Η ανασφάλεια σχετικά με την επικείμενη πορεία του οικονομικού κύκλου κυριαρχεί στην πολιτική και την οικονομία. Αν και επιφανειακά επικρατεί ηρεμία, το καθοριστικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο: Λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική ανάκαμψη, μπορούμε όντως να μιλάμε για υπέρβαση της κρίσης; Με εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις τα δύο τελευταία χρόνια οι δομικές απαιτήσεις για μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη τροποποιήθηκαν ριζικά. Έως τώρα, η παρέμβαση εστιάστηκε, κατά βάση και κατεξοχήν, στην οικονομική πλευρά της κρίσης. Οι συνέπειες μιας κλασικής κρίσης απορροφήθηκαν κατ’ αυτό τον τρόπο σε μεγάλο βαθμό. Τα προβλήματα της υπερσυσσώρευσης όμως, τα οποία βρίσκονται στη ρίζα της κρίσης, δεν θίχτηκαν. Η βελτίωση της κατάστασης χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως πρόσχημα για την εμφάνιση νέων ρυθμιστικών εννοιών, ιδιαίτερα σε σχέση με το χρηματοοικονομικό τομέα.
Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσω τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, ως προς τις αντιδράσεις τους σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική. Επιπλέον, διερωτώμαι με ποιον τρόπο αυτές οι προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων μέτρων που λήφθηκαν από την ΕΕ, αλληλοεπηρεάζονται και σε ποιο βαθμό μπορούμε να διακρίνουμε μια νέα ποιότητα κρατικής παρέμβασης στην καπιταλιστική οικονομία, δηλαδή κατά πόσο είναι δυνατόν να μιλάμε για μια νέα ποιότητα αλληλεπίδρασης μεταξύ πολιτικής και οικονομίας. Αυτό επ’ ουδενί συνιστά ακαδημαϊκό ερώτημα, καθώς έχει άμεσες συνέπειες στην αριστερή πολιτική δράση. Κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό διότι η αδυναμία των αριστερών κινημάτων αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα του χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2007. Ο συνδυασμός της οικονομικής, χρηματοπιστωτικής, διατροφικής και κλιματικής κρίσης επικαθορίστηκε από τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις σχέσεις εξουσίας που διαχέονταν στην πραγματικότητα.
Μέχρι σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό ότι η οικονομική κρίση του 2007 πυροδοτήθηκε από την απορύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίες αναδύθηκαν και εδραιώθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’80 και του ’90. Οι διαδικασίες ανακατανομής και ιδιωτικοποίησης ευνόησαν την απορύθμιση, επειδή ακριβώς τροφοδότησαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η ιδιωτικοποίηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, και μάλιστα του συνταξιοδοτικού τομέα, προκάλεσε την εξάρτηση εκατομμυρίων μισθωτών από την πορεία των χρηματοοικονομικών αγορών. Οι χρηματοπιστωτικές αλλαγές σε όλο το φάσμα της οικονομίας συνετέλεσαν στην αλλαγή του συσχετισμού δύναμης στο εσωτερικό του κεφαλαίου, στη μετατόπιση συμφερόντων αλλά και στην αλλαγή των προτύπων επιχειρηματικής δράσης. Με «την ανανέωση των προϊόντων της χρηματοπιστωτικής αγοράς», οι διεργασίες ανακατανομής σε τοπικό και διεθνές επίπεδο επιταχύνθηκαν υπερβολικά. Ως επακόλουθο, η δυνατότητα διάθεσης από το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, στην πραγματικότητα, του συνόλου των παγκόσμιων πόρων, η συγκέντρωση της εξουσίας σε χρηματοπιστωτικές εταιρείες και η ενσωμάτωση των συμφερόντων διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου στα χρηματοοικονομικά κυκλώματα δημιούργησαν τις συνθήκες για την υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου σε διαφορετικούς τομείς. Η οικονομική κρίση, η οποία εκδηλώθηκε το 2007, έφερε όλα αυτά στο προσκήνιο.
Η ΕΕ διαδραμάτισε ενεργό και υποστηρικτικό ρόλο σε αυτές τις διεργασίες. Εντούτοις, δεν έδρασε ανεξάρτητα από ή ενάντια στη θέληση των κρατών-μελών. Φυσικά, υπήρξαν συγκρούσεις ανάμεσα στα συμφέροντα επιμέρους χωρών. Στο σύνολό τους, όμως, οι πολιτικές προσεγγίσεις των κρατών-μελών και της ΕΕ ήταν αλληλένδετες. Η κατεύθυνση που υιοθετήθηκε από το πολιτικό πρόγραμμα της ΕΕ εφαρμόστηκε με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κρατών-μελών. Ούτως ή άλλως, το κοινοτικό ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο αποδέχονται ως έχει τα κράτη-μέλη, τεκμηριώνει τη συνεχή επέκταση της νεοφιλελεύθερης πορείας.
Ωστόσο, με αυτή την πολιτική η ΕΕ έθεσε ταυτόχρονα ένα πλαίσιο το οποίο εγγυούταν την πολιτική σταθερότητα. Κάτι που έγινε ιδιαίτερα εμφανές με τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και τις επιδοτήσεις για την ανάπτυξη των υποδομών. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας δημιουργήθηκαν μηχανισμοί διαβούλευσης οι οποίοι υπερέβαιναν τα στενά εθνικά όρια, όπως, για παράδειγμα, η μέθοδος του ανοιχτού συντονισμού. Επιπλέον, η αναγνώριση της κοινωνίας πολιτών στα κράτη-μέλη ή ο προσανατολισμός σε πρότυπους κανόνες καλής διακυβέρνησης συγκαταλέγονται αναμφισβήτητα στις συνέπειες αυτής της διαδικασίας.
Οι περιορισμοί του κρατικού προϋπολογισμού, οι οποίοι κατοχυρώθηκαν με βάση τα Κριτήρια του Μάαστριχτ, η τάση για ιδιωτικοποίηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, η εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών και η διατήρηση του ελεύθερου ανταγωνισμού αποτελούν τις καθοριστικές αιτίες των αντιδράσεων στην κρίση σε κάθε κράτος-μέλος ξεχωριστά. Τέλος, πρέπει να αναφερθούν οι διαδικασίες και οι θεσμοί που από το 1990 ευθύνονται για την εποπτεία και τη ρύθμιση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Με αποφάσεις και συζητήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010, ιδιαίτερα με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», ο προσανατολισμός προς την ομογενοποίηση των δημοσιονομικών πολιτικών εντατικοποιήθηκε. Επομένως, τα πρότυπα διαμόρφωσης του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος στα διάφορα κράτη-μέλη θα συγκλίνουν προοδευτικά στην κατεύθυνση της ενοποίησης. Κατά την περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης πραγματοποιήθηκαν διεξοδικές διεργασίες για την επίτευξη αυτού του στόχου, γεγονός που περιλαμβάνει τόσο την ανάπτυξη θεσμών όσο και αλλαγές στην πολιτική κουλτούρα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η δημοσιονομική πολιτική –και συγκεκριμένα η υλοποίησή της– ωθούνται στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης. Αυτό δεν αφορά μόνο την ανακατανομή, αλλά, όλο και περισσότερο, αυτό καθαυτό το ζήτημα του πώς οργανώνονται η ανακατανομή και η δημοσιονομική πολιτική.
Η θέση την οποία υποστηρίζω βασίζεται στη σύγκριση των αντιδράσεων κάθε χώρας απέναντι στην κρίση του δημοσιονομικού προϋπολογισμού. Τα στοιχεία αντλούνται από γερμανόφωνες πηγές και επίσημες δημοσιεύσεις της ΕΕ. Από αυτή την άποψη, το παρόν άρθρο αποτελεί προσπάθεια ενθάρρυνσης να συνεχιστεί συστηματικά και πιο εμπεριστατωμένα η εμπειρική-συγκριτική ανάλυση αυτών των πτυχών της πολιτικής της ΕΕ.
Στο πλαίσιο της εφαρμογής του Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, είχαν ήδη, προτού ξεσπάσει η κρίση, προωθηθεί κανονισμοί για τον περιορισμό των δημόσιων εξόδων στα περισσότερα κράτη-μέλη. Αυτό συνέβη αφενός μέσω νόμων, αφετέρου στη βάση πολιτικών αποφάσεων. Η Αυστρία, το Βέλγιο, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Σλοβακία και η Ισπανία προχώρησαν σε αντίστοιχες ρυθμίσεις, κάποιες από τις οποίες μάλιστα αποφασίστηκαν πριν από την αλλαγή της χιλιετίας. Ένα μέρος των πολιτικών που ισχύουν σήμερα σχεδιάστηκαν πριν από την κρίση, κατά την προσαρμογή στα Κριτήρια του Μάαστριχτ.
Βέβαια, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και το στρατηγικό σχεδιασμό που επιλέχθηκε για την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της αυτή η προσέγγιση δεν μπορούσε να τηρηθεί. Ακόμη και χώρες οι οποίες μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν υποστεί κανενός είδους νομικό ή πολιτικό έλεγχο και περιορισμό των δαπανών τους, ευθυγραμμίζονται πλέον με όλες τις υπόλοιπες χώρες μέσω της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος (ExcessiveDeficitProcedure, EDP) – πέραν των υφιστάμενων εθνικών κανονισμών. Το Σεπτέμβριο του 2010 θεσπίστηκαν κανονισμοί για την κλιμάκωση των κυρώσεων[1]. Αυτό σημαίνει ότι καίριες αποφάσεις για ανακατανομή κατοχυρώνονται νομικά και εκτελούνται. Αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στη λογική της διατηρησιμότητας της δημόσιας οικονομίας, η οποία εντάσσεται αποκλειστικά στην οικονομική πλευρά της δημοσιονομικής πολιτικής: «Η έννοια της διατηρησιμότητας της δημόσιας οικονομίας σχετίζεται με την ικανότητα μιας κυβέρνησης να αναλάβει τις χρηματοπιστωτικές επιβαρύνσεις του τρέχοντος χρέους της στο μέλλον. Δεν υπάρχει ευκρινής ορισμός της διατηρήσιμης οικονομικής κατάστασης, καθότι πρόκειται για έννοια ως επί το πλείστον διαισθητική. Σε πρώτη φάση, περιλαμβάνει ένα επίπεδο χρέους το οποίο δεν συνεπάγεται –είτε τώρα είτε στο εγγύς μέλλον– υπέρογκες ληξιπρόθεσμες πληρωμές τόκων οι οποίες δεν δύνανται να πληρωθούν»[2].
Το κριτήριο της διατηρησιμότητας της δημόσιας οικονομίας, το οποίο αναφέρεται στο έγγραφο της Επιτροπής, εξαρτάται άμεσα από τον ίδιο τον προϋπολογισμό. Η σημασία της δημοσιονομικής πολιτικής, ως οργάνου διασφάλισης μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ή πολιτικής ισορροπίας, ουσιαστικά αγνοείται. Αυτό επιτείνεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τις επακόλουθες πολιτικές (πρωτίστως τη στρατηγική «Ευρώπη 2020»[3])οι οποίες εκπορεύονται από την ΕΕ. Ο αυστηρός δημοσιονομικός προσανατολισμός ταιριάζει με την αυταρχική στροφή στην κρατική παρέμβαση προς όφελος των επιχειρήσεων στο πλαίσιο τόσο του εσωτερικού της ΕΕ όσο και του διεθνούς ανταγωνισμού. Η επιχείρηση υποταγής του προϋπολογισμού, δηλαδή, των κοινωνικών και οικονομικών προγραμμάτων, στην αρχή της δημοσιονομικής πειθαρχίας αποτελεί ένα ακόμα βήμα προς τη χειραγώγηση της κοινωνίας από την ελίτ των ανώτατων στελεχών, το καθεστώς των μετόχων και το μεγάλο κεφάλαιο. Ως επιστέγασμα, η πολιτική αυτή επικυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αποτελεί πλέον απόλυτο πιστωτή, εξαγοράζοντας κρατικά ομόλογα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Ωστόσο, όταν φτάνει η στιγμή για την πρακτική εφαρμογή όλων αυτών των προσεγγίσεων, τις οποίες εντέλει συμμερίζεται το σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ, ανακύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Κάτι που φαίνεται στις πρόσφατες αποφάσεις για την ανάκαμψη από την κρίση και αποδείχθηκε ήδη στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης των επιμέρους κρατών, τα οποία εγκρίθηκαν στις αρχές του 2010[4]. Οι συνέπειες των δημοσιονομικών αποφάσεων σε διάφορους τομείς της πολιτικής αντιμετωπίζονται με ποικίλους τρόπους. Πάντως, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, σε γενικές γραμμές, ελάχιστες καινοτόμες προσεγγίσεις υπάρχουν στις μέχρι τώρα αποφάσεις. Τα προγράμματα σταθερότητας δεν βοήθησαν σε καμιά περίπτωση την αναδιαπραγμάτευση των δομικών στοιχείων τα οποία συγκροτούν την πολιτική των επιμέρους χωρών ή της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, στην περίοδο μεταξύ 2007 και 2010 επισημαίνουμε κάποιες μικροαλλαγές, που όμως θα μπορούσαν να είναι σημαντικές[5], αφού αποτελούν στοιχεία κοινωνικής πολιτικής μέσα σε όλη αυτή την επιχείρηση εξυγίανσης. Φυσικά, δεν μας εκπλήσσει ότι η δεδομένη πορεία προς τη σταθεροποίηση του προϋπολογισμού ακολουθείται με ιδιαίτερη συνέπεια από τη Γερμανία.
Η άλλη καθοριστική στιγμή είναι ο τομέας των δημόσιων υπηρεσιών. Στην πλευρά των δημόσιων εσόδων, στο μέτρο που συμβάλλουν σημαντικά στη σταθερότητα του προϋπολογισμού, παρατηρούμε την αύξηση των έμμεσων φόρων. Αυτό εντάσσεται στο ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της ΕΕ: «Προσωπικοί και κυρίως εταιρικοί φόροι εισοδήματος, εξαιτίας των αρνητικών επιπτώσεων κατανομής τους, εκτιμώνται ως εκ τούτου κατεξοχήν επιζήμιοι. Σε αντιδιαστολή, με ομόφωνη αποδοχή, οι φόροι ιδιοκτησίας και κατανάλωσης (συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών περιβαλλοντικών φόρων) εκτιμώνται ως λιγότερο επιζήμιοι για την ανάπτυξη. Δεδομένου αυτού του πλαισίου, υπήρξε μια γενικευμένη τάση τα τελευταία χρόνια να μετατοπιστεί η φορολόγηση από την εργασία και το κεφάλαιο στη φορολόγηση της κατανάλωσης»[6].
Ας εστιάσουμε αρχικά στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής:
Ανεξάρτητα από τις ακόμη ατελείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων, οι καίριοι τομείς διακρίνονται ευκρινώς. Περικοπές στους τομείς των αποδοχών στη δημόσια συνταξιοδότηση και των επιδομάτων σε οικογένειες και παιδιά αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα. Αντίθετα, στην πλειονότητα των χωρών κάθε πρωτοβουλία η οποία σχετίζεται με την πολιτική της αγοράς εργασίας ασκείται με λεπτούς χειρισμούς.
Όντως, αυτή η γενική εικόνα ταιριάζει απόλυτα με την ενιαία στρατηγική της ΕΕ. Η έμμεση επίδραση της δημοσιονομικής πολιτικής στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης μπορεί κάλλιστα να φανεί στην άμεση αλληλεξάρτηση του σχεδίου δράσης για τη δημοσιονομική πολιτική και αποφθεγματικών φράσεων που περιλαμβάνονται στην Πράσινη Βίβλο για ένα Επαρκές, Βιώσιμο και Ασφαλές Συνταξιοδοτικό Σύστημα. Ενώ η Πράσινη Βίβλος επιτάσσει έναν ισορροπημένο ρυθμό ανάπτυξης των διαφορετικών στοιχείων του μελλοντικού συνταξιοδοτικού συστήματος[7], η μονομερής προσήλωση του δημοσιονομικού ελέγχου στην πλευρά των δαπανών αναπόφευκτα προκαλεί τη μείωση των συντάξεων που προβλέπονται από την κοινωνική ασφάλιση ή τα κρατικά συστήματα. Στο ίδιο έγγραφο, επιβάλλεται εγγύηση των επιπέδων σύνταξης (και των ιδιωτικών συντάξεων), γεγονός το οποίο συνεπάγεται επιδότηση των ασφαλιστικών εταιρειών και, επομένως, επιπρόσθετη επιβάρυνση των δημόσιων προϋπολογισμών. Εντέλει, ο αυστηρότερος έλεγχος των χρηματοοικονομικών αγορών, ο οποίος σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο είναι απαραίτητος, αποδεικνύεται ανεφάρμοστος.
Το φαινομενικά χαμηλό κόστος της πολιτικής αγοράς εργασίας (εφόσον δεν περιλαμβάνονται οικονομικές παροχές στους άνεργους) μπορεί να ερμηνευτεί βάσει του ίδιου στρατηγικού στόχου: της δημιουργίας ενός είδους «απασχολησιμότητας», συντηρώντας και προάγοντας την ευκαιριακή και όσο το δυνατό φτηνότερη εργασία. Συγκεκριμένα, η πίεση η οποία ασκείται στους ευαίσθητους τομείς της συνταξιοδοτικής ασφάλισης και των οικογενειακών επιδομάτων πυροδοτεί τον ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας και, ως εκ τούτου, ενισχύει τη θέση των εργοδοτών. Είναι αλήθεια ότι μετά την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων τα τελευταία χρόνια, αυτή η διάσταση δεν κατέχει κυρίαρχο ρόλο στις έννοιες της σταθεροποίησης – η χαλάρωση της ασπίδας προστασίας κατά των απολύσεων και τα μέτρα για την αύξηση της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας συνεχίζουν εν μέρει να αποτελούν στόχους της σταθεροποίησης, εντούτοις πάντα βρίσκονται στο στόχαστρο των πολιτικών διεκδικήσεων.
Μια δεύτερη, εξίσου σημαντική, πηγή δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι ο τομέας των δημόσιων υπηρεσιών. Σε κάποιες χώρες ακόμη και τα εισοδήματα των υπουργών επηρεάζονται από τα μέτρα, ωστόσο αυτό γίνεται κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους. Το σημαντικότερο είναι το εξής:
Η όλη συζήτηση για τις δημόσιες υπηρεσίες ακολουθεί ανάλογη πορεία με αυτή που έγινε στη δεκαετία του ’80. Από εκείνη την περίοδο ήδη υπήρξε προσπάθεια να προσαρμοστούν αυτοί οι τομείς στις υφιστάμενες κανονιστικές αρχές της επιχειρηματικής και ιδιωτικής οικονομικής σκέψης μέσω των μεταρρυθμίσεων των δημόσιων υπηρεσιών και των ιδιωτικοποιήσεων των δημόσιων παροχών. Η αίσθηση απώλειας της δημόσιας σφαίρας και του δημόσιου χώρου έχει επισπευτεί κατά την τρέχουσα κρίση. Ως εκ τούτου, το επίκεντρο της κρατικής δράσης και η δραστηριότητα των δημόσιων υπηρεσιών μετατοπίζονται προοδευτικά προς την καταστολή. Εάν στις στρατηγικές για την αναστολή της κρίσης, οι περικοπές σε ευαίσθητους τομείς της κοινωνικής πολιτικής συνδέονται με την τάση συρρίκνωσης των δημόσιων υπηρεσιών, ο χαρακτήρας της κρατικής δράσης κατ’ ανάγκην διαφοροποιείται.
Πέρα από τις προαναφερθείσες άμεσες περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες, τα μέτρα εξυγίανσης και σταθεροποίησης προβλέπουν περικοπές στην αναπτυξιακή βοήθεια (για παράδειγμα, Δανία), στην παιδεία (πχ., Βουλγαρία, Δανία, Μεγάλη Βρετανία) και στις δημόσιες επενδύσεις (πχ., Μεγάλη Βρετανία, Λουξεμβούργο, Πορτογαλία). Σε κάποιες χώρες, όπως στη Γερμανία και την Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί θα συμπεριληφθούν στις διαδικασίες εξυγίανσης. Στη Γερμανία, συγκεκριμένα, αυτό θα γίνει εφαλτήριο για την αναδιοργάνωση του στρατού και την αναβάθμιση της δυνατότητας διεξαγωγής πολέμων. Η μείωση των ενόπλων δυνάμεων συνιστά πρωτίστως ένα μέτρο αναδιάρθρωσης, το οποίο συνδέεται, πράγματι, με την πάντα αμφισβητήσιμη, αλλά συνάμα εξαιρετικά προφανή απαίτηση για την υπεράσπιση των οικονομικών συμφερόντων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από την πλευρά των δημοσιονομικών εσόδων διακρίνονται δύο εμφανείς τάσεις. Κατ’ αρχάς, όπως ήδη αναφέραμε, η αύξηση των φόρων κατανάλωσης (δηλαδή οι φόροι που πρέπει να καταβληθούν από τις λαϊκές μάζες) αποτελεί σημαντική συνιστώσα του πολιτικού σχεδιασμού για τη σταθεροποίηση. Δευτερευόντως, σε κάποιες χώρες τα ακόμη υψηλότερα εισοδήματα, τα περιουσιακά στοιχεία, τα είδη πολυτελείας κ.ο.κ. πρόκειται να φορολογούνται πολύ περισσότερο ή απλώς να μη φορολογούνται καθόλου. Η γενική τάση, πάντως, είναι η φορολόγηση του κύριου όγκου του πληθυσμού.
Παρότι δεν είναι σαφές, η Λετονία φαίνεται να αντιπροσωπεύει το ιδεώδες, εφόσον ισορροπεί στην κατανομή των εσόδων – υψηλός φόρος προστιθέμενης αξίας (21%) και φόρος εταιρικού εισοδήματος 15%. Η μόνη παραχώρηση που έγινε λόγω κρίσης έγκειται σε μια αλλαγή στη βάση του καταλογισμού φόρου[8]. Σε αντίστιξη με αυτό και ως συνέπεια της κρίσης, ο φόρος προστιθέμενης αξίας αυξήθηκε από το 18% στο προαναφερθέν 21%.
Είναι ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο αλληλοσυμπληρώνονται οι παρεμβάσεις της ΕΕ και οι πολιτικές σταθεροποίησης κάθε κράτους-μέλους. Πέρα από τους ανταγωνισμούς για τα εκάστοτε συμφέροντα, έχει εδραιωθεί ένα αρκούντως ευέλικτο πλαίσιο ανταγωνισμού με τη διαμόρφωση μιας ενιαίας στρατηγικής της ΕΕ. Το κομβικό στοιχείο του ανταγωνισμού έγκειται στην ικανότητα να ολοκληρωθεί η διάλυση της δημόσιας σφαίρας με «έξυπνο» τρόπο – αποτρέποντας, δηλαδή, τη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Όμως, τα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής συνιστούν κρίσιμο και δυναμικό παράγοντα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, γεγονός που οδηγεί σε ένα συμπέρασμα σύμφωνα με το οποίο το εύρος εφαρμογής της στρατηγικής της ΕΕ εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη δυνατότητα των αριστερών κινημάτων να υπονομεύσουν αυτή τη στρατηγική.
Εξάλλου, η επιθετική εμπορική πολιτική της Γερμανίας και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των γερμανικών εταιρειών ευνοούνται από τις ελαστικοποιήσεις των εργασιακών σχέσεων και τα ρήγματα του κοινωνικού ιστού. Εάν η Άντζελα Μέρκελ απαιτεί μια Παγκόσμια Κοινωνική Οικονομία της Αγοράς, πλέον βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγμάτωση αυτού του στόχου – τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ΕΕ[9]. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια κοινωνική οικονομία της αγοράς την οποία οραματίζονται οι περισσότεροι άνθρωποι –λόγου χάρη, με σταθερή κοινωνική ασφάλιση–, αλλά για την κοινωνική οικονομία της αγοράς την οποία κάποτε διεκδίκησε ο Λούτβινχ Έρχαρντ – μια οικονομία της αγοράς με ασθενή συνδικάτα και πατριαρχικό επιχειρηματικό πνεύμα. Συνεπώς, δεν μπορούμε να προσδοκούμε μια ενιαία ευρωπαϊκή «κυβέρνηση οικονομικών συμφερόντων». Αυτή η πορεία συνεπάγεται «προσαρμογή στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα».
Πράγματι, η ρύθμιση της εμπορικής πολιτικής αποτελεί χρήσιμο μέσο για την αναδιαμόρφωση των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών-μελών. Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη την προαναφερόμενη διάδραση μεταξύ δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής, δημόσιων υπηρεσιών και φορολογικής πολιτικής, είναι προφανές ότι η (όποια) ρύθμιση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την πολιτική. Προοδευτικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η δημοσιονομική πολιτική, αυτή καθαυτή, πρέπει να τεθεί στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, γιατί, μέχρι στιγμής, αντικαθιστά το προηγούμενο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ εταιρειών και συνδικάτων, λειτουργώντας ως μέθοδος επιβολής στρατηγικών αποφάσεων οι οποίες λαμβάνονται στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής.
Ενώ στη βάση των δημοσιονομικών πολιτικών στρατηγικών διευρύνεται το πεδίο δράσης των ελίτ και της επιχειρηματικής δραστηριότητας, λόγω του ρόλου τους στη διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει ανάλογο ρόλο. Ως συνέπεια της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων υπηρεσιών και της κοινωνικής ασφάλισης, ο λαός υποτάσσεται στην πραγματικότητα στους πιστωτές περισσότερο απ’ ό τι στο παρελθόν και, βεβαίως, δεν εισακούεται εξίσου με αυτούς. Επομένως, οι τρόποι με τους οποίους θα διεξαχθούν οι πολιτικοί αγώνες αποκτούν πρωταρχική σημασία.
Από αυτή τη σκοπιά, η πραγμάτωση διαδικασιών άμεσης δημοκρατίας αναδεικνύεται σε καθοριστικής σημασίας μέσο για την προάσπιση των συμφερόντων της πλειοψηφίας του λαού.
Μετάφραση: Ευαγγελία Τσώνη
[1].Εισήγηση Κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΕ) Νο…/… τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) Νο 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασάφηση της εφαρμογής της Διαδικασίας Υπερβολικού Ελλείμματος. Βρυξέλλες, 29 Σεπτεμβρίου 2010 COM(2010) 522 τελικό 2010/0276 (CNS), σ. 5.
[2].Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Υποθέσεων: Ευρωπαϊκή Οικονομία- 9/2009 – Έκθεση περί Διατηρησιμότητας – 2009, Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 2009, σ. 9.
[3].Ανακοίνωση της Επιτροπής –Ευρώπη 2020– Στρατηγική για έξυπνη, διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, Βρυξέλλες, 3 Μαρτίου 2010, COM(2010)2020.
[4]. Πβ. http://ec.europa.eu/economy_finance/sgp/convergence/programmes/2009-10_en.htm
[5].Πβ. Ανακοίνωση της Επιτροπής στο εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: Ολοκληρωμένες Κατευθυντήριες Γραμμές για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση (2008-2010), COM(2007)803 Τελικό, Βρυξέλλες 11 Δεκεμβρίου 2007, σ. 11.
[6].Ευρωπαϊκή Επιτροπή: Έλεγχος του φόρου εισοδήματος και των φορολογικών μεταρρυθμίσεων στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Φορολογικήπολιτικήμετάτηνκρίση. ΕυρωπαϊκήΟικονομία 6/2010, σ. 28.
[7].Ευρωπαϊκή Επιτροπή: COM(2010)365 Τελικό. Βρυξέλλες, 7 Ιουλίου 2010, Πράσινη Βίβλος για ένα Επαρκές, Βιώσιμο και Ασφαλές Συνταξιοδοτικό Σύστημα SEC(2010)830, σ. 7.
[8]. Πρόγραμμα Σύγκλισης της Δημοκρατίας της Λετονίας 2009-2012, Ιανουάριος 2010, σ. 34 (ConvergenceProgrammeoftheRepublicof Latvia 2009-2012, January 2010, p. 34) ec.europa.eu/economy_finance/sgp/pdf/20_scps/2009-10/01_programme/lv_2010-01-29_cp_en.pdf
[9]. WirbraucheneinenWeltwirtschaftsrat (Χρειαζόμαστε μια Παγκόσμια Οικονομία). Συνέντευξη για την καθημερινή γερμανική εφημερίδαStuttgarterZeitung, 1η Δεκεμβρίου 2008, πβ: http://www.bundeskanzlerin.de/nn_700276/Content/DE/Archiv16/Interview/2008/12/2008-12-01-merkel-stuttgarter-zeitung.html