• Είμαστε σε θέση να «αναγνώσουμε» τον κόσμο όπως πραγματικά είναι;

  • 21 Jun 11 Posted under: Θεωρία
  • Από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και μετά, το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης για τον κόσμο έχει δομηθεί γύρω από δύο θέσεις που προέρχονται από τον αμερικάνικο νεοσυντηρητισμό: Το «τέλος της ιστορίας» του Φράνσις Φουκουγιάμα και η «σύγκρουση των πολιτισμών» του Σάμιουελ Χάντινγκτον. Το γεγονός ότι οι δύο αυτές ιδεολογικές θέσεις της δεκαετίας του 1990 στάθηκαν ικανές να αποτελέσουν τη βάση για το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης στα ΜΜΕ, σε μια ιστορική στιγμή, κατά την οποία η νεοφιλελεύθερη ρητορική κατέρεε, αποκαλύπτει εκωφαντικά την αδυναμία αυτών που επιθυμούν να αλλάξουν την κοινωνία και τον κόσμο να προτείνουν εναλλακτικές αντίστοιχες με αυτη την πρόκληση και να βάλουν έτσι νέους όρους στην αντιπαράθεση. Είμαστε ικανοί να αλλάξουμε τους όρους της αντιπαράθεσης; Μπορούμε να «αναγνώσουμε» τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα;

    Με την ανάδυση νέων δυνάμεων, ιδιαίτερα στην Ασία, με την αποτυχία του Τζορτζ Μπους και του σχεδίου του για μια παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, αντιμετωπίζουμε μια κατάσταση που το τέλος της δυτικής κυριαρχίας στην ιστορία του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού έχει τεθεί υπό μορφη ερώτησης –σε τέτοιο βαθμό που η υπεράσπιση του δυτικού κόσμου παρουσιάζεται από κάποιους ως υπαρξιακό ζήτημα. Και επομένως, το ίδιο ισχύει για την επιβεβαιωμένη και πάλι σημασία του «νόμου και της τάξης» και την ένοπλης ισχύος από την πλευρά της κυριαρχης ευρωατλαντικής οπτικής.

    Αναταραχή στις διεθνείς σχέσεις

    Πριν από την κατάρρευση του Τείχους, η συνολική εικόνα των διεθνών σχέσεων ήταν ξεκάθαρη. Υπήρχε ένα σύστημα διεθνών σχέσεων –ένα στρατηγικά σταθερό σύστημα, παρόλο που συνοδεόταν από πολλές περιφερειακές συγκρούσεις.

    Αυτό το σύστημα εξαφανίστηκε με το σύστημα των μπλοκ. Άνοιξε τον δρόμο σε μια μονοπολική οπτική του κόσμου, σημαδεμένη από την κυριαρχία της αμερικανικής υπερδύναμης. Πράγματι, η κατάρρευση του ενός μπλοκ αφησε να φανεί ότι το άλλο θριάμβευσε. Αυτό όμως δεν συνέβη.

    Η ανοδος νέων δυνάμεων (αναδυόμενων για πρώτη φορά ή όχι), όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία και η Ρωσία καθώς και άλλων, διέλυσε το προαναφερθέν μοντέλο, ιδίως στον λεγόμενο μέχρι πρότινος Τρίτο Κόσμο.

    Η αντιπαράθεση Βορρά/Νότου, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την ποικιλομορφία των πολιτικών επιλογών του Τρίτου Κόσμου, ο αντιιμπεριαλισμός του και το αίτημα για μια νέα τάξη, έχουν επίσης εξαφανιστεί ως καθολική πολιτική πραγματικότητα. Οι ΗΠΑ βρέθηκαν ξαφνικά υπό αμφισβήτηση παρά τη σχεδόν ολοκληρωτική ηγεμονία τους. Αντιμετώπισαν αξιοσημείωτη δυσκολία στο να εφεύρουν μια νέα στρατηγική πρωτοβουλία στο Αφγανισταν. Είδαν τη Ρωσία να τους εναντιώνεται στον Καύκασο. Η πολιτική τους απέναντι στο Ιράν δεν αποδίδει. Έρχονται σε αντιπαράθεση με μια Λατινική Αμερική που επιβεβαιώνει, με μυριάδες τρόπους, τη θέληση της για κυριαρχία και μετασχηματισμό, η οποία φτάνει τόσο μακριά ώστε να θέτει υπό αμφισβήτηση το νεοφιλελευθερισμό ή ακόμη και τους ίδιους τους κανόνες του καπιταλισμού. Δεν ελέγχουν πλέον τις διεθνείς σχέσεις ανάλογα με τη βούλησή τους. Ακόμη και το ΝΑΤΟ γίνεται αποδέκτης της πρόκλησης να προσαρμοστεί σε αυτόν τον κόσμο, σε ένα καθεστώς πολλαπλών κρίσεων και αναταραχών.

    Βρισκόμαστε σε έναν «πολυ-πολικό» κόσμο; Τί εννοούμε με αυτό τον όρο; Εάν απλά εννοούμε ότι κι άλλες δυνάμεις αναδύονται στον πλανήτη, τότε η έκφραση «πολυ-πολικός» κόσμος δεν είναι λανθασμένη –όμως δεν επεξηγεί τίποτα. Ενώ η έννοια «διπολικότητα» ήταν σημαντική, από τη στιγμή που μέσα σε αυτήν εμπεριέχονταν το τότε υπάρχον σύστημα διεθνών σχέσεων στην ολότητά του, η έκφραση «πολυ-πολικότητα» δεν λαμβάνει υπόψη τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του νέου καθεστώτος του κόσμου.

    Οι ιδεολογικές, πολιτικές και στρατηγικές αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμοί μεταξύ Ανατολής - Δύσης και Βορρά - Νότου έχουν ξεπεραστεί από την ιστορία. Αυτός ο στρατηγικός προσανατολισμός του 20ού αιώνα δεν υφίσταται πλέον. Ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο τα προβλήματα προκύπτουν βασικά από τις κρίσεις στο πλαίσιο της μεγέθυνσης και της ανάπτυξης εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, από τις συνέπειες της πολιτικής που βασίζεται στην πυγμη και το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί από τα πολλά χρόνια στρατηγικών κυριαρχίας, οι οποίες απορρίπτονται όλο και περισσότερο από τους πολίτες.

    Είναι επίσης ένος κόσμος εχθρικών δυνάμεων και εσωτερικών καπιταλιστικών αντιθέσεων. Έχει φτάσει στο σημείο όπου έχει μεταβληθεί ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται ο πόλεμος. Οι παραδοσιακές συγκρούσεις του 20ού αιώνα είναι ξεπερασμένες. Τα πυρηνικά όπλα δεν διαδραματίζουν πλέον τον ίδιο ρόλο. Ο στρατηγικός ανταγωνισμός ισχύος δεν εδράζεται πια σε αυτά. Σήμερα, η κούρσα των εξοπλισμών δεν περιστρέφεται γύρω από τα πυρηνικά όπλα. Το ζήτημα πλέον δεν είναι ποσοτικό. Μεταφέρεται στους κλασικούς εξοπλισμους, στις εξελιγμένες τεχνολογίες, στις επικοινωνίες κ.λπ. Υπάρχει επίσης αντιπαράθεση ανάμεσα στις βιομηχανίες όπλων. Οι περισσότερες από τις συγκρούσεις σήμερα, στην Αφρική για παράδειγμα, προκύπτουν από την υπανάπτυξη, τη φτώχεια, την έλλειψη δικαιοσύνης και τα δημοκρατικά ελλείμματα, καθώς και από την απόρριψη των αρχών της ισχύος. Ζούμε σε μια περίοδο πραγματικής μετάλλαξης των διεθνών συγκρούσεων, που μεταβάλλει βαθιά την αντίληψη περί ασφάλειας (που έχει γίνει ένα κορυφαίας σημασίας παγκόσμιο ζήτημα), περί ειρήνης και περί της πολιτικής απάντησης που απαιτείται.

    Η καπιταλιστική διαχείριση και η πολιτική ισχύος έχουν φτάσει τα όρια τους

    Δεν είναι μόνο οι διεθνείς σχέσεις που έχουν αλλάξει δραστικά. Επιπλέον, η κατάρρευση του τείχους, ενώ αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα στο μετασχηματισμό του κόσμου μας, δεν είναι η μία και μοναδική αιτία. Η δεκαετία του 1990 είχε κομβικό χαρακτήρα, με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, που καθιστά όλον τον πλανήτη εμπόρευμα, καθώς και την έκρηξη των τεχνολογιών της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών στο πλαίσιο της «επανάστασης της πληροφορίας». Τα πάντα έχουν αλλάξει, σε μια παγκοσμιοποίηση που ξαφνικά ανέδειξε όλα τα προβλήματα και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης. Σε όλα τα επίπεδα, παντού, έχουν γίνει ορατά τα όρια και οι περιορισμοί.

    Αυτή κατάσταση δημιουργεί πλήθος αντιστάσεων και αγώνων. Τέτοια είναι η περίπτωση της Λατινικής Αμερικής, όπου οι άνθρωποι απορρίπτουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της Ουάσινγκτον και τη θέληση της για ηγεμονία. Τέτοια είναι η περίπτωση της Ευρώπης, με την αρνητική ψήφο για μια οικοδόμηση της ΕΕ σε νεοφιλελεύθερη και ατλαντική βάση και με την ανάδυση συγκεκριμένων και πραγματικών απαντήσεων στις λαϊκές απαιτήσεις για τους μισθούς, την απασχόληση και τα νέα δικαιώματα. Το ερώτημα των συνθηκών για μια εναλλακτική πολιτική ανακύπτει με όλο και μεγαλύτερη επιτακτικότητα. Με την κρίση, η ιδέα του ξεπεράσματος του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος αρχίζει να φαίνεται ουσιώδης στην σκέψη των ανθρώπων.

    Έτσι, η δεκαετία του 1990 σηματοδότησε μια δραματική αλλαγή στην κατάσταση του κόσμου. Η κατάρρευση του τείχους, η επιδείνωση της καπιταλιστικής κρίσης, η ανάδυση αντιπαραθέσεων μεταξύ των δυνάμεων, όλα αυτά παρουσιάζουν μία τελείως καινούρια κατάσταση σε μόνιμη και γρήγορη εξέλιξη. Αυτό είναι, συμπερασματικά, όχι το τέλος της ιστορίας, αλλά η «επιτάχυνσή» της.

    Πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία. Ο σημερινός κόσμος είναι καρπός μιας βαθιάς δομικής μετάλλαξης του καπιταλισμού που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960. Τα κινήματα του 1968 εξέφρασαν την οικονομική, τεχνολογική, κοινωνική και ιδεολογική αναταραχή που έφερε ο εκσυγχρονισμός του καπιταλισμού, ο οποίος σήμερα οδηγεί σε μια κρίση που επηρεάζει τα θεμέλια του και η οποία ωθεί ολόκληρο το σύστημα, αλλά και τις μεθόδους διαχείρισής του, στα όρια τους. Για κάποιους ανθρώπους αυτή είναι μια υπαρξιακή κρίση ή μια «οριακή φάση» του συστήματος. Ανεξάρτητα από το αν αυτή η αντίληψη είναι ακριβής ή όχι, το ερώτημα που προκύπτει είναι αυτό του πολιτικού παράγοντα –δηλαδή των αγώνων, των λαϊκών κινημάτων, των εναλλακτικών λύσεων που πρέπει να συγκροτηθούν και, ας πούμε, της επανάστασης που απαιτείται από τη στιγμή που έχει ξεφουσκώσει και έχει επέλθει η παρακμή ενός τρόπου ανάπτυξης που γεννήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Έτσι, η νέα εποχή στην οποία που ζούμε πρέπει να εμποτιστεί με αποφασιστικές δημοκρατικές και κοινωνικές εξελίξεις, με την πρόοδο του πολιτισμού που προσδοκούν οι λαοί. Το ζήτημα είναι η ανθρώπινη χειραφέτηση, καθώς και οι πολιτικές επιλογές και στρατηγικές που μπορούν να συνεισφέρουν σε αυτήν, ξεκινώντας από τώρα.

    Ο 21ος αιώνας ξεκινά μέσα σε παγκόσμια αστάθεια

    Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, του Συμφώνου της Βαρσοβίας και του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο καπιταλισμός πλέον δεν διαθέτει κάποιον εξωτερικό αντίπαλο. Όμως, μέσω της δομικής του χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει μετατραπεί ο ίδιος στον χειρότερο εχθρό του.

    Ας προσπαθήσουμε όμως να αντιληφθούμε το πόσο ασταθής είναι αυτή η θέση για τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις του συστήματος. Είναι υποχρεωμένες να εκτρέπουν συνεχώς τις κριτικές, την απόρριψη και τους αγώνες που γίνονται ενάντια τους σε άλλους στόχους, πέραν του καπιταλιστικού συστήματος και των πολιτικών που το συνοδεύουν. Οι αυξανόμενες φιλοδοξίες πρέπει να διοχετευθούν σε άλλα πεδία, διαφορετικά από εκείνα της γνήσιας πολιτικής αλλαγής των δομών και των τρόπων διαχείρισης. Εξ ου και η κρίσιμη σημασία του ιδεολογικού παράγοντα.

     

    Πρόκειται για κάτι που η κυβέρνηση Μπους είχε κατανοήσει πλήρως, όταν αναγόρευσε την τρομοκρατία σε νέο αντίπαλο μετά την 11η Σεπτεμβρίου –έναν «υπαρξιακό» αντίπαλο, έναν εξωτερικό εχθρό ενάντια στον οποίο πρέπει να κηρυχθεί πόλεμος, έναν «παγκόσμιο εχθρό» που θα ήταν ακόμα πιο αξιόπιστος, δεδομένου ότι η τρομοκρατία αποτελεί μια πραγματικότητα.

     

    Εντούτοις, η τρομοκρατία έχει αιτίες και ιστορία που τείνουν να συγχέονται με τα αδιέξοδα και τις κρίσεις του καπιταλισμού, καθώς και τις συνέπειες της πολιτικής ισχύος. Σήμερα, η τρομοκρατία είναι ουσιαστικά το προϊόν ενός συστήματος που βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης βίας, όχι ένας εξωτερικός «εχθρός». Γι’ αυτό και ο καλύτερος τρόπος να επιβεβαιωθεί η «εξωτερικότητα» αυτού του εχθρού είναι να συνδεθεί κυρίως με τον μουσουλμανικό κόσμο, τροφοδοτώντας κατά συνέπεια την ιδέα της πολιτιστικής και θρησκευτικής σύγκρουσης ενάντια σε έναν κόσμο τόσο απόμακρο από τον δυτικό, που δεν θα μπορούσε να είναι δικός μας. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο νομιμοποιείται να δοθεί προτεραιότητα «στο νόμο και την τάξη» και στις πολιτικές της ισχύος.

     

    Η στρατηγική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης δεν έχει εγκαταλείψει το σύνολο των στοιχείων που χαρακτήρισαν την κυβέρνηση Μπους –κάθε άλλο. Εντούτοις, ο Μπαράκ Ομπάμα πρέπει να γυρίσει τη νεοσυντηρητική σελίδα για να επιβεβαιώσει μια ιδεολογικά αποδεκτή και πολιτικά εύχρηστη «ηγεσία». Μια νέα φάση διεθνών σχέσεων πρέπει, απαραιτήτως, να ανοίξει για να επικυρώσει έναν νέο τρόπο προσανατολισμού και διαχείρισης του αμερικάνικου καπιταλισμού στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

     

    Ο διεθνοποιημένος καπιταλισμός αποτελεί μια πραγματικά νέα κατάσταση για τον κόσμο. Δεν έχει καταρρίψει τα σύνορα. Δεν έχει κάνει τα έθνη να εξαφανιστούν και το ίδιο ισχύει για τους εθνικισμούς. Η κρίση έχει γεννήσει ακόμη και κάποιον προστατευτισμό. Όμως, η παγκοσμιοποίηση έχει «διαγράψει» το χρόνο και την απόσταση. Κάθε πρόβλημα αντηχεί σε όλο τον πλανήτη. Όλα τα προβλήματα αλληλοεπηρεάζονται. Ένα ενιαίο σύστημα, με τις αντιφάσεις του, δομεί τον σύγχρονο κόσμο. Η «επανάσταση της πληροφορίας» είναι μία, αποφασιστικής σημασίας, κινητήρια δύναμη γι’ αυτόν τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

     

    Ένας παγκοσμιοποιημένος κόσμος, εντούτοις, δεν είναι ένας «ομαλός» κόσμος. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αποτελεί στην πραγματικότητα μια ισχυρή μηχανή που παράγει ανισότητες, αδικίες και εκμετάλλευση. Δεν υπάρχει πλέον «εξωτερικότητα», αλλά αυτό που υπάρχει είναι ρήξεις και ανταγωνισμοί γεννημένοι από το ίδιο το σύστημα.

     

    Ας δούμε ένα παράδειγμα. Δεν υπάρχει πλέον ένας Νότος ή ένας υπανάπτυκτος Τρίτος Κόσμος απέναντι σε έναν «βιομηχανικό» και ευημερεύοντα Βορρά. Αυτός ο οικονομικός, ιδεολογικός και γεωπολιτικός ανταγωνισμός χαρακτήρισε μια περίοδο του 20ού αιώνα που σήμερα έχει λήξει. Το καπιταλιστικό σύστημα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι περιορισμοί της δομικής προσαρμογής (μπορούμε να δούμε πώς εφαρμόζονται στην Ελλάδα) έχουν οδηγήσει σε μια πόλωση του πλούτου προς όφελος συγκεκριμένων προνομιούχων στρωμάτων και των κυρίαρχων τάξεων, ενώ έχουν συνεισφέρει στην περιθωριοποίηση των φτωχότερων και πιο εκμεταλλευόμενων στρωμάτων (όταν αυτά δεν αποκλείονται τελείως από το σύστημα).

     

    Αυτός είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας που μπορεί να γίνει αντιληπτός παντού, σε μια εποχή ανακατάταξης της ιεραρχίας των κυρίαρχων και των αναδυόμενων δυνάμεων και σε έναν ρημαγμένο Τρίτο Κόσμο.

     

    Δεν μετατρέπεται σήμερα ο κόσμος μας, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, σε πολύ διαφορετικό βαθμό, σε έναν κόσμο γενικευμένων ανισοτήτων, με πολύ πλούτο και τεράστιες περιουσίες από τη μία πλευρά και μαζική φτώχεια και αποκλεισμό σε κάθε χώρα από την άλλη; Το σύστημα παράγει ακόμη και κράτη τα οποία είναι χρεοκοπημένα ή παρακμάζοντα.

    Επομένως, ο παγκοσμιοποιημένος κόσμος είναι βίαιος, χαοτικός και βαθιά άνισος. Απόντος ενός ρυθμιστικού συστήματος διεθνών σχέσεων, ο κόσμος καθίσταται αβέβαιος και ασταθής. Ένας επικίνδυνος κόσμος, αλλά πολύ διαφορετικός από τους προηγούμενους.

     

    Τι αλλάζει στον αγώνα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό;

     

    Αυτή η παγκόσμια αναταραχή ιστορικών διαστάσεων μάς αναγκάζει να σκεφτούμε διαφορετικά για τη σχέση των ανθρώπων με τον κόσμο. Μας υποχρεώνει, πιο συγκεκριμένα, να επαγρυπνούμε μπροστά στις ανησυχητικές εξελίξεις που αφορούν πρακτικές, στρατηγικές και ιδεολογίες.

     

    Το να αναλογιζόμαστε διαφορετικά τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο δεν είναι, εντούτοις, ένας εύκολος δρόμος, ελλείψει διανοητικής και πολιτικής συζήτησης σήμερα, και εξαιτίας της ποιοτικής υποχώρησης από την κρίσιμη συζήτηση για το μέλλον. Αυτή η δυσκολία είναι η μεγαλύτερη, δεδομένου ότι το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του σημερινού κόσμου είναι η αβεβαιότητα που βαραίνει και το παρόν και το μέλλον, μια αβεβαιότητα που, προφανώς, παράγει βαθιές ανησυχίες και συγχύσεις. Συνεπώς είναι σημαντικό να προταθεί μια πορεία, ένα πρόγραμμα και ένα μέλλον για το μετασχηματισμό του κόσμου.

     

    Πρώτον, πρέπει να γνωρίζουμε και να διατυπώνουμε αυτό που σήμερα είναι θεμιτό και πολιτικά χρήσιμο. Η ανεπάρκεια της πολιτικής σκέψης για την αλλαγή, το μείγμα κομφορμισμού και ριζοσπαστισμού, συχνά αντιδραστικό ή χωρίς προοπτική, ο δισταγμός για τις αξίες, αποδυναμώνουν το σχεδιασμό που απαιτείται για οποιαδήποτε πολιτική προοδευτικού μετασχηματισμού.

     

    Σε μια κυνική πολιτική άσκηση, δημιουργούνται αμφιβολίες μερικές φορές για την ίδια την ισχύ των αξιών. Όμως, η κρίση του τρόπου ανάπτυξης είναι επίσης μια ηθική κρίση, η οποία προέρχεται από τους κανόνες και τις πρακτικές που είναι έμφυτες στο καπιταλιστικό σύστημα και στις πολιτικές της ισχύος και της κυριαρχίας. Αυτό καταδεικνύεται από τη λειτουργία και τις αποκλίσεις του χρηματιστικού καπιταλισμού, όπως επίσης και από την υποχώρηση σε σχέση με τις ελευθερίες και τη δημοκρατία, την περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από τον τρόπο με τον οποίο ακραίες πολιτικές του «νόμου και της τάξης» έχουν γίνει αποδεκτές ως φυσιολογικές.

    Πρέπει να συνδυάσουμε στην πολιτική δράση ορισμένες θεμελιώδεις ηθικές κατευθυντήριες με τις στρατηγικές που απαιτούνται για να μετατοπιστεί ο συσχετισμός δυνάμεων. Από μια προοδευτική οπτική, δεν μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε πολιτική δράση χωρίς να νομιμοποιείται από τις ανθρώπινες αξίες. Η μάχη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό είναι τόσο μια μάχη για ανθρωπισμό όσο και για την επανάσταση.

     

    Δεύτερον, πρέπει να σκεφτόμαστε διαφορετικά για τις διεθνείς σχέσεις. Οι στρατηγικοί ανταγωνισμοί μεταξύ Δύσης - Ανατολής και Βορρά - Νότου έχουν εξαφανιστεί στο πλαίσιο της μεγάλης μετάλλαξης των διεθνών αντιπαραθέσεων, και επομένως δεν απαιτείται να επιλέξουμε ένα μπλοκ ή ένα στρατόπεδο εναντίον κάποιου άλλου, όπως πριν από την κατάρρευση του τείχους. Βεβαίως, ο γεωπολιτικός συσχετισμός δυνάμεων έχει σημασία για τον αγώνα μας. Όμως η σημαντική μας ευθύνη ξεκινάει από το δικό μας στόχο για την κοινωνία, για την Ευρώπη και τον κόσμο και από την ανάγκη μας να δείξουμε τι θέλουμε να οικοδομήσουμε, πώς και  πόσο ανοιχτό και ενωτικό θα είναι αυτό το εγχείρημα. Τα πολιτικά ζητήματα προηγούνται των γεωπολιτικών.

     

    Συνεπώς, προκύπτει η σημασία ενός ορισμού για τις συνθήκες του διεθνισμού που ταιριάζουν στους καιρούς μας –ενός διεθνισμού νέας γενιάς– ως μιας εναλλακτικής του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Ο σύγχρονος καπιταλισμός εμπεριέχει μια νεοϊμπεριαλιστική δύναμη, της οποίας η κυριαρχία έχει αποδυναμωθεί σχετικά από την κρίση, από την ανάδυση νέων δυνάμεων, αλλά και από το αυξανόμενο ρεύμα πλήθους αντιστάσεων.

     

    Η πρόκληση, προφανώς, δεν είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί, στο βαθμό που οι ενδιαφερόμενοι είναι διαιρεμένοι και αδύναμοι. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει άλλος τρόπος από μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια σύγκλιση του αγώνα.

    Σε αυτό το πλαίσιο, το ζήτημα της Ευρώπης αποκτά τεράστια σημασία. Τα τρία κύρια σύγχρονα ζητήματα για την οικοδόμηση της Ευρώπης –η Ευρώπη ως προστάτης, η Ευρώπη ως δύναμη και η Ευρώπη ως κοινωνικό σχέδιο– έχουν όλα καταρρεύσει. Η νομιμοποίηση αυτού του σχεδίου έχει υποσκαφτεί. Από αυτή την κατάσταση προκύπτει ως άμεσο θέμα το ζήτημα της επαναθεμελίωσης αυτού του σχεδίου, του κοινού ευρωπαϊκού αγώνα στο πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να επαναπροσανατολιστεί –άμεσα– η πορεία αυτής της οικοδόμησης και να αλλάξει η φιλοσοφία της.

     

    Θα πρέπει μάλλον να αλλάξουμε την εικόνα που έχουμε για τον κόσμο μας. Η λειτουργία του Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων (LHC) στα γαλλοελβετικά σύνορα καταδεικνύει ότι τα πλέον εντυπωσιακά επιστημονικά εργαλεία που έχουν εφευρεθεί ποτέ αναδεικνύουν φιλοσοφικά ερωτήματα και συνεπάγονται μία εντελώς νέα (ευρωπαϊκή) έρευνα, τόσο σχετικά με τη φύση της ύλης όσο και για τις απαρχές του κόσμου. Έτσι, οι άνθρωποι πλέον εξερευνούν όλες τις διαστάσεις του κόσμου μας, συμπεριλαμβανομένων και των πιο ακραίων: από το απείρως ελάχιστο έως το πλανητικό και κοσμικό επίπεδο, από τις απαρχές έως το μέλλον.

    Επειδή ο κόσμος είναι ένας και επειδή η συνείδηση της μοναδικότητας του κόσμου έχει προοδεύσει σε αξιοσημείωτο βαθμό, μπορεί να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει άλλη λύση ή προοπτική από το να έρθουν οι άνθρωποι πιο κοντά, από τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, το σεβασμό και το διάλογο, από την πρόσμειξη των πολιτισμών. Αυτό το προαπαιτούμενο είναι κοινό, καθολικό και συγκεκριμένο σε μια νέα διεθνή τάξη –σε αντιδιαστολή με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, που στην ουσία διαιρεί. Αυτός ακριβώς πρέπει να είναι ο πολιτικός μας στόχος και η φιλοδοξία μας. Ο καπιταλισμός, όντως, αντιτίθεται στα λαϊκά συμφέροντα, αλλά την ίδια στιγμή ενισχύει την ανάγκη για καθολικότητα, για ισότητα, για πολυμέρεια και συλλογική υπευθυνότητα.

     

    Δεν προτείνουμε να παραιτηθούμε ή να αποσυρθούμε από το παγκόσμιο εμπόριο – όπως κάποιος μπορεί να ακούσει μερικές φορές– και να αποκλειστούμε με την ελπίδα (ή καλύτερα με την ψευδαίσθηση) της προστασίας των εαυτών μας. Πρέπει να αναλογιστούμε τώρα τη μεταβολή σε κάθε χώρα ως συστατικό στοιχείο των πολιτικών αντιπαραθέσεων αλλά και των εξελίξεων –στην Ευρώπη και τον κόσμο.

     

    Η παγκοσμιοποίηση επηρεάζει επίσης και την πολιτική, και αυτό είναι κάτι που διακυβεύεται κατά την παρούσα φάση.

     

    Μετάφραση: Γαβριήλ Σακελλαρίδης


Related articles