του για την ιστορική φιλοσοφία του Μπενεντέτο Γκρότσε, θεωρεί μεγαλύτερο μεθοδολογικό πρόβλημα της ιστορικής και πολιτικής έρευνας το γεγονός ότι η φιλοσοφία της πράξης, δηλαδή ο μαρξισμός, όχι μόνο δεν αποκλείει την ηθικοπολιτική ιστορία, αλλά, αντίθετα, στο πιο πρόσφατο στάδιο της ανάπτυξής του αξιώνει τη στιγμή της ηγεμονίας ως θεμελιακή στη σύλληψή του για το κράτος και τον πολιτισμικό παράγοντα, θεωρώντας απαραίτητη τη δημιουργία ενός πολιτισμικού μετώπου παράλληλα με το οικονομικό και το πολιτικό [8].
ΙΙ
Η χρήση των γκραμσιανών επιχειρημάτων διαφέρει για δύο λόγους: Πρώτον, η έννοια της ηγεμονίας έχει νόημα μόνο σε σχέση με μείζονες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες σχηματίζουν υποκείμενα από μόνες τους. Το να χρησιμοποιήσουμε την «ηγεμονία» με τον γκραμσιανό τρόπο συνεπάγεται, όπως και στον Μαρξ, ότι διαβάζουμε την Ιστορία ως ιστορία της ταξικής πάλης. Δεύτερον, από τη στιγμή που, όπως τονίζει ο Γκράμσι, οι άνθρωποι αποκτούν συνείδηση της σύγκρουσης περιεχομένου και μορφής στον κόσμο της παραγωγής ανάγοντας τη στη σφαίρα των ιδεολογιών[9], μια μείζων πολιτική ομάδα για να μετατραπεί σε ηγεμονική θα πρέπει να υπερβεί το στάδιο της συγκρότησής της ως οικονομικής ομάδας, θα πρέπει δηλαδή να διεκδικήσει την ύπαρξή της στο πεδίο της ιδεολογίας και του πολιτισμού.
Το παραπάνω υπόκειται σε δύο ερμηνείες. Από τη μια, η ιδέα των συμμαχιών ή, αν προτιμάτε, των εξωτερικών και μηχανικών σχέσεων των κοινωνικών δυνάμεων υπό την ηγεσία μιας μείζονος ομάδας, όπως την αντιλαμβανόταν ο Λένιν και στις δύο επαναστάσεις στη Ρωσία. Αυτό από μόνο του είναι ένα απαιτητικό σχέδιο, από τη στιγμή που προϋποθέτει ότι η μείζων ομάδα μπορεί να πειστεί για την αναγκαιότητα των συμβιβασμών και της υπαγωγής των συντεχνιακών της συμφερόντων σε ένα πολιτικό καθολικό συμφέρον.
Από την άλλη (και αυτή είναι η δεύτερη καινοτομία που περιλαμβάνεται στα επιχειρήματα του Γκράμσι), η έννοια της ηγεμονίας είναι ακόμα πιο περίπλοκη απ’ ό,τι στη θεωρία βάσης και εποικοδομήματος, καθώς εμπλέκει αυτό που σήμερα αποκαλούμε «λογισμικό της λειτουργίας μιας μείζονος ομάδας», δηλαδή την ικανότητά της να ηγηθεί πνευματικά και ηθικά της κοινωνίας και, άρα, την υποκειμενικότητά της.
Η γνωστή γκραμσιανή φόρμουλα σύμφωνα με την οποία το κράτος στην «ολοκληρωτική» του μορφή είναι ηγεμονία προστατευμένη από την πανοπλία του καταναγκασμού –σημειώστε ότι δεν αναφέρεται σε καταναγκασμό μετριασμένο ή μεταμφιεσμένο από την ηγεμονία– πρέπει να γίνεται αντιληπτή σε αυτό το πλαίσιο.
Η πνευματική και ηθική ηγεμονία δεν αποτελεί ούτε αισθητική ολοκλήρωση της ανεπεξέργαστης πάλης για εξουσία ούτε υποκατάστατο της εξουσίας. Για τον Γκράμσι, η έννοια της ηγεμονίας είναι η γενική αρχή της κυριαρχίας μιας τάξης, ενώ η εξουσία αποτελεί απλώς μια στιγμή της.
Γι’ αυτόν το λόγο, η έννοια του «μετασχηματισμού», η οποία στον καθημερινό πολιτικό λόγο αναφέρεται σε μια μακροχρόνια και συγκρουσιακή διαδικασία αναδιάρθρωσης της κοινωνίας, αποκτά μια πρόσθετη διάσταση: αυτή της υποκειμενικότητας. Ο Γκράμσι, αναφερόμενος στην τάση του εργατικού κινήματος να υιοθετεί οικονομίστικες θέσεις, αναρωτιέται «γιατί αποκλείεται ο μετασχηματισμός της υποτελούς ομάδας σε κυρίαρχη, είτε μη λαμβάνοντας καθόλου υπόψη το πρόβλημα είτε παρουσιάζοντάς το με ακατάλληλη και αναποτελεσματική μορφή (σοσιαλδημοκρατία) είτε υποστηρίζοντας ότι είναι δυνατόν να μεταπηδήσουμε απευθείας από την ταξική κοινωνία σε μια κοινωνία απόλυτης ισότητας (μια ιδεατή εκδοχή συνδικαλισμού);»[10].
Το κρίσιμο ζήτημα στο λόγο περί μετασχηματισμού είναι ο αυτομετασχηματισμός της καταπιεσμένης τάξης σε τάξη ικανή να κυριαρχήσει.
ΙΙΙ
Στη Γερμανική Ιδεολογία, οι Μαρξ και Ένγκελς έγραψαν ότι «ο κομμουνισμός δεν είναι (για εμάς) μια κατάσταση που πρόκειται να καθιερωθεί, ένα ιδανικό στο οποίο η πραγματικότητα πρέπει να προσαρμοστεί. Ονομάζουμε κομμουνισμό το πραγματικό κίνημα το οποίο καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων»[11].
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η γκραμσιανή έννοια της ηγεμονίας δεν κινείται ελεύθερα στον παράδεισο των πολιτικών επιστημών. Αντίθετα, είναι ριζωμένη στις υλικές αντιφάσεις της κοινωνίας. Αυτό γίνεται απολύτως σαφές στον όρο «ιστορικό μπλοκ», όρος δηλωτικός μιας οντότητας αποτελούμενης από βάσεις και εποικοδομήματα, με «το περίπλοκο και αντιφατικό σύνολο των δομών του εποικοδομήματος να αποτελεί αντανάκλαση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής»[12].
Ενώ στην τρέχουσα πολιτική γλώσσα με τον όρο «κοινωνικό» ή «πολιτικό μπλοκ» αντιλαμβανόμαστε μια συμμαχία διαφορετικών ομάδων στη βάση συγκλίνοντων συμφερόντων, ο όρος «ιστορικό μπλοκ» στο γκραμσιανό θεωρητικό οικοδόμημα αναφέρεται σε κάτι περισσότερο, που έχει διαστάσεις αρχής. Στην ικανότητα, δηλαδή, κινητοποίησης κοινωνικών και πολιτικών ομάδων σε μια συγκεκριμένη εποχή γύρω από θεμελιώδεις και μακροπρόθεσμες απαιτήσεις της ιστορικής ανάπτυξης. Αυτό προσδιορίζει τους όρους νομιμοποίησης και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος. Τα πολιτικά κόμματα με ιστορική βαρύτητα μπορούν, έτσι, κατά πρώτο λόγο να συγκροτήσουν την ταυτότητά τους μέσω του ιστορικού μπλοκ, στο σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν λιγότερο ή περισσότερο ενσυνείδητα.
«Εάν σχηματιστεί μια κοινωνική ομάδα απολύτως ομοιογενής στο ιδεολογικό πεδίο, τούτο σημαίνει ότι οι προϋποθέσεις γι’ αυτή την επανάσταση είναι παρούσες στο ακέραιο, ότι δηλαδή το ορθολογικό είναι πραγματικό, ενεργά και επίκαιρα»[13].
Η ίδια ιδέα μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ «βάσης και εποικοδομήματος» έχει αναπτυχθεί από τον Αυστριακό Καρλ Πολάνιι σε ένα παιδαγωγικό κείμενο που έγραψε περίπου την ίδια περίοδο και το οποίο απευθύνεται στη χριστιανική Αριστερά. Σύμφωνα με τον Πολάνιι, είναι παρεξήγηση ότι τα οικονομικά συμφέροντα μιας τάξης θεωρούνται η τελική, η καταλυτική οδηγητική δύναμη της Ιστορίας. «Η θεωρία του Μαρξ υποστηρίζει κυρίως ότι τα συμφέροντα της κοινωνίας ως συνόλου είναι οι αποφασιστικοί παράγοντες στην Ιστορία. Αυτά τα συμφέροντα συμπίπτουν με την καλύτερη δυνατή χρήση των μέσων παραγωγής. Κατά συνέπεια, η τάξη η οποία είναι ικανή να εγγυηθεί την καλύτερη μέθοδο παραγωγής, αυτή ηγείται της κοινωνίας και, στην περίπτωση αλλαγής της μεθόδου παραγωγής, μια νέα τάξη ίσως αναλάβει την ηγεσία […] Με άλλα λόγια, δεν είναι τα ταξικά συμφέροντα, αλλά τα συμφέροντα της κοινωνίας ως συνόλου που αποτελούν τον καταλύτη της ιστορίας της κοινωνίας»[14].
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, δύο αξιωματικές παραδοχές μπορούν να μας βοηθήσουν να καθορίσουμε τι είναι αυτά τα συμφέροντα: «1) Ότι καμία κοινωνία δεν θέτει στον εαυτό της καθήκοντα που για τη λύση τους δεν υπάρχουν ακόμη οι αναγκαίοι και επαρκείς όροι ή δεν βρίσκονται τουλάχιστον στο δρόμο της εμφάνισης και της ανάπτυξης και 2) ότι καμία κοινωνία δεν διαλύεται και δεν αντικαθίσταται έως ότου αναπτυχθούν εκείνες οι μορφές ζωής οι οποίες ενυπάρχουν στις εσωτερικές της σχέσεις»[15]. Η μέθοδος ιστορικής ανάλυσης που περιγράφεται σε αυτό το σημείο από τον Γκράμσι έχει αποφασιστική πολιτική σημασία.
Η πρόταση ότι «η ανθρωπότητα πάντα θέτει στον εαυτό της μόνο εκείνα τα καθήκοντα στα οποία μπορεί να απαντήσει και ότι το καθήκον αναδύεται μόνο αφού οι υλικοί όροι για τη λύση του ήδη υπάρχουν» αναφέρεται στο πρόβλημα της ανάπτυξης μιας συλλογικής θέλησης. Η κριτική ανάλυση του νοήματος της πρότασης προϋποθέτει να ανιχνεύσουμε πώς αυτές οι διαρκείς συλλογικές θελήσεις σχηματίζονται και μπορούν να θέσουν στον εαυτό τους συγκεκριμένους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, δηλαδή να καταλήξουν σε μια κοινή συλλογική δράση. Πρόκειται για το πρόβλημα που στη σύγχρονη εποχή βρίσκει έκφραση σε σχέση με το κόμμα ή το συνασπισμό των κομμάτων που συνδέονται μεταξύ τους. Πώς ξεκινά η σύσταση ενός κόμματος, πώς αναπτύσσεται η οργανωμένη δύναμή του, η δύναμη που του δίνει τη δυνατότητα να επηρεάζει την κοινωνία κ.τ.λ.[16]
Στον Καρλ Πολάνιι οφείλουμε τον όρο «μεγάλος μετασχηματισμός», τον οποίο χρησιμοποίησε για να περιγράψει την περίπλοκη μετάβαση από τις φεουδαρχικές κοινωνίες στην καπιταλιστική οικονομία, που έλαβε χώρα περισσότερα από 300 χρόνια πριν και τον οποίο συσχέτισε με τη μεγάλη οικονομική και πολιτική κρίση των δεκαετιών του 1920 και του 1930. «Ο φασισμός, όπως ο σοσιαλισμός, είχε τις ρίζες του σε μια κοινωνία της αγοράς που αδυνατούσε να λειτουργήσει. Συνεπώς, ήταν καθολικός στο πεδίο δράσης, οικουμενικός στην εφαρμογή του. Τα ζητήματα υπερέβησαν την οικονομική σφαίρα και παρήγαγαν ένα γενικό μετασχηματισμό αναμφίβολα κοινωνικού περιεχομένου, που διαχύθηκε σχεδόν σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, πολιτικό ή οικονομικό, πολιτισμικό, φιλοσοφικό, καλλιτεχνικό ή θρησκευτικό»[17].
Ακολουθώντας τον Πολάνιι, καθώς και τον Αντόνιο Γκράμσι, θα ήθελα να προτείνω μια προσέγγιση της παρούσας παγκόσμιας κρίσης ως κρίσης μετάβασης, κρίσης μετασχηματισμού.
Κάτι τέτοιο περιλαμβάνει μια ερμηνεία της κρίσης που διανύουμε στην Ευρώπη ως κρίσης του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Η υπεράσπιση του βιοτικού της επιπέδου και του κοινωνικού κράτους απέναντι στην επίθεση της κυρίαρχης τάξης θα πρέπει να συνδέεται με την πολιτισμική και ψυχολογική ένταξη των ανθρώπων γενικά και της εργατικής τάξης ειδικότερα σε μια παγκοσμίως διαφοροποιημένη πραγματικότητα. Αυτή είναι μια διαδικασία που περιγράφεται από τον Γκράμσι «ως η μετάβαση από το καθαρά οικονομικό στο ηθικό - πολιτικό επίπεδο, [….] ως κάθαρση»[18].
IV
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί μια ουσιώδης διαφορά (μια αρχική κατάσταση): Έως το τέλος του προηγούμενου αιώνα όχι μόνο εξαφανίστηκε ο σοσιαλισμός στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και η επιρροή της Αριστεράς στην καπιταλιστική Ευρώπη, όπως δείχνουν και τα εκλογικά αποτελέσματα, μειώθηκε από το 15% στο 7%. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει μια ακόμη εντυπωσιακή ποιοτική αλλαγή που θα πρέπει να σημειωθεί. Ενώ κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950 μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα λειτουργούσαν ως ναυαρχίδες της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η επιρροή τους μειώθηκε σε δύο ιστορικά στάδια, στις δεκαετίες του 1970 και του 1990 αντίστοιχα. Αυτό αντισταθμίστηκε από την αύξηση της επιρροής αριστερών κομμάτων νέου τύπου, όπως τα αριστεροσοσιαλιστικά, τα αριστεροοικολογικά και τα αριστερολαϊκιστικά. Σε μεγάλο βαθμό τα κόμματα αυτά αντικατοπτρίζουν την πολιτική κουλτούρα των αντίστοιχων χωρών, δεν αντιπροσωπεύουν όμως ένα χαρακτηριστικό γενικό μοντέλο του νέου σχηματισμού της Αριστεράς. Και εδώ εδράζεται ένα θεωρητικό πρόβλημα.
Τι είναι λοιπόν σήμερα η νέα Αριστερά εάν αποδέχεται τις αρχές του πολέμου θέσεων και της ηγεμονίας ως βασικές της θέσεις; Πρόκειται μήπως για μια σοσιαλδημοκρατία που απλώς χρησιμοποιεί πιο ριζοσπαστική γλώσσα, αυτό δηλαδή που ο Μπρούνο Κρέισκι προέβλεψε ως το μέλλον του ευρωκομμουνισμού; Ο Γκράμσι ανέδειξε τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτό το θεωρητικό πρόβλημα μέσα από τις κατηγορίες που επινόησε. «Υπάρχει μια απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα σε πόλεμο θέσεων και παθητική επανάσταση (δηλαδή μια επανάσταση χωρίς επανάσταση, μια αφομοίωση της κοινωνίας από την κορυφή ως το τέρμα σε έναν καινοφανή αναπτυξιακό τύπο παραγωγής); Ή τουλάχιστον υπάρχει ή μπορεί να νοηθεί μια ολόκληρη ιστορική περίοδος όπου οι δύο (στρατηγικές) αντιλήψεις πρέπει να ταυτιστούν; […]Ένα πρόβλημα είναι το ακόλουθο: Δεν είναι και οι δύο συνιστώσες –από τη μία, παθητική επανάσταση/πόλεμος θέσεων και, από την άλλη, λαϊκή πρωτοβουλία/πόλεμος κινήσεων, παρ’ όλο που ανταγωνίζονται η μια την άλλη, απαραίτητες στον ίδιο ακριβώς βαθμό;»[19], έτσι ώστε μόνο εάν συναντηθούν σε μια ενοποιημένη πολιτική προσέγγιση, να προκύψει η αναγκαία στρατηγική ισορροπία μεταξύ τους.
Από τη σκοπιά των προκλήσεων της σημερινής εποχής, κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί κατά πόσο οι δυσκολίες, τα παράδοξα και οι εντάσεις που συνοδεύουν τη συμμετοχή των αριστερών κομμάτων στις κυβερνήσεις προκύπτουν ακριβώς από την ανικανότητα ή και από την έλλειψη ευκαιριών για να επιτευχθεί η προαναφερθείσα ισορροπία.
Για τον Γκράμσι, αυτή η ερώτηση είναι αρκετά σημαντική, καθώς «κάποιος πρέπει να εξετάσει εάν είναι δυνατό να σχηματιστεί από αυτό κάποια γενική αρχή της πολιτικής επιστήμης και της τέχνης»[20]. Και υποδεικνύει μια λύση στο πλαίσιο της «παραγωγικής διαλεκτικής μεταξύ ρεφορμιστικού και επαναστατικού σοσιαλισμού» –θα πρέπει να θυμόμαστε ότι έγραφε την περίοδο που η Κομμουνιστική Διεθνής έκανε λόγο για σοσιαλφασισμό– «όπου κάθε μέλος αυτής της διαλεκτικής αντίθεσης πρέπει να επιδιώκει να ηγεμονεύσει και να ρίχνει στον αγώνα όλα τα πολιτικά και ηθικά μέσα, καθώς μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ένα πραγματικό ξεπέρασμα, μια γνήσια υπέρβαση του αντιπάλου του»[21].
Η ανισορροπία που προκύπτει στην πορεία των αστικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα μεταξύ, από τη μια, μετριοπαθών τάσεων και, από την άλλη, λαϊκών πρωτοποριών συνίσταται στο γεγονός ότι «μόνο η θέση αναπτύσσει στην πραγματικότητα τις δυνατότητές της για αγώνα, μέχρι που να απορροφήσει τους αυτοαποκαλούμενους εκπροσώπους της αντίθεσης: αυτό ακριβώς είναι η παθητική επανάσταση»[22].
Τούτος ο αυτοπροσδιορισμός αναφέρεται στη φόρμουλα που σκιαγραφήσαμε παραπάνω: Η ικανότητα συμμετοχής στο σχηματισμό του ιστορικού μπλοκ ισούται με την ικανότητα συνεισφοράς στην εγκαθίδρυση μιας προοδευτικής τάξης, η οποία με την ιστορική έννοια είναι αντίστοιχη του σχηματισμού ενός κόμματος.
V
Προσπάθησα να θυμίσω κάποιες κατηγορίες του Αντόνιο Γκράμσι με σκοπό να διευκολύνω τις συζητήσεις μας ορίζοντάς τες πιο ξεκάθαρα. Ένας δεύτερος λόγος της επιστροφής μου στις γκραμσιανές κατηγορίες είναι πως μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε ευκολότερα την παρούσα κατάσταση, καθώς αναπτύχθηκαν στο ιστορικό περιβάλλον της Μεγάλης Ύφεσης και της ήττας της Αριστεράς τη δεκαετία του 1930.
Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος που αναφέρομαι στον Γκράμσι είναι ότι οι κατηγορίες του μπορεί να είναι χρήσιμες στην εκπόνηση του προγράμματος που πρέπει να ολοκληρώσουμε κατά τη διαδικασία της επαναθεμελίωσης της Αριστεράς στην Ευρώπη. Συνιστώντας θεωρητικές συζητήσεις δεν συνεπάγεται ότι προσπαθούμε να μετατρέψουμε τα κόμματα και τα κινήματα σε ειδικές επιτροπές κοινωνικών επιστημόνων.
Υπό αυτή την άποψη, ο σημερινός κόσμος απαιτεί μια νέα ερμηνεία. Επιτρέψτε μου να αναφέρω κάποια σημεία της:
· Οι επαναστατικές αλλαγές στον κόσμο της εργασίας, όπου βρίσκονται και οι ρίζες της ηγεμονίας σύμφωνα με τον Γκράμσι[23].
· Η διαμάχη περί το φύλο και τις έμφυλες σχέσεις.
· Τα όρια της οικολογικής ισορροπίας.
· Η κρίση των μέχρι σήμερα υφιστάμενων μορφών εκπροσώπησης.
· Η ανηλεής αναταραχή της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής τάξης.
Στην αυγή ενός νέου Μεγάλου Μετασχηματισμού, ο οποίος βρίσκει έκφραση μέσα στη σημερινή κρίση του πολιτισμού, οι πολιτικές και πολιτισμικές δυνάμεις βρίσκονται αντιμέτωπες με το καθήκον να οδηγήσουν στη γέννηση ενός νέου πολιτισμού. Εκείνες οι οποίες τελικά αναλαμβάνουν το κόστος να δημιουργήσουν τα θεμέλια αυτού του νέου πολιτισμού πρέπει να επινοήσουν ένα σύστημα που να ανταποκρίνεται στις αυθεντικές ανάγκες της ζωής, να αφήσουν την ελευθερία να αναπτυχθεί, να απαντήσουν στις προκλήσεις των καιρών.
(Το κείμενο είναι βασισμένο στην ομιλία που δόθηκε στο πλαίσιο του σεμιναρίου «Νόημα, υποκείμενα και χώροι του Μετασχηματισμού», στις 29-30 Μαΐου 2010, στη Φλωρεντία.)
Μετάφραση: Βαγγία Λυσικάτου
[1]Gramsci, A. Gefangnishefte, τόμος 7, Βερολίνο 1996, σ. 1563.
[2] Ό.π., σ. 1578.
[3]Gramsci, A. Gefangnisschriften, τόμος 4, Βερολίνο 1992, σ. 873.
[4]Ό.π.,σ.816.
[5].Wimmer, E.Antonio Gramsci und die Revolution, Βιέννη 1984, σ. 15.
[6]Gerratana, V.Einleitung zu/Introduction to: Gramsci, Antonio, Gefängnisschriften, Bd. 1, Βερολίνο 1991, σ. 31.
[7]Gramsci, A.Gefängnisschriften, τόμος 2, Βερολίνο 1991, σ. 354.
[8]Gramsci, A.Gefängnisschriften, τόμος 6, Βερολίνο1991, σ. 1239.
[9]Gramsci, A.Gefängnisschriften, τόμος 3, Βερολίνο 1992,σ. 500.
[10]Ό.π., σ. 499.
[11]Marx, K. καιEngels, F.«Die deutsche Ideologie», στο Marx/Engels,Werke (MEW), τόμος 3, Βερολίνο 1969, σ. 35.
[12]Gramsci, A.Gefängnisschriften, τόμος5, σ. 1045.
[13]Ό.π.
[14]Polanyi, K.Chronik der großen Transformation. Artikel und Aufsätze, Μάρμπουργκ