• Το κράτος και η οικονομική κρίση του 2008

  • 27 Jan 12 Posted under: Σύγχρονος Καπιταλισμός



  • 1. Το κράτος στη νεοφιλελεύθερη περίοδο

    Σύμφωνα με την παράδοση του Φουκό, το κράτος δεν γίνεται αντιληπτό ως  ορθολογικό υποκείμενο, εντοπισμένο εκτός κοινωνίας, που στόχο έχει να υπηρετεί τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Είναι μάλλον μια πηγή εξουσίας, διάχυτη σε θεσμούς και κοινωνικές πρακτικές. Υπό αυτή την έννοια, αυτό που το κράτος κάνει ως νομοθέτης, ως θεσμική πρακτική και μέσω συγκεκριμένων παραγόντων όλων των ειδών, είναι ή μπορεί να ειδωθεί ως ένα σύνολο σχέσεων εξουσίας διάχυτο εντός του κράτους και της κοινωνίας, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες προτάσεις της κυβερνησιμότητας,  μιας διαδικασίας διαρκούς αναδόμησης των μεθόδων και μορφών διακυβέρνησης. Την ίδια ώρα, υπάρχει πάντα ένα κενό ανάμεσα στους διακηρυγμένους στόχους και/ή τα μέσα και τις πρακτικές. Σε κάθε περίπτωση, το κράτος πρέπει να εξεταστεί εντός ενός ευρύτερου πλαισίου, που δίνει έμφαση στην εξουσία και στους τρόπους που τέτοιες δομές εξουσίας διαχέονται στις κοινωνικές πρακτικές. Τα ταξικά συμφέροντα είναι μέρος αυτής της διαδικασίας, αλλά λειτουργούν εντός ενός φάσματος συγκρουόμενων συμφερόντων, διοικητικών πρακτικών και ιδεών που τείνουν να παράγουν αντιφατικά αποτελέσματα.
     
    Αυτή η οπτική, την οποία ο Φουκό χρησιμοποίησε στις μελέτες του για την τρέλα, τη σεξουαλικότητα και τη φυλακή, μοιάζει να έχει μικρή σχέση με την οικονομική μας αναζήτηση. Παρόλα αυτά, μπορεί να γίνει μια πολύ βοηθητική μέθοδος για την κατανόηση του ρόλου του κράτους στη νεοφιλελεύθερη περίοδο, καθώς και της «επιστροφής του κράτους», ως απάντηση στην παρούσα κρίση.

    Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης περιόδου είναι ότι το κράτος απαξιώθηκε ως παραγωγός αγαθών και υπηρεσιών, μια διαδικασία που οδήγησε σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, την ίδια ώρα που συνέχισε να ελέγχει ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ, όπως έκανε και στο παρελθόν. Οι δημόσιες δαπάνες και, προφανώς, τα δημόσια έσοδα, αυξημένα μέσω της φορολογίας, παρέμειναν σε ένα επίπεδο 45-50% του ΑΕΠ στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Ακόμα περισσότερες ασφαλείς οικονομίες, με τις ΗΠΑ να είναι το κύριο παράδειγμα, αύξησαν τρομακτικά το δημόσιο χρέος τους. Έτσι, υπήρξε δραστική αλλαγή στους τρόπους με τους οποίους το κράτος λειτουργούσε στην οικονομία. Σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των δημόσιων δαπανών ή την αύξηση των δημοσίων εσόδων μπορεί να έλαβαν χώρα, αλλά πουθενά δεν υπήρξε ισχυρή τάση «υποχώρησης του κράτους».

    Το κράτος ήρθε να κάνει τέσσερα διαφορετικά πράγματα:
         συνέχισε να στηρίζει τα υπάρχοντα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας, παρότι περιέκοψε μέρος τους και ιδιωτικοποίησε μέρος των υπηρεσιών τους.
         υποστήριξε τις ιδιωτικές αγορές, μέσω επενδύσεων στις υποδομές, μιας ποικιλίας παλαιών και νέων δανείων και επιδοτήσεων (εξοπλισμοί, αγροτική παραγωγή, συγκεκριμένες βιομηχανίες)
         είχε αποφασιστικό ρόλο στις παγκόσμιες αγορές διακρατικών συμβολαίων (εξοπλισμοί, ενέργεια, πολιτική αεροπορία, υποδομές)
         διατήρησε το μονοπώλιο των μονεταριστικών πολιτικών, στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθώντας πολιτικές ανάπτυξης βασισμένης στις πιστώσεις, που οδήγησαν σε οικονομικές φούσκες/φούσκες των ενεργητικών- asset bubble.

    Αυτό το νεοφιλελεύθερο κράτος απαίτησε αντιπληθωριστικές πολιτικές. Αυτές εφαρμόστηκαν σχεδόν από όλες τις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο στο όνομα της προσέλκυσης κεφαλαίων και επενδύσεων. Το ΔΝΤ, τη δεκαετία του ’90, επιδίωξε τέτοιες πολιτικές και, υπό αυτήν την έννοια, άσκησε μεγάλη εξουσία. Καθώς ο χρηματοοικονομικός τομέας κατέλαβε τη διοίκηση της διεθνούς ροής εμπορευμάτων και χρήματος, κάθε υποχώρηση από το κυρίαρχο «δόγμα» μπορούσε να τιμωρηθεί από τους προμηθευτές των διεθνών κεφαλαίων.

    Στην πραγματικότητα οι αναπτυγμένες οικονομίες, καθόσον κήρυτταν το νεοφιλελεύθερο δόγμα, συγκέντρωναν χρέη, κάτι που αποτέλεσε μεγάλη αντίφαση. Αυτό το παράδοξο ξεκίνησε κατά την περίοδο Ρέιγκαν και συνεχίστηκε αναπόσπαστα (με μια σύντομη διακοπή κατά τη Διοίκηση Κλίντον) μέχρι σήμερα. Αυτό το παράδοξο συνιστά βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου, όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες. 

    Αυτό το αυξανόμενο χρέος υποδηλώνει ότι το κράτος, αντί να γίνεται λιγότερο σημαντικό, συνέχισε να παίζει κεντρικό ρόλο στη διαδικασία συσσώρευσης, με διαφορετικό τρόπο από την περίοδο του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού του 1930-1980. Το κράτος είχε κεντρικό ρόλο στις αναλύσεις των ριζοσπαστικών σχολών σκέψης, είτε αυτών που έβλεπαν τον καπιταλισμό ως ευρισκόμενο σε μια διαρκή κατάσταση αποτελμάτωσης, είτε αυτών που δίνουν έμφαση στον πτωτικό δείκτη, ή τη συμπίεση του κέρδους.     




    2. Η παγκόσμια οικονομία

    Η οικονομική κρίση, κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, υπήρξε πάντα διεθνής, όχι εθνική. Μπορεί περιστασιακά να έλαβαν χώρα εθνικές κρίσεις, αλλά αυτές είτε είχαν ισχυρά διεθνή στοιχεία, είτε απέρρεαν από πολύ συγκεκριμένες περιστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, έχουν μικρή σχέση με την παρούσα κρίση.

    Οι διεθνείς οικονομικές κρίσεις είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης διαταραχής ανάμεσα στις διεθνείς ροές εμπορευμάτων (διεθνές εμπόριο) και τη διεθνή ροή του χρήματος (χρηματοοικονομικά δίκτυα). Η διεθνής ροή εμπορευμάτων παράγει σε καθεμία ιστορική περίοδο εθνικές οικονομίες που λειτουργούν είτε με πλεόνασμα, είτε με έλλειμμα, στις συναλλαγές τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Η ροή του χρήματος πρέπει να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, προκειμένου να ισορροπήσει το σύστημα. Μια εθνική οικονομία σαν την ελληνική, η οποία διαρκώς λειτουργεί με μεγάλο εμπορικό έλλειμμα, εξαρτάται πάντα από μια θετική εισροή χρήματος, τροφοδοτούμενη από τη ναυτιλία, τον τουρισμό, τα εμβάσματα των μεταναστών, τις ξένες επενδύσεις και κυρίως από τον εξωτερικό δανεισμό.

    Το διεθνές σύστημα που ρυθμίζει αυτές τις δύο ροές είχε πάντα συγκεκριμένους κανόνες. Τον 19ο αιώνα, υπό τη βρετανική ηγεμονία, ήταν ο συνδυασμός του ελεύθερου εμπορίου και του «κανόνα χρυσού». Ο «κανόνας χρυσού» επανήλθε για λίγο κατά την περίοδο του μεσοπολέμου (1926-1931), μια κίνηση που αποδείχτηκε καταστροφική και συντέλεσε στην κρίση του 1929. Κατά την μεταπολεμική περίοδο, το Μπρέτον Γούντς (1945-1971) ήταν ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών, στο οποίο ο χρυσός αντικαταστάθηκε από το δολάριο και οι ΗΠΑ, ως η κύρια οικονομία με εμπορικό πλεόνασμα, ήταν ο κύριος προμηθευτής χρήματος, μέσω διάφορων μορφών, προς τον υπόλοιπο κόσμο.

    Αυτή η προοπτική έχει χρησιμοποιηθεί στην κλασική μελέτη του Κιντλμπέργκερ για την κρίση του 1929.  Η ύφεση του ’30 εξηγείται μέσω των ασταθών διακανονισμών που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το σύστημα που αναδύθηκε, περιελάμβανε τις βαριές πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία (για τις οποίες ο Κέυνς άσκησε ταχύτατη κριτική), και τους διακανονισμούς σε σχέση με την υπερτιμημένη βρετανική λίρα και το γαλλικό φράγκο. Αυτό οδήγησε σε μια διαρκή αστάθεια του διεθνούς συστήματος, το οποίο οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να χρηματοδοτήσουν μέσω δανείων μόνο μέχρι ενός σημείου.  Η επιστροφή στον κανόνα του χρυσού το 1926 έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα. Οι ΗΠΑ δεν είχαν τη θέληση και η Βρετανία την ικανότητα να διατηρήσουν το σύστημα, οπότε και αυτό κατέρρευσε.

    Κατά την Κεϋνσιανή περίοδο που ακολούθησε τον Πόλεμο, οι ΗΠΑ έγιναν ο κεντρικός προμηθευτής κεφαλαίων, υποστηρίζοντας το σύστημα του Μπρέτον Γούντς. Μετά την κρίση του 1970, συνέβησαν μια σειρά από αλλαγές. Από το 1980 και πέρα δεν υπήρξε ρυθμιστικό πλαίσιο για το διεθνές χρηματιστικό σύστημα. Επιπλέον, οι ΗΠΑ έγιναν, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, μια οικονομία με αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα, που χρειαζόταν συνεχή ροή χρήματος από τον υπόλοιπο κόσμο. Τελικά, οι ισοτιμίες των διαφόρων νομισμάτων έγιναν διαπραγματεύσιμες στις διεθνείς αγορές και οι χρηματοοικονομικές αγορές απορρυθμίστηκαν.

    Αυτές οι εξελίξεις παρήγαγαν μια διαρκή διακύμανση στις ισοτιμίες των κύριων νομισμάτων. Ενθάρρυναν κερδοσκοπικές κινήσεις και συχνά οδήγησαν σε μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις (Μεξικό 1995, Νοτιοανατολική Ασία, Ρωσία, Βραζιλία 1998, Αργεντική 2001). Σταδιακά σχεδίαστηκε μια ολόκληρη γκάμα στρατηγικών προκειμένου να προστατευτούν οι οικονομίες από τέτοιες κερδοσκοπίες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε κοινό νόμισμα, η Κίνα προτίμησε τη «δολαριοποίηση», ενώ άλλες οικονομίες (η Βραζιλία και οι περισσότερες από τις οικονομίες της Λατινικής Αμερικής) υποχώρησαν από τη «δολαριοποίηση», προκειμένου να αποφύγουν μεγάλες κρίσεις.

    Από το 1990 και μετά τις τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές που ήταν συνδεδεμένες με την κατάρρευση του Αντολικού Μπλοκ και την αλλαγή πορείας της Κίνας, η παγκόσμια οικονομία μπήκε σε μια φάση έντονης ανάπτυξης των διεθνών ροών εμπορευμάτων, επενδύσεων και χρήματος. Στη βιομηχανική παραγωγή, η Κίνα έγινε η αναδυόμενη παγκόσμια δύναμη. Η Ρωσία ξανακέρδισε τη θέση της ως μεγάλος προμηθευτής ενέργειας. Η ευρώπη εφάρμοσε τη Νομισματική Ένωση, επεκτάθηκε προς την Ανατολή και τα Βαλκάνια και παρέμεινε μια οικονομική περιοχή με εμπορικό πλεόνασμα, κυρίως χάρις στις γερμανικές εξαγωγές. Οι ροές χρήματος συγκεντρώθηκαν στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, όπου διευθύνεται ένα μεγάλο μέρος των παγκόσμιων καταθέσεων και μετακινείται από κει προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, με τη μορφή επενδύσεων, δανείων και κερδοσκοπικών κεφαλαίων.

    Η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας βασίστηκε στην συνδυαστική επίδραση της τεχνολογικής αλλαγής (αυξημένη παραγωγικότητα στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία), της διαθεσιμότητας άφθονης και φθηνής εργατικής δύναμης (στην Κίνα, την Ινδία και άλλες χώρες όπου η αστικοποίηση ήταν έντονη), και της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες έγιναν οικονομίες υπηρεσιών (στις ΗΠΑ, το 3% του πληθυσμού απασχολείται στη γεωργία και το 12% στη βιομηχανία). Η βιομηχανία μετακινήθηκε στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Οι αγροτικές οικονομίες πρακτικά κατέρρευσαν παντού, με τη μετανάστευση να επηρεάζει πολύ μεγάλους αριθμούς ανθρώπων. Σχεδόν 1,5 δισεκατομμύριο άνθρωποι μετακινήθηκαν είτε προς τις αστικές υπερπόλεις ή προς άλλες χώρες.

    Παρά τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη και τη βελτίωση των περισσότερων οικονομικών  δεικτών της παγκόσμιας οικονομίας, οι κοινωνικές ανισότητες στον αναπτυγμένο κόσμο αυξήθηκαν υπερβολικά, μεγάλα τμήματα των πληθυσμών παρέμειναν εντελώς περιθωριοποιημένα (όπως στη Λατινική Αμερική), ενώ η διεθνής ανισότητα μεγάλωσε, αφού συγκεκριμένες περιοχές (π.χ. η υποσαχάρια Αφρική) δεν είχαν καθόλου ανάπτυξη.


    3. Η οικονομία των ΗΠΑ

    Ο ρόλος της οικονομίας των ΗΠΑ, όπου αναδύθηκε η παρούσα οικονομική κρίση, έχει στρατηγική θέση στην παγκόσμια οικονομία. Εκπροσωπεί το 23% της παγκόσμιας οικονομίας, ποσοστό ελαφρά μικρότερο από της Ευρωπαϊκής Ένωσης (25%). Μαζί με την Ιαπωνία και άλλες αναπτυγμένες οικονομίες, όπου ζουν 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι, το μερίδιό τους είναι σχεδόν το 80% του παγκόσμιου εισοδήματος, με τα υπόλοιπα 5 δισεκατομμύρια να έχουν μερίδιο μόνο 20%.

    Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, οι ΗΠΑ άρχισαν να λειτουργούν με εμπορικό έλλειμμα. Μέχρι το 1980 ήταν μια σχετικά «κλειστή» οικονομία με εισαγωγές και εξαγωγές στο ύψος του 3-5% του ΑΕΠ. Από τότε, οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε εύρος περίπου του 15-17% του ΑΕΠ και οι εξαγωγές γύρω στο 10%. Οι εξαγωγές των ΗΠΑ περιλαμβάνουν κυρίως πολεμικούς εξοπλισμούς, αγροτικά προϊόντα και τεχνολογία.
    Επιπλέον, πολύ κεφάλαιο διατέθηκε σε άμεσες επενδύσεις ή σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Τα τελευταία 20 χρόνια το εμπορικό έλλειμμα αυξάνεται διαρκώς. 

    Αυτό το έλλειμμα χρηματοδοτήθηκε με δύο τρόπους. Από το 1980 ως το 1995 η πώληση κρατικών ομολόγων ήταν η κύρια πηγή. Αυτό συνεπαγόταν ένα ισχυρό δολάριο και υψηλά επιτόκια, προκειμένου να προσελκύσει τις αποταμιεύσεις του κόσμου. Μετά το 1995, η πολιτική στράφηκε προς «δομημένα ομόλογα» κάθε είδους. Η αποκαλούμενη «χρηματοοικονομική επανάσταση» εισήγαγε μια τέραστια γκάμα νέων τίτλων και συνοδεύτηκε από την έκρηξη της κατανάλωσης και των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ.

    Η έκρηξη του κτηματομεσιτικού τομέα έγινε μετά το 1998 (ο δανεισμός έφτασε το 40% του ΑΕΠ των ΗΠΑ). Σχετιζόταν με την ανάληψη των ινίων από τις τράπεζες της “παγωμένης- fridge [?] τραπεζικής αγοράς». Αυτά ήταν παράλληλα συστήματα μικροχρηματοδοτήσεων που εξυπηρετούσαν τον φτωχό πληθυσμό, που εκτιμάται σε 20% του αμερικανικού πληθυσμού, ο οποίος δεν είχε πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, στη νέα περίοδο αυτό που προσέλκυε τις τράπεζες ήταν τα υψηλότερα επιτόκια αυτών των παράλληλων συστημάτων.

    Οι τράπεζες ανέλαβαν αυτές τις υψηλού ρίσκου δραστηριότητες και ασφάλισαν τα δάνεια μέσω των ασφαλιστικών εταιριών. Αυτοί οι τίτλοι χωρίστηκαν τότε σε μικρότερες μονάδες, αναμείχθηκαν με άλλους τίτλους κάθε είδους και τότε οι επενδυτικές τράπεζες της Γουόλ Στριτ τούς πούλησαν τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην παγκόσμια αγορά. Από την Αθήνα ως τη Μανίλα, οι αγοραστές προσελκύστηκαν από τα υψηλά επιτόκια που προσφερόταν από τα διάφορα δομημένα ομόλογα της Λίμαν Μπράδερς, μη γνωρίζοντας ποιά είναι η πηγή αυτών των επιτοκίων. Καθώς η αγορά μεγάλωσε, οι τράπεζες πίσω στις ΗΠΑ ετοιμάζονταν να προσφέρουν δάνεια σε φτωχούς πληθυσμούς, ανεξάρτητα με την ικανότητα αποπληρωμής τους, εφόσον υπήρχε ζήτηση για αυτούς τους τίτλους σε όλο τον κόσμο.  Σε μια περίοδο χαμηλού πληθωρισμού και επιτοκίων, αυτό το σύστημα ήταν έτοιμο να επενδύσει σε τίτλους υψηλού ρίσκου, εφόσον προσέφερε προϊόντα «υψηλής απόδοσης».

    Τα «δάνεια προς τους φτωχούς» έφτασαν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Άλλο ένα τρισεκατομμύριο υπολογίστηκε για τα βραχυπρόθεσμα δάνεια των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες παίρνουν πίστωση απευθείας από τους επενδυτές και όχι από τις τράπεζες. Ακόμη ένα τρισεκατομμύριο αποτέλεσε δάνεια των δημόσιων οργανισμών (τοπικές αρχές, πανεπιστήμια και άλλοι). Αυτά τα 3 τρισεκατομμύρια ήταν μέρος της διαδικασίας της χρηματιστικοποίηση, που παρήγαγε τίτλους όλων των ειδών.

    Εκπροσωπούσε το 25% του αμερικανικού ΑΕΠ ή, σε παγκόσμιους όρους, σχεδόν το 5% του παγκόσμιου εισοδήματος. Σε πραγματικούς όρους, έγινε ο πιο σημαντικός «εξαγωγικός τομέας» της οικονομίας των ΗΠΑ.
     
    Παράλληλα, αυτά τα νέα χρηματοοικονομικά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και σε παραδοσιακές περιοχές δανεισμού. Πολλές από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, για παράδειγμα, λάμβαναν τυπικά βραχυπρόθεσμα κρατικά δάνεια από διεθνείς τράπεζες, αλλά  με τη μορφή των ανταλλαγών. Όταν τα νομίσματά τους υποτιμήθηκαν εν μέσω της κρίσης, έπρεπε να ξαναπληρώσουν τα δάνειά τους με προκαθορισμενές ισοτιμίες, κάτι που ήταν πρακτικά αδύνατον.

    Η «χρηματοικονομική επανάσταση» έμοιαζε να παρέχει κέρδη σε όλους. Εφόσον οι τιμές στο εσωτερικό αυξάνονταν, οι «φτωχοί» είχαν ετήσια κέρδη. Οι τράπεζες, πέρα από τις παραδοσιακές τους δραστηριότητες, βρήκαν μια νέα οικονομική περιοχή εμπορίου δανείων και ασφαλιστικών πολιτικών και κατά συνέπεια επιδίωξαν την κατάργηση της νομοθεσίας του 1933, που απαγόρευε την εμπλοκή τους σε επενδυτικές δραστηριότητες. Η νομοθεσία αρχικά αναθεωρήθηκε το 1998 από τον Κλίντον, ως αντάλλαγμα για την παροχή δανείων στους «φτωχούς» και μετά καταργήθηκε από την κυβέρνηση Μπους το 2001 και το 2003. Η Γουόλ Στριτ ζούσε μεγαλύτερη ευφορία από ποτέ.

    Κατά τη δεύτερη θητεία του, ο Μπους υποσχέθηκε «ένα νέο σπίτι για κάθε αμερικανική οικογένεια», παρά τους στάσιμους μισθούς και τις περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα και ο Γκρίνσπαν παρουσίασε τον εαυτό του το δημιουργό του νέου «αμερικανικού θαύματος». Για παραπάνω από μια δεκαετία, η ανάπτυξη της οικονομίας βασίστηκε σε νέες κατασκευές και στην έκρηξη της κατανάλωσης. Ο Γκρίνσπαν  υπερασπίστηκε την απεριόριστη επέκταση του εμπορικού ελλείμματος και λίγο τον απασχολούσε το έλλειμμα του προϋπολογισμού (που περιελάμβανε τον πολυδάπανο πόλεμο στο Ιρακ). Στην πραγματικότητα, όσο ο υπόλοιπος κόσμος τροφοδοτούσε με χρήμα την αμερικανική οικονομία μέσω αυτών των «χρηματοοικοομικών προϊόντων», το σύστημα έμοιαζε να δουλεύει πολύ αποτελεσματικά.

    Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η κρίση αναδύεται όταν ένας δείκτης αρχίζει να πέφτει. Ήταν η υποχώρηση της τιμής των σπιτιών στα τέλη του 2007 που σηματοδότησε την αντιστροφή. Η  “asset bubble” ξέσπασε εννιά μήνες αργότερα. Ο Γκρίνσπαν είπε ότι πιθανώς να είχαν γίνει «μια σειρά από λάθη», καθώς το σύστημα ήταν υπερεξαρτημένο από τη διαθεσιμότητα κεφαλαίου σε εξαιρετικά χαμηλό κόστος. Τα χρηματιστήρια έπεσαν κατά 40-50% ανά τον κόσμο. Η κρίση απέκτησε όνομα, που με σχετική ακρίβεια συνέλαβε τί γινόταν, κι αυτό ήταν το «πιστωτικό κραχ». Χάθηκε η ιδέα ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι, ή μπορεί να είναι αυτορυθμιζόμενες.

    Ενώ το πιστωτικό κραχ μπορεί να ειδωθεί ως ένα φαινόμενο «παράλογων» στρατηγικών που ακολουθήθηκαν από συγκεκριμένα συμφέροντα στη Γουόλ Στριτ, τέτοιες κερδοσκοπικές στρατηγικές είναι δυνατές μόνο σε περιόδους πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, όταν η πραγματική οικονομία, και σε αυτή την περίπτωση η παγκόσμια οικονομία, βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης. Δεν είναι δυνατές, όταν συμβαίνει το αντίθετο. Έτσι, η κερδοσκοπική έκρηξη της τελευταίας δεκαετίας έγινε δυνατή λόγω της πραγματικής ανάπτυξης στην παγκόσμια συσσώρευση κεφαλαίου. Εν τούτοις, αυτή η διαδικασία συμβαίνει κάτω από πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπου η δυνατότερη οικονομία ειναι ανίκανη να ισορροπήσει τη διεθνή ροή εμπορευμάτων και χρήματος και είναι, μάλιστα, ο κύριος παράγοντας παραγωγής νέων ανισορροπιών. Οι ΗΠΑ είναι ανίκανες να διατηρησουν το υπάρχον σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας.

    4. Η παγκόσμια ύφεση

    Το «πιστωτικό κραχ» οδήγησε στην «εξαέρωση του πλούτου», όπως είχε υπογραμμίσει ο Μάρξ στο παρελθόν. Διάφορες μορφές πλούτου συνδεδεμένες με the “assets bubble” (αραβικά επενδυτικά κεφάλαια, Ρώσοι εκατομμυριούχοι, μεγαλοαστοί του Τρίτου Κόσμου) είδαν την αξία των επενδύσεών τους να ελαττώνεται. Η αμερικανική μεσαία τάξη ανακάλυψε ότι όλος ο επενδυμένος πλούτος της (σε σπίτια, χρηματιστήρια, ιδιωτικές ασφαλίσεις) έχασε τη μισή του αξία μέσα σε δύο μήνες.

    Η επιχειρηματική Αμερική, ταυτισμένη με τα τραπεζικά συγκροτήματα, τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρίες και τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αντιμετώπιζε την κατάρρευση της χρηματιστηριακής τους αξίας. Ακόμα χειρότερα, οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές εταιρίες ήταν ανίκανες να ισορροπήσουν τα λογιστικά τους. Τα προβλήματα της επιχειρηματικής Αμερικής είχαν τη ρίζα τους στη βαθιά της εμπλοκή στη “φούσκα των ενεργητικών-assets bubble” .

    Μια κρίση στον χρηματιστικό τομέα δεν οδηγεί απαραίτητα στην ύφεση. Η πραγματική οικονομία παρέμεινε σχετικά ανεπηρέαστη σε μια σειρά από καταστάσεις τα τελευταία 30 χρόνια. Παρόλα αυτά, όταν ξεκίνησε η χρηματιστική κρίση του 2008, επανεμφανίστηκε «το φάντασμα του 1929». Αυτό έδειξε ότι το 2008 δεν έγινε αντιληπτό ως μια συνηθισμένη φούσκα.

    Το 1929 ήταν η μεταφορά της κατάρρευσης του χρηματιστηρίου στην πραγματική οικονμία που παρήγαγε τη μεγαλύτερη ύφεση στην σύγχρονη ιστορία (1930-1933). Το 1929 έγινε σημείο αναφοράς στην οικονομική θεωρία. Ανέδειξε τον Κεϋνσιανισμό (1930-1980). Οι μονεταριστές (Φρίντμαν κ.α.) εργάστηκαν εκτεταμένα πάνω στο ζήτημα. Η κύρια άποψη της μονεταριστικής ερμηνείας είναι ότι το 1929 δεν αντιπροσωπεύει την αποτυχία των ιδιωτικών αγορών, όπως επέμενε ο Κέυνς, κάτι το οποίο απαιτούσε τη μόνιμη ρύθμιση του συστήματος από το κράτος. Μάλλον ήταν οι αποπροσανατολισμένες πολιτικές των κρατικών ιδρυμάτων (των νομισματικών αρχών) που οδήγησαν στην ύφεση. Πρακτικά, ήταν το γεγονός ότι άφησαν τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν, μειώνοντας έτσι την παροχή χρήματος στην οικονομία και, γι αυτό, οδηγώντας στη συστολή της πραγματικής οικονομίας.  

    Η επίδραση στο 2008 είναι ξεκάθαρη. Οι περισσότερες κυβερνήσεις του κόσμου αντέδρασαν στην κρίση του 2008 προσπαθώντας να «σώσουν τις τράπεζες» με κάθε κόστος. Το κυρίαρχο μονεταριστικό δόγμα της νεοφιλελεύθερης περιόδου υπαγόρευσε την απάντηση στην κρίση, σίγουρα στη Δυτική Ευρώπη, ίσως κάπως λιγότερο στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του Ομπάμα έμοιαζε έτοιμη να επεκτείνει την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, τόσο με νομισματικά, όσο και με δημοσιονομικά μέσα, αντί να εμμείνει στο δόγμα του «σώστε τις τράπεζες» και «αυξήστε την παροχή χρήματος».

    Το 2009, η ύφεση έφτασε σε αποκορύφωση σε όλο τον κόσμο για τρείς βασικούς λόγους:

    α. Το μέγεθος της  “asset bubble” είναι 3-4 τρισεκατομμύρια δολάρια, που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Συνεπώς, η μηδενική ανάπτυξη ή η αρνητική ανάπτυξη για μερικά χρόνια είναι σχεδόν αναπόφευκτη, προτού να ισορροπήσουν ξανά οι πλασματικές και πραγματικές αξίες του παγκόσμιου πλούτου.

    β. Το σύστημα των ευέλικτων ισοτιμιών συναλλάγματος ανάμεσα στα βασικά νομίσματα (δολάριο, ευρώ, γιέν) παράγει και μπορεί ακόμα να παράγει περισσότερη αστάθεια. Απαιτείται μακροοικονομικός συντονισμός, για να σταθεροποιηθεί το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, παρόλα αυτά, οι διαδοχικές συναντήσεις των  G-8 και των G-20  δεν είχαν  παρά ελάχιστα αποτελέσματα. Οι ΗΠΑ και η Κίνα μοιάζουν περισσότερο Κεϋνσιανές ως προς την ανταπόκρισή τους στην κρίση, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει βαθιά κολλημένη στη νεοφιλελεύθερη σκέψη.  Με πρακτικούς όρους, έχει εναποτεθεί σε αυτές τις δύο οικονομίες να οδηγήσουν την παγκόσμια οικονομία εκτός ύφεσης.
     
    γ. Ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού παραμένει υψηλός και ήδη έχει ισχυρή επίδραση στις οικονομίες του Τρίτου Κόσμου, που εξαρτώνται από τις εξαγωγές πρώτων υλών. Η επίδραση της ύφεσης στις οικονομίες του Τρίτου Κόσμου έχει τεράστιο κοινωνικό κόστος. Η σταθεροποίηση των τιμών των πρώτων υλών και η παροχή μαζικής βοήθειας στις υποφέρουσες οικονομίες είναι αναγκαίο μέρος οποιασδήποτε πολιτικής που  στοχεύει στη στήριξη της παγκόσμιας ζήτησης.



Related articles