• Το δίλημμα της ιταλικής Αριστεράς: ρίζες και προοπτικές

  • 17 Jun 11 Posted under: Ιταλία
  • Η ιταλική Αριστερά είχε συσπειρώσει ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιταλικής κοινωνίας και είχε εξέχοντα ρόλο στο ιταλικό –και όχι μόνο– πολιτικό σύστημα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η ιταλική περίπτωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ανωμαλία» στην ευρωπαϊκή Αριστερά: και σε ό,τι αφορά τις «παραδοσιακές» πολιτικές οργανώσεις (ένα πολύ ισχυρό κομμουνιστικό κόμμα, το ΙΚΚ, κι ένα σοσιαλιστικό, το ΙΣΚ, με το οποίο υπήρχε μακρά συνεργασία), αλλά και σε ό,τι αφορά την ανάδυση νέων πολιτικών μορφωμάτων από το Μάη του ’68 και μετά (παρόντων τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και στα συνδικάτα). Ο ρόλος της ιταλικής Αριστεράς ήταν πολύ σημαντικός στη μεταπολεμική Ιταλία. Γι’ αυτό και η κρίση που πλήττει αυτή την περίοδο τα αριστερά κόμματα της Ευρώπης έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στην Ιταλία απ’ ό,τι αλλού, τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτισμικό και το πολιτικό επίπεδο. Η σύμπτωση της κρίσης της Αριστεράς με την ευρύτερη κοινωνική κρίση κάνει την τελευταία ακόμα πιο οξεία, κι αυτό έχει αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωση της δημοκρατίας και των πολιτικών θεσμών στη χώρα.

    Οι αιτίες για την αλληλεξάρτηση αυτή είναι πολλές. Κατά πρώτο, το ιταλικό κράτος ποτέ δεν έτυχε πλήρους νομιμοποίησης από τον πληθυσμό. Αυτό σχετίζεται κατ’ αρχάς με τον ελιτίστικο χαρακτήρα του κράτους, ο οποίος προέκυψε από το Ρισορτζιμέντο, που οδήγησε στην ενοποίηση της Ιταλίας, αφήνοντας ανεξίτηλα σημάδια σε ολόκληρη την προπολεμική περίοδο, όπως ανέλυσε με διαύγεια ο Γκράμσι. Σημαντικό ρόλο έπαιξε, προφανώς, και το φασιστικό καθεστώς. Συνεπώς, το δημοκρατικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε από το 1945 και μετά δεν στηρίχτηκε τόσο στους εύθραυστους και απονομιμοποιημένους κρατικούς θεσμούς όσο σε μια «από τα κάτω διαδικασία», την Αντίσταση. Η Αντίσταση δεν ήταν μόνο μια μορφή ένοπλης πάλης, αλλά μια πολύ πλατιά διαδικασία ανάληψης πολιτικών ευθυνών από όσους αυτοπροσδιορίζονταν ως «παρτιζάνοι». Γι’ αυτό και το (πολύ προοδευτικό) ιταλικό Σύνταγμα του 1948 προέκυψε ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας και όχι ως αποτέλεσμα πολιτικών συμβιβασμών κορυφής. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Αριστερά, ιδίως το ΙΚΚ, ήταν αυτή που εγγυήθηκε ή, καλύτερα, έχτισε τη δημοκρατία στην Ιταλία. Κατάφερε να δημιουργήσει ένα πολύ ευρύ δίκτυο από οργανώσεις και συλλογικότητες που αποτελούνταν από αγρότες, εργάτες, μεσοαστούς και διανοούμενους, στους οποίους έδωσε πρωταγωνιστικό ρόλο για πρώτη φορά στην Ιστορία. Η πολιτικοποίηση και η ενασχόληση με τον πολιτισμό έφτασαν σε πρωτοφανή επίπεδα. Οι παραδοσιακές εξεγερμένες μειοψηφίες, οι οποίες επί έναν αιώνα εκφράζονταν πολιτικά προκαλώντας καταστροφές σε δημόσια κτίρια, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία παρέμενε απαθής και αμέτοχη, αντικαταστάθηκαν από μια κουλτούρα ευρείας και ενεργούς δημοκρατικής συμμετοχής. Η τομή αυτή –στην οποία ο ρόλος που έπαιξε ο Τολιάτι είναι αδιαμφισβήτητος– ενεργοποίησε μια διαφορετική οπτική για την καθημερινότητα και τον πολιτισμό, η οποία είχε σύνθετες θεσμικές αποκρυσταλλώσεις, που διατηρήθηκαν για πολλές δεκαετίες μακριά από τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης.

    Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ότι η φθορά που έχει υποστεί η δημοκρατία στην Ιταλία επικαθορίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη διάλυση του ΙΚΚ το 1990, η οποία δεν οδήγησε στη δημιουργία κάποιας άλλης πολιτικής δύναμης με παρόμοια χαρακτηριστικά και τόσο ισχυρές ρίζες στην κοινωνία. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε η πεισματική προσπάθεια ενός κομματιού της Αριστεράς (της ηγεσίας των Δημοκρατών της Αριστεράς –του κόμματος που προέκυψε από τη διάλυση του ΙΚΚ–, η οποία ήταν κομμάτι της πάλαι ποτέ ανανεωτικής αριστεράς) να ρευστοποιήσει ολόκληρη την εμπειρία του 20ού αιώνα ως εάν να ήταν για πέταμα.

    Σε κάθε διαδικασία ιστορικής μετάβασης είναι απαραίτητη η κριτική ανάλυση του παρελθόντος. Στην Ιταλία, όμως, αυτό συνέβη εντελώς αποσπασματικά. Αυτό που κυριάρχησε ήταν η πλήρης αδιαφορία για το παρελθόν, σαν οι άνθρωποι να ήθελαν να απαλλαγούν από το άχθος που εμπόδιζε την πλήρη ενσωμάτωση στην κυρίαρχη «μοντέρνα» κουλτούρα. Από το 1990 και μετά, η ιταλική κοινωνία απαρτίζεται από πολλούς ανθρώπους οι οποίοι μπορούν να θεωρηθούν «εκτός κράτους», με όρους πολιτικής θεωρίας, ανίκανοι να καλλιεργήσουν πεδία απ’ όπου θα προκύψουν καινούργιες διαδικασίες (αντίθετα, στο πλαίσιο των πολιτικών συμβολισμών, τα «χωράφια» αυτά έβγαλαν βελανιδιές, ελιές και μαργαρίτες –τα σύμβολα, αντίστοιχα, των Δημοκρατών της Αριστεράς, της κεντροαριστερής κυβερνητικής συμμαχίας και ενός κομματιού των πρώην Χριστιανοδημοκρατών – ενός ακόμα «λαχανικού» στο οποίο δεν έχει δοθεί η απαραίτητη προσοχή, χωρίς όμως να έχει ισχυρές ρίζες στην κοινωνία). Από το 1990 ως το 1991, το ΙΚΚ έχασε περίπου 800.000 μέλη, τα οποία αποσύρθηκαν εντελώς από την πολιτική σκηνή. Ένα πολύ μικρό κομμάτι απορροφήθηκε από την Κομμουνιστική Επανίδρυση, η οποία παραμένει δραστήρια στους κοινωνικούς αγώνες, χωρίς όμως να έχει κατορθώσει να στήσει ισχυρές οργανώσεις με κοινωνική γείωση.

    Αυτό που προσπαθώ να κάνω δεν σχετίζεται με τη νοσταλγία ενός ένδοξου παρελθόντος. Προσπαθώ να δώσω μια απάντηση σε ένα δύσκολο ερώτημα: Πώς έχει καταφέρει ο Μπερλουσκόνι –ο οποίος έχει χάσει μέρος της δύναμης του, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να κυβερνά– να ηγεμονεύει σε μια χώρα με μια τόσο ισχυρή αριστερή παράδοση; Αν οι τωρινές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, όσο κατακερματισμένες κι αν είναι, έχουν βασικό στοιχείο μια βαθιά αντιπολιτική στάση, η οποία κερδίζει διαρκώς έδαφος, αυτό έχει να κάνει με την εμπειρία των 20 προηγούμενων ετών, τα οποία εξαφάνισαν αξίες και οπτικές, οδηγώντας πολλά κομμάτια του πληθυσμού στη σιωπή και την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η Αριστερά διέγραψε ολόκληρο το παρελθόν της, προτάσσοντας διάφορους «νεολογισμούς» κενούς περιεχομένου. Η διαδικασία αυτή παρήγαγε μεγάλο χάσμα γενεών, το οποίο εμπόδισε τη μεταφορά πολύτιμων εμπειριών από το παρελθόν και κατέστρεψε την ταυτότητα της Αριστεράς. Η καταστροφή του παρελθόντος έχει συνήθως συνέπεια την καταστροφή του μέλλοντος, λόγω του ότι καταργεί την έννοια του χρόνου και μαζί της την ουτοπία του μέλλοντος, επομένως οδηγεί σε μια κοντόφθαλμη δικτατορία του παρόντος. Όπως έγραφε η φεμινίστρια φιλόσοφος Γουέντι Μπάουν, μετά το 1989 δημιουργήθηκε ένα φαντασιακό που περιορίστηκε από την άκριτη αποδοχή μιας απαρχαιωμένης δημοκρατίας με τα χαρακτηριστικά ενός τελετουργικού υποκατάστατου της συμμετοχής. Στην Ιταλία, όπου το εργατικό κίνημα ήταν λιγότερο ενσωματωμένο απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο θάνατος της ουτοπίας ήταν πιο τραυματικός από οπουδήποτε αλλού. 

    Μέσα σε αυτό το κενό, ήταν αναπόφευκτο τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα να γίνουν θηράματα της μόνης τροφής που τους δόθηκε, του πολιτισμού του Μπερλουσκόνι που εμπεριέχει και ένα μοντέλο ζωής: τον ακραίο ατομικισμό, την αδιαφορία για οτιδήποτε κοινό και συλλογικό, συνεπώς τη βία και την αλαζονεία. Η αντίσταση ήταν πιο εύκολη για τα μορφωμένα αστικά στρώματα, που είναι καλύτερα εξοπλισμένα για να κάνουν κριτική. Είναι γεγονός ότι οι σημερινές μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στον Μπερλουσκόνι, τις οποίες η Αριστερά συχνά καταφέρνει να διευρύνει, αποτελούνται προφανώς από ανθρώπους που μπορούν να χαρακτηριστούν «φωτισμένα μεσαία στρώματα» και είναι παντελώς αόρατοι για τους ανθρώπους που ζουν στην περιφέρεια και οι οποίοι με την ψήφο τους (ή μάλλον με τη μη-ψήφο τους) εγκαταλείπουν τόσο τη ριζοσπαστική Αριστερά όσο και την Κεντροαριστερά.

    Εάν δεν ξεκινήσουμε ξανά από αυτό το σημείο, από ένα σχέδιο με μακροπρόθεσμη προοπτική, από την υπομονετική ανοικοδόμηση μιας νέας κουλτούρας και ενός νέου συστήματος αξιών, ανακτώντας –όχι μόνο με λόγια, αλλά και με τη φυσική μας παρουσία– τους χώρους όπου διαμένουν οι άνθρωποι που κάποτε ονομάζονταν προλεταριάτο ως προνομιακά μας πεδία, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς θα ανέβουμε ξανά την ανηφόρα. Η ανεργία, η επισφαλειοποίηση και η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών που παράγει η οικονομική κρίση είναι από μόνες τους ανεπαρκείς για να αντιστρέψουν τη διαγραφόμενη πορεία. Μπορεί να παράγουν δράσεις που πλήττουν την εικόνα του Μπερλουσκόνι, αλλά δεν παράγουν εναλλακτικές λύσεις. Έτσι, ενώ η κρίση πολλαπλασιάζει τους λόγους για διαμρτυρία, η Αριστερά συνεχίζει να βαυκαλίζεται αντί να ωριμάζει και το εκλογικό σώμα εναποθέτει τις ελπίδες του στο άλλο άκρο της αντιπολίτευσης. Και όχι πλέον τη Δεξιά του ForzaItalia, αλλά της Λίγκας του Βορρά, διότι η τελευταία προσφέρει, τουλάχιστον, τη στοιχειώδη άνεση του μικροκοινοτισμού – ή επιτρέπει στον εαυτό της να καταληφθεί από την «απολίτικη» ομοβροντία ενός κινήματος σαν αυτού του κωμικού Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος ισχυρίζεται πως δεν είναι ούτε δεξιός ούτε αριστερός, αλλά υπεράνω και των δύο. Υπάρχει η επικίνδυνη διεύρυνση του βάλτου που απλώνεται από την πεδιάδα του Πάδου ως τις πλουσιότερες επαρχίες των κεντρικών περιοχών, όπου ακόμη και κόκκινα οχυρά αρχίζουν να ταλαντεύονται, αλλά, πάνω από όλα, όπου εξελίσσεται ένας ύπουλος πολιτικός και πολιτισμικός εκβαρβαρισμός της κοινωνίας. Ο αυξανόμενος ρατσισμός είναι απλώς ένα σημάδι του. Παράλληλα, στο Νότο, που παραμένει στερημένος από κάθε δημοκρατικό συλλαλητήριο και διαδήλωση, εξαιτίας της εγκατάλειψης από την Αριστερά, το πεδίο έχει καταληφθεί από μαφιόζικες συμμορίες που ενδυναμώνονται από την παράνομη οικονομικήδραστηριότητά τους, η οποία προσφέρει τουλάχιστον κάποια μικρή αλλαγή στους ανθρώπους.

    Όχι πως δεν γίνονται καθόλου εκδηλώσεις διαμαρτυρίας – να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Το φθινόπωρο οι δρόμοι πλημμύρισαν από μαθητές της μέσης εκπαίδευσης και φοιτητές που διαδήλωναν εναντίον της σχολικής μεταρρύθμισης του υπουργού Τζελμίνι. Οι δρόμοι ήταν επίσης γεμάτοι από επισφαλείς εργαζόμενους, που αποτελούν πλέον την πλειονότητα των νεοπροσλαμβανόμενων, από νέους που μάχονταν εναντίον της ιδιωτικοποίησης, οι οποίοι συγκέντρωσαν έναν πρωτοφανή αριθμό υπογραφών για να διεκδικήσουν δημοψήφισμα που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της κυβέρνησης, από μέλη των κινημάτων εναντίον του τρένου μεγάλης ταχύτητας, εναντίον της ανέγερσης γέφυρας πάνω από τα Στενά της Μεσίνα, εναντίον των γεφυρών στις κοιλάδες, που καταστρέφουν το περιβάλλον, εναντίον της επέκτασης των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στη Βιτσέντζα, από τους Πόπολο Βιόλα που οργανώνουντις «μέρες εναντίον του Μπερλουσκόνι». Και γέμισαν επίσης από μετανάστες, οι οποίοι, παρά το εκφοβιστικό κλίμα που δημιουργήθηκε από την εμμονή με την ιδέα της ασφάλειας, αντέδρασαν για πρώτη φορά παίρνοντας στα χέρια τους αυτό που μέχρι πρόσφατα ήταν μόνο διαδηλώσεις αλληλεγγύης που οργανώνονταν από γηγενείς Ιταλούς.

    Από αυτά τα κινήματα προκύπτει το έμβρυο μιας νέας πολιτικής κουλτούρας: Η εκ νέου ανακάλυψη των «κοινών αγαθών», διαφορετικών από τα δημόσια ή ιδιωτικά, και της πρακτικής της συμμετοχικής δημοκρατίας διά της δημιουργίας δικτύων που επεκτείνονται διεθνώς. Αυτά είναι πολύτιμα φαινόμενα και θα ήταν μεγάλο λάθος η υποτίμησή τους. Και πάλι, αν δεν παρασύρομαι από τον ενθουσιασμό μου που τους βλέπω να γεμίζουν τους δρόμους της χώρας είναι επειδή πιστεύω πως είναι απαραίτητο να καταλάβουμε πως, αν και αυτά τα φαινόμενα προκαλούν σημαντικές ρωγμές στο ηγεμονικό πρότυπο του Μπερλουσκόνι, δεν προσφέρουν από μόνα τους μια βραχυπρόθεσμη εναλλακτική λύση. Έτσι, δεν φαίνονται να έχουν καμία επίπτωση στο χτίσιμο ενός κεντροαριστερού συνασπισμού ικανού να νικήσει τον Μπερλουσκόνι. Ούτε φαίνονται να δίνουν νέα ώθηση στη διασπασμένη Αριστερά. Με μια θετική εξαίρεση, πάντως: Την πρωτοφανή δημοτικότητα, της οποίας το εύρος έχει κάποια σχέση με αυτά τα κινήματα, του Νίκι Βέντολα, που επανεξελέγη την περασμένη άνοιξη κυβερνήτης της Απουλίας, έχοντας νικήσει τον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος στις προκριματικές εκλογές. Βρίσκεται τώρα στην κορυφή των δημοσκοπήσεων για τις εθνικές προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος, τις οποίες η Γραμματεία του κόμματος είναι αποφασισμένη να διεξαγάγει προκειμένου να επιλέξει τον αντίπαλο του Μπερλουσκόνι σε πιθανές πρόωρες εκλογές, στοχεύοντας σε μια κυβέρνηση «περιορισμένης ευθύνης» μόνο και μόνο για να ξεφορτωθεί τον «καβαλιέρε», όχι για να σχηματίσει ένα κοινό πρόγραμμα (το κόμμα του όμως ήδη διχάζεται λόγω αυτής της προοπτικής).

     

    Ο Βέντολα –επικεφαλής της μειοψηφίας (49,9 %) της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης μετά την εκλογική ήττα του 2008 και επικεφαλής πλέον της SEL (Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία), η οποία επίσης απορροφά το μέρος των διαλυμένωνΔημοκρατών της Αριστεράςπου αρνούνται να ενταχθούν στο Δημοκρατικό Κόμμα–, ο οποίος κατάφερε να ανακαλύψει μια νέα «μη πολιτική»γλώσσα και να ανταποκριθεί στην επιθυμία για πολιτική όχι επικεντρωμένη στην κυβερνησιμότητα, αλλά προσανατολισμένη σε μια νέα οπτική για τον κόσμο, είναι, πάνω απ’ όλα, ο εμψυχωτής νέων μορφών οργάνωσης «από τα κάτω» (τα «εργοστάσια του Νίκι»),που αναδύθηκαν από ένα κύμα θετικών πρωτοβουλιών του κυβερνητικού συνασπισμού της Απουλίας με επίκεντρο τους νέους.Θα μπορούσε σίγουρα να αποτελέσει σημείο αναφοράς για ένα νέο σχηματισμό της Αριστεράς, ικανό να φέρει στην πολιτική τις νέες γενιές.Παρ’ όλα αυτά, και σε αυτή την περίπτωση, αν και αφορά ένα φαινόμενο που φουσκώνει τις καρδιές μας, πρέπει να προχωρήσουμε με προσοχή.Για την ώρα, ο Βέντολα είναι ισχυρός λόγω της εξαιρετικής επιτυχίας του στα ΜΜΕ και επειδή καταφέρνει να χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα τις νέες τεχνικές επικοινωνίας.

     

    Αυτές οι τεχνικές είναι εξαιρετικές στην οργάνωση διαδηλώσεων, αλλά είναι και φορείς μιας ασαφούς κουλτούρας, η οποία στην πραγματικότητα έχει «αμερικανοποιήσει» την ιταλική πολιτική σκηνή. Ώθησε στη φετιχοποίησητης κοινής γνώμης και της κοινωνίας πολιτών, η οποία προτείνεται ως εναλλακτικό δημοκρατικό μοντέλο απέναντι σε αυτό που βασίζεται σε συλλογικές και οργανωμένες διαδικασίες για την συγκρότηση σχεδίων και στρατηγικών, όπως η επιλογή ενιαίων ηγεσιών που θα επιτρέψει στα κινήματα να συνεχίσουν στο χρόνο και να σωρεύσουν τη δύναμή τους ώστε να διαχειριστούν τις συγκρούσεις που φέρνεικάθε μετασχηματισμός (στα κόμματα και τις ενώσεις, σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή παράδοση). Πρόκειται για μια κουλτούρα που παράγει μια συνάθροιση δικτυωμένων ατόμων, ένα σύμπαν ατομικοτήτων οι οποίες έχουν κοινό τόπο αρκετό μεν για την επίτευξη συναίνεσης, αλλά πολύ αδύνατο για την κατασκευή κοινού νοήματος και οπωσδήποτε ιδιαίτερα ευάλωτο σε λαϊκίστικους πειρασμούς. Δεν είναι τυχαίο πως αυτοί που συσπειρώθηκαν γύρω από τον Ομπάμα, όσο πολυπληθείς κι αν ήταν κατά τη διάρκεια των εκλογών, ήταν απόντες όταν ο νεοεκλεγείς πρόεδρος έπρεπε να αντισταθεί στις ισχυρές δυνάμεις που εμπόδιζαν τη μεταρρύθμιση στην Υγεία. Και ένας θεός ξέρει πόσο δύσκολο θα είναι να μετασχηματιστεί η Ιταλία του Μπερλουσκόνι!

     

    Ο Βέντολα γνωρίζει αυτά τα πράγματα πολύ καλά, αλλά, προς το παρόν, δεν έχει καταφέρει να έχει πίσω του ένα κόμμα ή κάτι παραπλήσιο. Αντιμετωπίζει ένα Δημοκρατικό Κόμμα ανίκανο ακόμη και να αποφασίσει αν θέλει εκλογική συμμαχία με την Αριστερά για να νικήσει τον Μπερλουσκόνι ή προτιμά να ενωθεί με όσους αποσπώνται από τη συμμαχία του Μπερλουσκόνι, του Κεντρώους Καθολικούς και το νέο κόμμα του προέδρου της  Βουλής, Τζιανφράνκο Φίνι (που προέρχεται από τις γραμμές των φασιστών, ακόμη κι αν σήμερα βρίσκεται μεταξύ των πιο ενεργών στη σύγκρουση με τον Μπερλουσκόνι), καταδικάζοντας τον εαυτό του σε άλλη μία ήττα.

     

    Θα ήταν επιπόλαιονα σχηματίσουμε μια υπόθεση για το τι θα γίνει στο εγγύς μέλλον στην Ιταλία. Ένα από τα χαρακτηριστικά της κρίσης είναι πως δημιούργησε μια κατάσταση στην οποία όλοι πολεμούν εναντίον όλων. Είναι δύσκολο να ξέρεις ποιος είναι έχει πραγματικά τον έλεγχο και ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις των «μεγάλων παικτών». Ένα παράδειγμα είναι αρκετό για να το δείξει: Οι φωνές υπέρ της υποψηφιότητας του πρώην προέδρου της Fiat και του Συνδέσμου Ιταλών Εργοδοτών, Λούκα ντι Μοντέμολο, νυν προέδρου της Ferrari, ακούγονται και από τα δεξιά και από τα αριστερά. Ο ίδιος σχολίασε ότι «αυτό το γεγονός δείχνει τη συγκεχυμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πολιτική κατάσταση της Ιταλίας». Ακριβώς σε αυτόν το θρυμματισμό βρίσκεται ο κίνδυνος: Οι ισχυρές δυνάμεις θα δράσουν γρήγορα για να επανενωθούν και να επωφεληθούν από τη γενικευμένη αστάθεια και αβεβαιότητα, ώστε να υπερκεράσουν ακόμη κι αυτό το λίγο που έχει μείνει από τη δημοκρατία. Τα πραξικοπήματα θα γίνουν όλο και πιο εύκολα αν κάποιος συνειδητοποιήσει πως η Ιταλία έχει γίνει μια περιθωριακή χώρα την οποία η παρακμάζουσα Ευρώπη δεν αρκεί για να σώσει, τώρα που –όπως όταν ο Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική και ο άξονας της Ιστορίας μετατοπίστηκε από τη Μεσόγειο στον Ατλαντικό– η δυναμική δεν περιστρέφεται πια γύρω από τη Δύση, αλλά γύρω από την Ανατολή και τον Ειρηνικό. Για το λόγο αυτόν, ακόμα και οι καθαρά αμυντικές μάχες είναι χρήσιμες, με την προϋπόθεση ότι αξιολογούμε το τι πρέπει να γίνει όχι με όρους ενός βραχυπρόθεσμου παρόντος, αλλά με όρους μιας μακράς ιστορικής μετάβασης.

     

    Όπως διάβασα στο τελευταίο του βιβλίο, ο Σλαβόι Ζίζεκ ανέσυρε το παλιό μαοϊκό σύνθημα «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Με άλλα λόγια, η κρίση δεν είναι μόνο καταστροφή, αλλά αποτελεί και ευκαιρία για μετασχηματισμό, με τον όρο ότι θα απελευθερωθούμε από την ιδέα ότι δεν μπορούμε, το πραγματικό εμπόδιο για την αλλαγή και κυρίαρχη τάση σήμερα.Για να κερδίσουμε ξανά, χρειάζεται πολύ κουράγιο και φαντασία, αλλά και πολύς χρόνος. 

     

     

    Μετάφραση: Σταύρος Παναγιωτίδης, Χρήστος Σίμος

     

     

     

     

     


Related articles