«Ο χρόνος οριοθετεί την ανθρώπινη ανάπτυξη. Όποιος δεν έχει στη διάθεσή του ελεύθερο χρόνο και όλη του η ζωή –εκτός από τα απλά φυσικά διαλείμματα για ύπνο, φαΐ και λοιπά– απορροφάται από τη δουλειά του για τους καπιταλιστές είναι χειρότερος από υποζύγιο. Είναι απλώς μια μηχανή παραγωγής πλούτου, σωματικά τσακισμένος και πνευματικά αποκτηνωμένος. Και όμως, όλη η ιστορία της σύγχρονης βιομηχανίας δείχνει ότι το κεφάλαιο, όταν δεν χαλιναγωγείται, προσπαθεί ανάλγητα να φέρει όλη την εργατική τάξη στον ακραίο βαθμό ταπείνωσης».
Καρλ Μαρξ
Από την αρχή της βιομηχανικής ιστορίας είμαστε σε συνεχή αγώνα για τη μείωση της εργάσιμης ημέρας – και είχαμε αξιοσημείωτη επιτυχία. Σύμφωνα, όμως, με το «σύγχρονο» επιχείρημα του κεφαλαίου, μόνο με την επέκταση της ατομικής εργάσιμης εβδομάδας και του λεγόμενου χρόνου λειτουργίας των μηχανών μπορεί να διατηρηθεί ανταγωνιστική η οικονομία και να οδηγήσει –σχεδόν αυτόματα– σε όλο και πιο ασφαλείς θέσεις εργασίας. Μια ακόμα επίθεση των εργοδοτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι προ των πυλών.
Από τη δεκαετία του 1980, τα μέτωπα και οι συνθήκες δράσης για τη διαμόρφωση του χρόνου εργασίας μετακινήθηκαν. Η πραγματοποίηση της εργάσιμης εβδομάδας των 35 ωρών, στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ήταν η απάντηση στην αυξανόμενη ένταση της εργασίας που είχε επιτευχθεί εξαιτίας της εξασθένισης των απασχολούμενων με σχέση εξαρτημένης εργασίας από τη μαζική ανεργία.
Εκτός από τη μείωση του χρόνου εργασίας στη βιομηχανία μετάλλου και στην ηλεκτρική βιομηχανία της Γερμανίας, που επιτεύχθηκε μετά από διαπραγματεύσεις, μεγάλη επιτυχία ήταν η νομοθέτηση της μείωσης του χρόνου εργασίας στη Γαλλία στις 35 ώρες την εβδομάδα, που είχε αποτέλεσμα τη δημιουργία περίπου 500.000 θέσεων εργασίας στη χώρα. Παρά την ιστορική αυτή επιτυχία, η επέκταση της μείωσης του χρόνου εργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν υποτυπώδης. Στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στην Πορτογαλία, επιβλήθηκε σταδιακά το πρότυπο της εβδομαδιαίας εργασίας των 40 ωρών, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Χρόνο Εργασίας, που έθετε ως ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας τις 48 ώρες.
Το κεφάλαιο ποτέ δεν αποδέχθηκε την ήττα του στο θέμα της μείωσης του χρόνου εργασίας κατά τη δεκαετία του 1980 και από τότε προσπαθούσε να την ανατρέψει. Ο αγώνας για το χρόνο εργασίας είναι η πιο σκληρή κοινωνική σύγκρουση, δεδομένου ότι εδώ τα θέματα αναδιανομής συναθροίζονται με θέματα εξουσίας που αφορούν την πρόσβαση στην εργατική δύναμη. Η αυτοκρατορία ξαναχτυπά: Η πίεση στους εργοδότες τούς οδήγησε στην αύξηση του εργάσιμου χρόνου των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης – ειδικά στη Γερμανία και τη Γαλλία.
Από τη δεκαετία του 1980, η ευελιξία του χρόνου εργασίας, που επιβλήθηκε από τους εργοδότες και τον αυξανόμενο μετασχηματισμό της ρύθμισης του χρόνου εργασίας σε επίπεδο εργοστασίου, έγινε ο μοχλός που χρησιμοποιήθηκε εναντίον ενός καθεστώτος κοινωνικά ρυθμιζόμενου χρόνου εργασίας.
Οι σύγχρονες τάσεις που αναπτύσσονται στην κοινωνία (ατομικότητα, αυτοδιάθεση και ατομική ευθύνη) υπέστησαν τέτοια διαστρέβλωση από τους εργοδότες ώστε να αρχίσει να εισάγεται η έννοια του «χρόνου εργασίας που βασίζεται σε ένα σύστημα τιμής» (σ’ αυτή την περίπτωση δεν προσδιορίζεται ο χρόνος εργασίας), που τείνει στην κατάργηση των ορίων μεταξύ χρόνου εργασίας και αυτοεκμετάλλευσης. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση του χρόνου εργασίας στις επιμέρους επαγγελματικές ομάδες. Στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, οι εργάτες υψηλής εξειδίκευσης εργάζονται δύο ώρες περισσότερο, κατά μέσο όρο, από τους μισθωτούς μέσων ή χαμηλών προσόντων.
Η απώλεια της ισχύος των συνδικάτων στο ζήτημα της διαμόρφωσης του χρόνου εργασίας εκφράζει επίσης τη γενικότερη αμυντική θέση τους κατά την περίοδο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Αποφασιστικής σημασίας γι’ αυτή την εξέλιξη ήταν η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.
Η επί μακρό χρόνο μείωση της οικονομικής μεγέθυνσης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και η «άνοδος» των μέχρι σήμερα αναπτυσσόμενων περιοχών, π.χ. των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, οδήγησε σε ένα σπιράλ αδύναμης μεγέθυνσης, ανεργίας και μαζικής ανακατανομής του εισοδήματος και των περιουσιακών στοιχείων από κάτω προς τα πάνω.
Τα αυξανόμενα κεφάλαια λαχτάρησαν ακόμα πιο επικερδείς μορφές επενδύσεων και υψηλότερα ποσοστά απόδοσης. Όλες οι οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες υποχρεώθηκαν να υποταγούν στον κανόνα της διαρκώς ταχύτερης μεγιστοποίησης του κέρδους. Η επισφάλεια και η φροντίδα των φτωχών αντικατέστησαν την κοινωνική ασφάλεια. Οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και ο αριθμός των φτωχών –με ή χωρίς δουλειά– αυξάνεται. Ο ατομικός ανταγωνισμός αντικαθιστά την κοινωνική αλληλεγγύη.
Το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα έφτασε και στους χώρους εργασίας: «Το σημαντικότερο καθήκον των κυρίαρχων δυνάμεων είναι να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον στο οποίο οι συν-εργάτες παίρνουν με πάθος την απόφαση να πετύχουν στην αγορά. Ο φόβος παίζει μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη και τη διατήρηση αυτού του πάθους. Ο φόβος της χρεοκοπίας, ο φόβος του λάθους και ο φόβος της απώλειας μπορούν να γίνουν ισχυρές κινητήριες δυνάμεις», έγραφε ο Άντριου Σ. Γκρόουβ στο εγχειρίδιο μάνατζμεντ με τίτλο Μόνο οι παρανοϊκοί επιβιώνουν, που έγινε μπεστ σέλερ το 1966 και απέσπασε μεγάλη προσοχή.
Ο απόλυτος προσανατολισμός στους πελάτες και η πίεση των χρηματαγορών «να φτάσουν μέχρι κάθε συν-εργάτη ξεχωριστά είναι ένα κατόρθωμα που θα κρίνει την επιβίωση των χώρων εργασίας» – εξ ου το προσκλητήριο, το 2000, του προέδρου των εργοδοτών της βιομηχανίας μετάλλου Μάρτιν Κανεγκίσερ. Στους χώρους εργασίας ασκήθηκε τεράστια ιδεολογική πίεση (δεν πληρώνουμε εμείς τους μισθούς σας, οι πελάτες τους πληρώνουν), η οποία προετοίμασε το έδαφος για την ανηλεή χρησιμοποίηση των στελεχών «υψηλής απόδοσης» ενώ την ίδια στιγμή οι «λιγότερο χρήσιμοι» απομακρύνονταν και εξακολουθούν να απομακρύνονται.
Λόγω της προτεραιότητας που απέκτησε η εθνική ανταγωνιστικότητα, η έννοια του εργάσιμου χρόνου ακόμα και στην κοινωνική συνείδηση εκφυλίστηκε και έφτασε να θεωρείται ο «ρυθμιστικός κοχλίας» του χώρου εργασίας. Η επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, την οποία ανέχτηκαν οι –εκβιαζόμενες, πολλές φορές– ομάδες εργασίας, έγινε η «βαλβίδα πίεσης» για τη σωτηρία των μισθών και για να γίνει φθηνότερη η εργασία και μ’ αυτόν τον τρόπο να ενισχυθεί η εθνική «ανταγωνιστικότητα» που συνδέεται με το κόστος εργασίας, τουλάχιστον βραχυχρόνια. Η δυνατότητα εκβιασμού από τη μαζική ανεργία και την απειλή της φτώχειας (βλ. τη Χαρτζ IVστη Γερμανία) έκαναν τα υπόλοιπα.
Το αποτέλεσμα έγινε αισθητό σε μαζική κλίμακα από τους εργαζόμενους. Ένα μέλος εργασιακού συμβουλίου από τη Νιρεμβέργη περιγράφει την κατάσταση ως εξής: «Είπαν: “Πρέπει να δημιουργήσετε τη δική σας θέση εργασίας, έτσι ώστε να γίνετε αρκετά γρήγοροι και αν δεν το κάνετε, τότε ούτε το τμήμα σας ούτε τη δική σας θέση εργασίας μπορούμε να διατηρήσουμε από δω και στο εξής!” Ο ανταγωνισμός που είχαμε πριν με άλλες επιχειρήσεις, σήμερα πραγματοποιείται μεταξύ των τμημάτων της επιχείρησής μας».
Η «αγορά» εμφανίζεται ως μια ανώνυμη, αντικειμενική και καταστρεπτική εξουσία, ενώ η διοίκηση εμφανίζεται ως «σύμμαχος» στον αγώνα για τις θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να αποσπά περισσότερες παραχωρήσεις από τους εργαζόμενους, πιέζοντάς τους. Όταν η εξασφάλιση των θέσεων εργασίας είναι το κυρίαρχο ζήτημα, είναι πολύ δύσκολο το συνδικάτο να την αγνοήσει.
Ευρωπαϊκή ρύθμιση του χρόνου εργασίας
Η πίεση στο ζήτημα του χρόνου εργασίας συνεχίζεται. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος σήμερα είναι η Ευρωπαϊκή Οδηγία για το Χρόνο Εργασίας τoυ 1993 και του 2003. Η οδηγία αυτή, εκφράζοντας τις προηγούμενες συγκρούσεις για το χρόνο εργασίας, είναι πράγματι ένας συμβιβασμός στη βάση του ελάχιστου κοινού παρανομαστή. Παρ’ όλα αυτά, μελέτη της ομάδας του DieLinke στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δείχνει καθαρά την καθοριστική σημασία αυτής της οδηγίας για την ανάδειξη της εβδομάδας εργασίας των 40 ωρών σε πρότυπο και τον περιορισμό του χρόνου εργασίας στην Ευρώπη στις 48 ώρες. Πράγματι, την τελευταία νομοθετική περίοδο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απέρριψε την Οδηγία για το Χρόνο Εργασίας (Οδηγία 2003/88/EC). Όμως, θα ήταν αφελές να σκεφτεί κανείς ότι η συζήτηση τελείωσε.
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει δοθεί σήμα εκκίνησης για την περαιτέρω απορύθμιση. Στις 24 Μαρτίου 2010, η Επιτροπή αποφάσισε τα εξής: «Η Επιτροπή συνιστά διεξοδική αναθεώρηση της Οδηγίας για το Χρόνο Εργασίας και ζητά επιτακτικά από τους κοινωνικούς εταίρους να επανεξετάσουν επιμελώς τις εργασιακές σχέσεις που έχει ανάγκη η ΕΕ για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του 21ου αιώνα».
Η Ένωση Ευρωπαίων Εργοδοτών (BusinessEurope), στο τελευταίο ενημερωτικό δελτίο της, περιγράφει λεπτομερώς πώς θα τελειώσει αυτό το ταξίδι: «Η αναθεώρηση της Οδηγίας για το Χρόνο Εργασίας δεν πρέπει να οδηγήσει σε αυστηρότερους κανόνες σε επίπεδο ΕΕ και να εμποδίσει την ευελιξία των επιχειρήσεων και των εργοδοτών […] Η ευελιξία έχει αποφασιστική σημασία για τις επιχειρήσεις. Πρέπει να μπορούν να οργανώνουν το χρόνο εργασίας σύμφωνα με τη δραστηριότητά τους, τον κύκλο παραγωγής και τις απαιτήσεις των πελατών τους […] Κάθε εργαζόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα, αν θέλει, να εργάζεται περισσότερες από 48 ώρες την εβδομάδα».
Στόχος είναι η περαιτέρω υποχώρηση των υπαρχουσών ρυθμίσεων, περισσότερες εξαιρέσεις και ο συμψηφισμός του χρόνου εργασίας και των προτύπων ετήσιου χρόνου εργασίας με περισσότερες περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης. Οι ήδη ισχύουσες εξαιρέσεις από τις ρυθμίσεις ενός νόμου ή επιμέρους κανόνων, που γενικώς δεν εφαρμόζονται ή από τους οποίους μπορεί κάποιος να παρεκκλίνει, θα παραμείνουν ανέγγιχτες. Σύμφωνα με την Οδηγία για το Χρόνο Εργασίας, είναι δυνατόν να υπάρχει υπέρβαση του ατομικού μέγιστου χρόνου εργασίας των 48 ωρών – που νομιμοποιείται σε απολύτως «εθελοντική» βάση από μια ειδική εργασιακή σχέση. Αυτό που σαφώς συμβαίνει εδώ είναι η απόσυρση των περιορισμών στο χρόνο εργασίας των «χρήσιμων» εργαζομένων· για τους «λιγότερο χρήσιμους» υπάρχει ήδη η επισφάλεια.
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τους χρόνους ετοιμότητας αναφέρονται συνήθως σε αιτήματα της BusinessEurope, ορίζοντας σαφώς και κατηγορηματικώς στην απόφαση για την υπόθεση SIMAPότι ο χρόνος ετοιμότητας πρέπει να υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας. Εδώ, κάθε υποχώρηση από τα ισχύοντα μέχρι σήμερα θα είχε πολύ δυσμενή αποτελέσματα για την πλειονότητα εκείνων που απασχολούνται στις δημόσιες υπηρεσίες. Σημαντικός, στην περίπτωση αυτή, είναι ο προσδιορισμός της έννοιας των «περιόδων ανάπαυσης με δίκαιη αποζημίωση».
Ένα επιπλέον πεδίο στο οποίο εκδηλώνεται επίθεση είναι ο υπολογισμός του εργάσιμου χρόνου. Στο μέλλον, αυτός ο υπολογισμός δεν θα αφορά το μεμονωμένο εργαζόμενο, αλλά τη σύμβαση εργασίας. Αν ένας εργαζόμενος απασχολείται σε διαφορετικές εργασίες, οι εργασιακοί χρόνοι υπολογίζονται ξεχωριστά για την καθεμία, πράγμα που οδηγεί σε μαζική κατάργηση του μέγιστου χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας.
Το γεγονός ότι η ΕΕ κλίνει σαφώς προς τη συμμόρφωση με τη συγκεκριμένη διάβρωση των ισχυουσών ρυθμίσεων ήταν σαφές ήδη από το φθινόπωρο του 2009: Στην προσπάθεια να επεκταθεί ο χρόνος οδήγησης των μισθωτών οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, αναμένεται ότι οι χρόνοι εργασίας των ανεξάρτητων οδηγών θα εξαιρεθούν από τις ισχύουσες ρυθμίσεις και έτσι θα αυξηθούν από τις 60 στις 80 ώρες. Με την τρέχουσα λογική ότι δεν μπορούμε «να υπαγορεύσουμε σε ανεξάρτητους εργαζόμενους τους χρόνους εργασίας τους» (COM) αυτό ήταν ένα τεστ για τις δυνάμεις της νέας (δεξιάς) πλειοψηφίας στο Ευρωκοινοβούλιο. Εκεί, η πίεση που άσκησε μια δραστήρια συμμαχία, η οποία άρχιζε από την Κόκκινη/Κοκκινοπράσινη Ομάδα και έφτανε μέχρι τους αριστερούς φιλελεύθερους και τους συντηρητικούς με κοινωνικές ευαισθησίες, κατάφερε να αποκρούσει, με καθαρή πλειοψηφία, την προσπάθεια αύξησης των χρόνων οδήγησης στις αρχές του καλοκαιριού του 2010.
Τα ζητήματα της προστασίας της εργασίας και της υγείας, της ασφάλειας των οδικών μεταφορών, των κανόνων του ανταγωνισμού και της δίκαιης νομοθεσίας δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την υπέρβαση των συνόρων μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ομάδων στο Ευρωκοινοβούλιο. Ανοιχτό παραμένει το ερώτημα αν το ίδιο μπορεί να συμβεί στην περίπτωση της Οδηγίας για το Χρόνο Εργασίας. Συνεπώς, η αποτροπή της αύξησης των ωρών εργασίας ήταν μια πρώτη νίκη – η αντιπαράθεση συνεχίζεται.
Η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ΣΕΣ) επιμένει στη γενική δεσμευτική ισχύ της εβδομάδας εργασίας των 48 ωρών κατ’ ανώτατο όριο, με βραχείς περιόδους αντισταθμιστικής ανάπαυσης, την κατάργηση της αρχής της εξαίρεσης και την αναγνώριση της υπηρεσίας επιφυλακής, στο σύνολό της, στο χώρο εργασίας ως χρόνου εργασίας. «Η ΣΕΣ και οι οργανώσεις-μέλη της δεν θα στηρίξουν πρόταση που θα αποδυναμώνει την ισχύουσα οδηγία». Αντίθετα, θα εστιάσει την προσοχή της στη βελτίωση και εφαρμογή της ισχύουσας οδηγίας και του ισχύοντος δικαίου.
Ο Επίτροπος Απασχόλησης Λάζλο Αντόρ, όμως, ανακοίνωσε πρόσφατα ότι θα ξεκινούσε τη δεύτερη φάση της διαδικασίας διαβούλευσης «με σοβαρές πιθανότητες συνεννόησης». Σύμφωνα μ’ αυτόν, η Επιτροπή θέλει να παρουσιάσει προσχέδιο μιας νέας οδηγίας για το χρόνο εργασίας το πρώτο εξάμηνο του 2011.
Στο πλαίσιο αυτών των σαφών διατυπώσεων, δεν είναι δύσκολο για τις αριστερές κοινωνικές δυνάμεις να θέσουν το ζήτημα του εργάσιμου χρόνου στην ατζέντα και να επεξεργαστούν αμυντικές αποτρεπτικές συμμαχίες. Αυτό μπορεί να πετύχει μόνο αν κάποιος είναι έτοιμος να βγάλει τις παρωπίδες που εμποδίζουν τη συνεργασία. Όπως δείχνουν οι καμπάνιες για τη μείωση του χρόνου εργασίας κατά τη δεκαετία του 1980, αυτό είναι απαραίτητο λόγω της τεράστιας σημασίας που δίνουν οι ευρωπαίοι εργοδότες σ’ αυτό το ζήτημα. Σε μια τέτοια σύγκρουση είναι πιθανόν να επιτευχθούν η επανάκτηση του εδάφους και η έναρξη της αντεπίθεσης. Γι’ αυτόν το λόγο, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις διάφορες όψεις αυτού του θέματος.
Χρόνος εργασίας και υγεία
Σε όλη την ιστορία της βιομηχανίας, η προστασία της υγείας των μισθωτών ήταν το κυρίαρχο ζήτημα της ρύθμισης του χρόνου εργασίας.
«Ωστόσο, στον ξέφρενο δρόμο του για να ικανοποιήσει την ακόρεστη πείνα του για υπεραξία, το κεφάλαιο υπερβαίνει όχι μόνο τα ανώτατα ηθικά όρια της εργάσιμης ημέρας αλλά ακόμα και τα αμιγώς φυσικά όρια…», έγραφε ο Μαρξ το 1867. Αυτό ελάχιστα έχει αλλάξει τον 21ο αιώνα, ξέχωρα από τις αμιγώς φυσικές ασθένειες: Σε όλη την Ευρώπη οι ψυχολογικές και ψυχοκοινωνικές ασθένειες αυξήθηκαν σε ακραίο βαθμό, σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου για την Προστασία της Εργασίας και την Ιατρική της Εργασίας (BAuA), που έγινε το 2009. Οι απαντήσεις που δόθηκαν από 50.000 άτομα στην Ευρώπη παρέχουν την πιο περιεκτική απόδειξη μέχρι σήμερα της σχέσης μεταξύ του χρόνου εργασίας και της υγείας. Όσο περισσότερο εργάζονται οι άνθρωποι τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για την υγεία τους. Οι μη ασφαλείς εργασιακές συνθήκες, η δουλειά με βάρδιες, οι ευέλικτοι χρόνοι εργασίας, η δουλειά το βράδυ ή το σαββατοκύριακο, καθώς και η αδυναμία προγραμματισμού του χρόνου εργασίας αυξάνουν τις βλάβες της υγείας.
Γι’ αυτόν το λόγο, το υπάρχον επίπεδο προστασίας πρέπει να περιφρουρηθεί, οι χρόνοι επιφυλακής πρέπει από τώρα και στο εξής να υπολογίζονται στο 100% ως εργάσιμος χρόνος και οι προσπάθειες να επεκταθεί ο ισχύων μέγιστος χρόνος εβδομαδιαίας εργασίας των 48 ωρών πρέπει να σταματήσουν.
Τα τελευταία χρόνια, στα εργασιακά συμβούλια –ειδικά μετά τις διαρκείς προσπάθειες να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης– οι υπάλληλοι θέτουν με αγωνία το ερώτημα: «Μπορώ να αντέξω την αύξηση του χρόνου εργασίας μέχρι να συνταξιοδοτηθώ;». Χρησιμοποιώντας την ΕΕ ως παρακαμπτήρια οδό, το κεφάλαιο και οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις προσπαθούν σήμερα, με αμφιλεγόμενα επιστημονικά επιχειρήματα (Πράσινη Βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- 7/2010) να δικαιολογήσουν την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 χρόνια.
Χρόνος εργασίας και απασχόληση
Η πολιτική του χρόνου εργασίας είναι πάντοτε πολιτική απασχόλησης. Δεν έχει κάποιο κοινωνικό νόημα να αναγκάζεις εκατομμύρια ανθρώπους να εργάζονται περισσότερο από 40 ώρες την εβδομάδα, ενώ εκατομμύρια άλλοι είναι καταδικασμένοι στην εβδομάδα των 0 ωρών.
Για πολλά χρόνια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επαινούσε την «ευελιξία με ασφάλεια» («Όλο και περισσότερο, οι άνθρωποι χρειάζονται την ασφάλεια της απασχόλησης και όχι την ασφάλεια των θέσεων εργασίας, γιατί είναι λίγοι αυτοί που εργάζονται σε όλη τη ζωή τους στην ίδια δουλειά» - Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2007). Όμως, ο απολογισμός σήμερα είναι συγκλονιστικός: Περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται με τους χαμηλότερους δυνατούς μισθούς ή είναι φτωχοί παρότι εργάζονται – και αυτή η τάση αυξάνεται. Άλλα 23 εκατομμύρια είναι άνεργοι –μια έλλειψη απασχόλησης με περισσότερη κοινωνική ανασφάλεια–, ένα θλιβερό «μοντέλο επιτυχίας».
Η νέα Επιτροπή της ΕΕ διατυπώνει το πιστεύω της για την ευελιξία με ασφάλεια το 2010 ακόμα πιο ψυχρά: «Το βασικό είναι η εργασία – κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες». Σε αντίθεση με ορισμένες θετικές πλευρές των διεργασιών που μπορεί να γίνουν στο Ευρωκοινοβούλιο, οι νέες Ευρωπαϊκές Κατευθυντήριες Γραμμές για την Απασχόληση το 2020 αποπνέουν το ίδιο πνεύμα με τα λεγόμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Σήμερα είναι κατάλληλη στιγμή για μια νέα πολιτική απασχόλησης με πυρήνα την αυστηρή τήρηση αρχικά των 40 ωρών και, στη συνέχεια, τη δραστική μείωση του χρόνου εργασίας με πλήρη μισθολογική αμοιβή. Αυτό και η δραστική περικοπή των υπερωριών είναι τα μέσα για την καταπολέμηση της μαζικής ανεργίας και την κατανομή της εργασίας στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων.
Η έννοια της «καλής εργασίας» σημαίνει αξιοπρεπής εργασία, δικαίωμα των εργαζομένων να διαμορφώνουν και να καθορίζουν τις συνθήκες εργασίας, δίκαιη αμοιβή, βιώσιμη προστασία της υγιεινής και της ασφάλειας στην εργασία, καθώς και διεύρυνση της κοινωνική ασφάλισης. Πρόκειται για ένα νέο γενικό προσανατολισμό στη μη προσωρινή απασχόληση. Σ’ αυτόν το νέο προσανατολισμό ανήκουν τα ελάχιστα κοινωνικά πρότυπα, όπως η ρύθμιση για έναν πανευρωπαϊκό ελάχιστο μισθό και δεσμευτικές κατευθύνσεις για την εξωτερική ανάθεση εργασίας και την αποστολή εργατικού δυναμικού, όπου η βασική αρχή των «ίσων εργασιακών συνθηκών και δικαιωμάτων για τον ίδιο μισθό στο ίδιο μέρος» δεν μπορεί να παρακάμπτεται. Αυτός ο στόχος πρέπει να δίνει στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ανθρώπων την ευκαιρία για μια ανεξάρτητη ζωή και εργασία χωρίς φτώχεια.
Χρόνος για να ζει κανείς
Αν και έχουν περάσει 25 χρόνια από τον αγώνα για την εβδομάδα των 35 ωρών εργασίας, ο εργάσιμος χρόνος παραμένει κομβικός για τις συνθήκες ζωής μας. Οι αγώνες και οι απεργίες για το 35ωρο υπήρξαν σημαντικά ορόσημα στην ανάπτυξη της απασχόλησης και των εργασιακών συνθηκών. Η πρωτότυπη καμπάνια της IGMetall «Δώστε μας μια καλή ζωή» (“HermitdemgutenLeben!”) μπορεί να είναι χρήσιμη στο διάλογο για την επεξεργασία μιας πολιτικής για τον εργάσιμο χρόνο. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις σε επίπεδο φύλου. Ενώ ο χρόνος εργασίας των (κυρίως ανδρών) εργαζομένων πλήρους απασχόλησης αυξάνεται, η μέση εργασιακή εβδομάδα των (κυρίως γυναικών) εργαζομένων μερικής απασχόλησης στη Γερμανία εξακολουθεί να αυξάνεται. Δεν υπάρχει κάποιο σημάδι της ικανότητας να εξασφαλιστεί η ανεξάρτητη ύπαρξη μιας ασφάλειας στην τρίτη ηλικία. Αν υπάρχουν παιδιά, οι άνδρες εργάζονται περισσότερο και οι γυναίκες λιγότερο. Αντί μιας απελευθερωτικής προσέγγισης, μιας «ισορροπίας εργασίας - ζωής», ακολουθούμε το δρόμο της επιστροφής στο συντηρητικό οικογενειακό μοντέλο, στο οποίο απλώς η γυναίκα κερδίζει κάποια επιπλέον χρήματα. Υπάρχουν άλλοι δρόμοι που έχουν υποδείξει οι βόρειες ευρωπαϊκές χώρες και η Γαλλία. Εκεί η διαφορά μεταξύ του χρόνου εργασίας των γυναικών και των ανδρών είναι σημαντικά μικρότερη από την αντίστοιχη στη Γερμανία· και οι εργάσιμοι χρόνοι της μερικής απασχόλησης είναι σαφώς υψηλότεροι κατά μέσον όρο. «Πέντε ώρες περισσότερο για έρωτα και κυκλοφορία» ήταν το αγαπημένο σύνθημα στον αγώνα για το 35ωρο στη Γερμανία!
Πού θέλουμε να πάμε;
Η συνεχιζόμενη υψηλή και παρατεταμένη ανεργία αναγκάζει τους ανθρώπους να δέχονται την επιδείνωση του εργάσιμου χρόνου και των συνθηκών εργασίας τους – από το φόβο να πεταχτούν στο δρόμο στο επόμενο κύμα απολύσεων. Το σύνηθες σήμερα είναι η υποβαθμισμένη κοινωνική ασφάλεια που αναπόφευκτα οδηγεί στη φτώχεια.
Βλέπουμε όμως ότι, σιγά σιγά, στα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα αναπτύσσεται πάλι ο διάλογος για τα θέματα του χρόνου εργασίας. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας εναντίον της επιμήκυνσης του εργάσιμου χρόνου και του αποκαλούμενου «honour-systemworkingtime» αυξάνεται, αν και σποραδικά. Για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια σε έναν αγώνα για την αύξηση των μισθών οι αυστριακοί εργάτες μετάλλου παλεύουν για λιγότερες ώρες εργασίας με τους μισθούς που διαπραγματεύονται τα συνδικάτα. Αυτή η νέα συζήτηση επιτρέπει στους συμμετέχοντες να συνειδητοποιούν τη βασική αρχή της μείωσης του χρόνου εργασίας, η οποία επιμηκύνεται από εξωγενείς παράγοντες και δεν αυτοκαθορίζεται, ως παράγοντα αύξησης της κοινωνικής ευημερίας, αρχή που μας καθοδηγεί από την εποχή του αγώνα για το οκτάωρο. Η δραστική μείωση του χρόνου εργασίας είναι απολύτως εφικτή οικονομικά, με δεδομένη την πραγματική αύξηση της παραγωγικότητας. Μπροστά στη μαζική επί δεκαετίες ανακατανομή του εισοδήματος από κάτω προς τα πάνω, αυτή η μείωση θα αποτελούσε αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου. Η κατάσταση στη Γερμανία έδειξε πρόσφατα ότι η μείωση του χρόνου εργασίας, μέσω μιας ρύθμισης για λιγότερο χρόνο εργασίας σε συνδυασμό με μέτρα για το χώρο εργασίας και τους μισθούς, θα εξασφάλιζε τις θέσεις εργασίας – πράγματι, με μια (μερική) μισθολογική αποζημίωση. Και θα μπορούσαμε να πάμε ακόμα πιο μακριά.
Ενώ στους προβιομηχανικούς καιρούς η κοινωνική θέση καθοριζόταν από την κοινωνική καταγωγή, στη βιομηχανική εποχή καθοριστικός παράγοντας υπήρξε το εισόδημα. Στην περίοδο του μεταμοντερνισμού διατρέχουμε τον κίνδυνο να αποτελέσουν κοινωνική αρχή «οι ικανότητες του ατόμου». «Στο τέλος του μοντερνισμού μάς περιμένει μια νέα βαρβαρότητα», έγραφε μερικά χρόνια πριν ο Τζέρεμι Ρίφκιν.
Αν θέλουμε να το εμποδίσουμε, ήρθε η ώρα εμείς οι ίδιοι να αποφασίσουμε και να δράσουμε για το πώς θέλουμε να δουλέψουμε και να ζήσουμε στο μέλλον.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης