Το φιάσκο της κατασκοπείας – για την καταστολή των δικαιωμάτων των γυναικών στη Μέση Ανατολή

Τη Διεθνή Ημέρα της Γυναίκας, έχουμε πολλά να πούμε. Ως γυναίκες, τη μέρα αυτή πρέπει, ασφαλώς, να σκεφτούμε την πρόοδο που έχουμε κάνει μέσα από τα κοινωνικά μας κινήματα και τις δυνατότητές τους να συμβάλλουν στην πολιτική αλλαγή.

Κάθε χρόνο, την ημέρα αυτή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλλουν γεγονότα που ευαισθητοποιούν την κοινή γνώμη στα δικαιώματα των γυναικών, με στόχο τη βελτίωση της κατάστασης. Τη Βηρυττό, όμως, κάτι άλλο φαίνεται να την απασχολεί.

Την προηγούμενη εβδομάδα, οι Λιβανέζοι “τσίμπησαν στο παιχνίδι” ποιος είναι Ισραηλικός πράκτορας και ποιος όχι. Ένας ανώτερος αξιωματικός της ασφάλειας του Λιβάνου συνελήφθη γιατί είχε ενορχηστρώσει την απαγγελία κατηγορίας κατά του Λιβανέζου ηθοποιού Ζιάντ Ιτανί, για συνεργασία και κατασκοπεία στην υπηρεσία του Ισραήλ. Οι αρχές του Λιβάνου ισχυρίστηκαν ότι ο Ιτανί επιστρατεύθηκε από μια γυναίκα, πράκτορα της Μοσάντ, που του ζήτησε να προσεγγίσει ανώτερους αξιωματούχους της χώρας, με στόχο την ομαλοποίηση των σχέσεων με το Ισραήλ. Η είδηση  προκάλεσε σοκ στην κοινή γνώμη γιατί κανείς δεν πίστεψε ότι ο Ιτανί ήταν αναμεμειγμένος σε τέτοια συνωμοσία, ενώ αντίθετα, άρχισαν να αναρρωτιούνται ποιες μπορεί να είναι οι δυνάμεις που το οργάνωσαν. Το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο γιατί, αν ο Ιτανί δεν αποδείκνυε την αθωότητά του, κινδύνευε να βρεθεί αντιμέτωπος με τη θανατική ποινή. Ο Λίβανος βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με το Ισραήλ και η συνεργασία μαζί του είναι, σύμφωνα με το νόμο, έγκλημα που τιμωρείται με θάνατο.   

Ο διάσημος Σύριος θεατρικός συγγραφέας Saadallah Wannous είπε κάποτε: “Τα αραβικά καθεστώτα, μας κυβερνούσαν στο όνομα του Ισραήλ”. Ο Wannous ανήκε σε μια γενιά Αράβων διανοουμένων και καλλιτεχνών της πρωτοπορίας, η πολιτική και καλλιτεχνική ταυτότητα των οποίων σφραγίστηκαν από το παλαιστινιακό ζήτημα. Σε ένα ντοκιμαντέρ του Omar Amiralay, μίλησε για την καταπίεση που υπέστη ο αραβικός κόσμος μετά από την κατοχή της Παλαιστίνης και την Ήττα του 1967. Η ιστορία επεφύλαξε τεράστια δεινά στους Παλαιστίνιους και τη Μέση Ανατολή γενικότερα. Πέρα από τους πολέμους, που κατέστρεψαν τη ζωή των ανθρώπων, επέτρεψε σε ανίκανα αραβικά καθεστώτα να ασκήσουν την εξουσία με τον τρόπο που το κάνουν εδώ και δεκαετίες. Με πρόσχημα τον πόλεμο κατά του Ισραήλ, επιβλήθηκαν δικτατορίες, οι νομοθεσίες έγιναν σκληρότερες και οργανώθηκαν μηχανισμοί ασφάλειας που δεν επέτρεπαν στους πολίτες να αμφισβητούν την εξουσία των συγκεκριμένων κυβερνήσεων. Οποιοδήποτε κίνημα ζητούσε αλλαγή ή μεταρρύθμιση, θεωρούνταν απειλή για τη σταθερότητα του έθνους που ήταν σε πόλεμο με τον εχθρό, μια απειλή που άξιζε τιμωρία. Το μήνυμα βρήκε γόνιμο έδαφος στη Συρία και το Λίβανο τα τελευταία χρόνια, όπου οι ομάδες της αντιπολίτευσης εξακολουθούν να περιθωριοποιούνται, ενώ  οι συστημικές πολιτικές δυνάμεις είναι βαθιά διεφθαρμένες και διασπασμένες σε απελπιστικό βαθμό, με ένα νομικό πλαίσιο που εξακολουθεί να στηρίζει την κυβερνητική καταστολή.         

 Η Συριακή δημοκρατία αποτελεί παράδειγμα αραβικής δικτατορίας, η επιβολή της οποίας κάλυψε το αληθινό πρόσωπο μιας αυταρχικής μοναρχίας που νομιμοποίησε τις εξουσίες της κάνοντας χρήση ενός φαύλου “έκτακτου νόμου”. Ο νόμος αυτός τέθηκε σε εφαρμογή όταν το κόμμα Μπάαθ ήρθε στην εξουσία, μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1963. Ο νόμος έδινε απεριόριστες εξουσίες στην κυβέρνηση, προκειμένου να περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες, να ανακρίνει και να φυλακίζει υπόπτους, κάθε φορά που η εθνική και η δημόσια σφάλεια θεωρούνταν ότι είναι σε κίνδυνο. Η κυβέρνηση ισχυριζόταν επί μακρόν ότι τα μέτρα αυτά ήταν απαραίτητα για την  προάσπιση της Συρίας από τις συνωμοσίες του αντιπάλου της στην περιοχή, του Ισραήλ. Στην πραγματικότητα, όμως, τα εφάρμοζε για την προστασία της μονοκομματικής της εξουσίας, ενισχύοντας τις δυνάμεις ασφαλείας, οι οποίες κυνηγούσαν, φυλάκιζαν και σκότωναν όσους ακτιβιστές και αντιφρονούντες ασκούσαν κριτική στο καθεστώς Άσαντ και, ταυτόχρονα, περιόριζαν τις δραστηριότητες των οργανώσεων υπεράσπισης και των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν ξέσπασαν οι διαδηλώσεις για τη δημοκρατία εναντίον του Σύριου Προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, τον Μάρτιο του 2011, οι διαδηλωτές απαίτησαν την άμεση κατάργηση του νόμου που στήριζε την καταστολή που το καθεστώς ασκούσε επί δεκαετίες. Σε μια προσπάθειά της να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις στη διεθνή κοινότητα, η κυβέρνηση έκανε κάποιες επιφανειακές αλλαγές: ανακοίνωσε το τέλος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αλλά πέρασε νέα μέτρα ποινικοποίησης κάθε δημόσιας διαμαρτυρίας, η οποία δήθεν απειλεί την πολιτική σταθερότητα. Ως αποτέλεσμα, οι δυνάμεις ασφαλείας συνέχισαν να χρησιμοποιούν τη δολοφονική τους δύναμη κατά των διαδηλωτών και οργάνωσαν μια εκστρατεία συλλήψεων κατά την οποία συνέλαβαν χιλιάδες ανθρώπους, με την αιτιολογία ότι ανήκαν σε τρομοκρατικές ομάδες τις οποίες στηρίζει το Ισραήλ, με στόχο την ανατροπή του Άσαντ. 

Με αυτό το πρόσχημα, το καθεστώς Άσαντ και οι σύμμαχοί του διεξάγουν μια από τις πιο αιματηρές επεμβάσεις στην ιστορία του συριακού πολέμου, εναντίον των 380.000 πολιτών που είναι παγιδευμένοι στον πολιορκημένο θύλακα της Ανατολικής Γκούτα, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος παραμένει απαθής και αδρανής. Η πολυπληθής αυτή περιοχή λίγο έξω από τη Δαμασκό, πολιορκείται επί πέντε ολόκληρα χρόνια και υφίσταται συνεχείς βομβαρδισμούς, αλλά και τη χρήση εμπρηστικών, χημικών όπλων και όπλων διασποράς. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει καταδικάσει, με 17 ψηφίσματα, τη διαρκή παραβίαση του διεθνούς δικαίου από το καθεστώς, ενώ η ολιγωρία της Ρωσσίας έχει επανειλημένα ακυρώσει κάθε προσπάθεια διακοπής του πολέμου. Τα πέντε μεγάλα και διαρκή μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, μεταξύ των οποίων και η Ρωσία, έχουν τεράστια επιρροή, ενώ πολύ συχνά τα συμφέροντά τους μετράνε πιο πολύ από το γενικό καλό. Το σύστημα που καθιερώθηκε το 1945, η χρήση πολιτικών μέσων από τα Ηνωμένα Έθνη προκειμένου να σωθούν οι μελλοντικές γενιές από τη μάστιγα του πολέμου, το μόνο που έχει καταφέρει φαίνεται να είναι η ενίσχυση της αποφασιστικότητας των ισχυρών κρατών να χρησιμοποιούν τον μιλιταρισμό ως τρόπο επίλυσης των συγκρούσεων. 

Ο μιλιταρισμός απαιτεί έναν ειδικό τύπο αρσενικής ταυτότητας. Εκτρέφει την αρσενική βία και την εξυψώνει, προκειμένου να τη συντηρεί. Για να παρουσιαστούν ως πρότυπα εκσυγχρονισμού, τα καθεστώτα αυτά προσλαμβάνουν γυναίκες που τα υποστηρίζουν. Πριν από δυο χρόνια, ο Άσαντ δημιούργησε την πρώτη ταξιαρχία γυναικών κομμάντος στην αφοσιωμένη σε αυτόν Συριακή Δημοκρατική Φρουρά, με  800 στρατιωτίνες οι οποίες φέρονται να πολεμούν κατά μήκος των συνόρων της Δαμασκού. Αυτή η κίνηση του Άσαντ, δεν ήταν παρά ένα εργαλείο προπαγάνδας, όχι μια προσπάθεια να εντάξει στις τάξεις του στρατού γυναίκες που είναι ικανές να πετύχουν σε όλους τους τομείς. Ο πόλεμος στη Συρία συνοψίζεται ως σύγκρουση δυο διαφορετικών δομών της κοινωνίας, μιας λαϊκής και μιας τζιχαντιστικής, και ο Άσαντ θέλει να δείξει ότι στο δικό του σύστημα, οι γυναίκες έχουν σημαντικό ρόλο. Ως γυναίκες θα έπρεπε να προωθούμε την ισότητα και την ειρήνη. Ο φεμινισμός στοχεύει στην κατάργηση της βίας, όχι στην ενθάρρυνση των γυναικών να αφομοιωθούν από αυτήν και να την διαπράττουν. Επιπλέον, η γυναικεία χειραφέτηση, κάθε άλλο παρά ολοκληρωμένη είναι και, πίσω από την επίδειξη των γυναικών με τις στρατιωτικές φόρμες, οι έμφυλες διακρίσεις είναι ακόμη βαθιά ριζωμένες στη Συρία. Τα γυναικεία ζητήματα σπάνια θεωρούνται σημαντικά ή επείγοντα. Συνήθως θεωρούνται δικαιώματα πολυτελείας και πολύχρωμα θέματα, που ανακινούνται μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του καθεστώτος. Το συριακό δίκαιο εξακολουθεί να διαιωνίζει τις διακρίσεις κατά των γυναικών. Οι γυναικείες οργανώσεις που μιλούν για τα δικαιώματα των γυναικών, δεν νομιμοποιήθηκαν ποτέ. Εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια, δεν έχει γίνει καμιά τροποποίηση σε κανένα από τα εκατοντάδες αντιφεμινιστικά άρθρα της συριακής νομοθεσίας. Ακόμη και σήμερα, οι γυναίκες δεν μπορούν να μεταβιβάσουν τη συριακή ιθαγένεια στα παιδιά τους και τα εγκλήματα τιμής δεν θεωρούνται σοβαρά εγκλήματα, αλλά πλημμελήματα. Και, ενώ το καθεστώς εμφανίζει γυναίκες σε θέσεις λήψης αποφάσεων, αυτές παρόλα αυτά, ψήφισαν ομόφωνα υπέρ των επιφυλάξεων της Συρίας απέναντι στη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διάκρισης Κατά των Γυναικών (CEDAW), εις βάρος των ίδιων των συμφερόντων τους. 

Ακόμη, το καθεστώς Άσαντ έχει διαπράξει χονδροειδείς παραβιάσεις κατά των Σύριων γυναικών, συλλαμβάνοντας και βασανίζοντας χιλιάδες πολίτες και ακτιβίστριες πριν και μετά την επανάσταση. Ο πόλεμος ανάγκασε εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, κυρίως γυναίκες και παιδιά. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ εκτιμά ότι το 48,5% των προσφύγων είναι γυναίκες, με περίπου 30% από αυτές μεταξύ 18 και 59 ετών. Στις αρχές της σύγκρουσης, η Διεθνής Επιτροπή Διάσωσης δημοσίευσε μια έκθεση στην οποία εξηγούσε ότι ο βιασμός, ή ο φόβος βιασμού, αποτελούσαν τον κύριο λόγο για τον οποίο οι οικογένειες εγκατέλειπαν τη χώρα. Η έμφυλη βία χρησιμοποιούνταν πάντα ως όπλο σε καταστάσεις σύγκρουσης και οι Σύριες υπήρξαν θύματα σεξουαλικής βίας, η οποία συχνά διαπράχθηκε μέσα στα σπίτια τους ή σε συνθήκες κράτησης. Έχουν ειπωθεί πολλά για την έμφυλη βία που ασκήθηκε στις συγκρούσεις της Βοσνίας, της Ρουάντα, ή της Δημοκρατίας του Κογκό, αλλά δεν έχει γίνει επαρκής αναφορά σε αυτήν, στην περίπτωση της συνεχιζόμενης συριακής σύγκρουσης, εξαιτίας των κοινωνικών ταμπού. Το 2013, οι υπουργοί εξωτερικών των G8 έκαναν μια δήλωση με την οποία δεσμεύονταν να εργαστούν όλοι μαζί για να σταματήσουν τη σεξουαλική βία στις εμπόλεμες περιοχές και ανακοίνωσαν μια πρωτοβουλία για την πρόληψη των βιασμών, την προστασία των πολιτών και τη δίωξη των υπευθύνων για τα εγκλήματα. Αλλά, για να μπορέσουν να γίνουν δίκες, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ πρέπει να εκδόσει ένα ψήφισμα με το οποίο να ζητά από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) τη διενέργεια σχετικής έρευνας στη Συρία. Με δεδομένο το σημερινό αδιέξοδο με τη Ρωσία, η οποία μπλοκάρει συνέχεια τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, κάτι τέτοιο είναι απίθανο να συμβεί. Η αυξανόμενη αδυναμία συνδρομής της Συρίας, από την πλευρά του ΟΗΕ, δεν έχει να κάνει μόνο με την αξιοθρήνητη αποτυχία των ειρηνευτικών του προσπαθειών, αλλά και με την ανικανότητά του να σύρει μελλοντικά τους υπεύθυνους στα δικαστήρια.  

Υπό μια έννοια, τίποτα δεν πάει καλά σε αυτή τη γωνιά της γης. Οι πιθανότητες μιας ήρεμης ζωής είναι αμυδρές και το μέλλον μοιάζει περισσότερο με ένα μακρύ σκοτεινό τούνελ χωρίς έξοδο. Οι άνθρωποι έχουν γίνει πολύ ευάλωτοι. Πιστεύουν ότι ο κόσμος αδιαφορεί για τη δυστυχία τους. Από την Παλαιστίνη, μέχρι τη Συρία, το Ιράκ και την Υεμένη, οι πολίτες συνεχίζουν να πληρώνουν το τίμημα της πολιτικής αστάθειας. Οι αυτοκτονίες, οι δολοφονίες και η σεξουαλική βία είναι σε έξαρση, συνοδευόμενες από τη συνεχιζόμενη φτώχεια και την κακή διατροφή. Παρά τις κραυγές αυτών των ανθρώπων, που δεν εισακούγονται, τα νέα προαναγγέλουν ακόμα χειρότερες εξελίξεις. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε ότι είναι ώρα να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ και ανακοίνωσε, πρόσφατα, ότι η πρεσβεία των ΗΠΑ αναμένεται να μεταφερθεί από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ στις 14 του προσεχούς Μαίου. Η ημέρα αυτή συμπίπτει με τη “Νάκμπα”,  ημέρα της “καταστροφής” για τους Παλαιστίνιους και τον Αραβικό Κόσμο, μια τραγική μέρα για την ιστορία της Παλαιστίνης. Η μετακίνηση της πρεσβείας δεν θα αποτελέσει μόνο μια ωμή πράξη που θα προσθέσει την προσβολή στο τραύμα, αλλά μια ακόμη μεγαλύτερη ευκαιρία για τα αραβικά καθεστώτα να επιβεβαιώσουν την απόφασή τους να ενσταλλάζουν όλο και περισσότερο φόβο στις κοινωνίες τους για όσα πρόκειται να έρθουν.     

Ο φόβος είναι αυτό στο οποίο επενδύουν τέτοια καθεστώτα. Ο φόβος του αφανισμού, ο φόβος του εχθρού, ο φόβος των άλλων. Οι Ισραηλινοί φοβούνται τους Άραβες, οι Άραβες φοβούνται τη Δύδη, η Δύση φοβάται τους πρόσφυγες. Οι χριστιανοί φοβούνται τους μουσουλμάνους, οι σουνίτες τους σιίτες, κ.ο.κ. Δεν θα υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο γιορτής για τις διαφορές μας ή τη διαφορετικότητα, γιατί η μια ομάδα θα συνεχίσει να φοβάται την άλλη. Τα αυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής θα κεφαλαιοποιούν τους φόβους επιτείνοντας τους δυισμούς, μόνο και μόνο για να παρατείνουν τη δική τους επιβίωση. Όσο περισσότερος φόβος υπάρχει, τόσο περισσότερη προστασία απαιτείται, και -με δεδομένη την απουσία ενός συστήματος που να είναι σε θέση να προστατεύει τις ανθρώπινες ζωές από τη μάστιγα του πολέμου- τόσο περισσότερο η στρατιωτικοποίηση θα παρουσιάζεται ως βιώσιμη λύση. Οι πολιτικές οικονομίες του έθνους εκτρέφουν τη βιομηχανία των όπλων. Εκτιμάται ότι οι κυβερνήσεις μας ξοδεύουν, όλες μαζί, περί το 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο στην άμυνα. Με όλα αυτά τα χρήματα θα μπορούσαμε να σταματήσουμε την ακραία πείνα, να φροντίσουμε την εκπαίδευση των παιδιών, να αντιμετωπίσουμε την ισότητα των φύλων και την κλιματική αλλαγή. Τα χρήματα υπάρχουν, τα έχουμε, και μπορούμε να το κάνουμε, αν υπάρχει θέληση.   

Μετά την ήττα που υπέστησαν οι αραβικοί στρατοί από το Ισραήλ στον πόλεμο του 1967, το λογοτεχνικό έργο του Wannous στράφηκε στις κοινωνικές δομές, την κουλτούρα και τις αξίες. Άφησε το χώρο των απαγορευμένων αναλύσεων και στράφηκε σε αυτόν της αυτογνωσίας. Αν έχω κάτι να πω για το έργο του Wannous είναι ότι, ίσως ένα σημείο για να ξεκινήσουμε ξανά από την αρχή, σε επίπεδο ατόμου, είναι να υποστηρίξουμε τις αξίες που είναι εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση και να σταματήσουμε να πέφτουμε θύματα του φόβου και του δυισμού. Να σταματήσουμε να “αποξενώνουμε” τους άλλους, για να επιβεβαιώνουμε τις αποφάσεις μας, αποφεύγοντας το πραγματικό ερώτημα που είναι: “Από πού ερχόμαστε και πού πηγαίνουμε;” Αν είναι να επικρατήσει ο φόβος, τότε ας είναι αυτό που μας ενώνει και όχι αυτό που μας χωρίζει, μετατοπίζοντας την ατζέντα μας προς έναν τρόπο ζωής με περισσότερη κατανόηση και με ειρηνική συνύπαρξη.   

Πίσω τώρα στο φιάσκο της κατασκοπείας, ο Ιτανί κρίθηκε αθώος, όταν αποδείχθηκε ότι είχε αναγκαστεί να ομολογήσει μετά από χρήση βασανιστηρίων στη διάρκεια της κράτησής του. Ο Λιβανέζος αξιωματικός πλήρωνε έναν χάκερ για να αλλάξει τις συζητήσεις ανάμεσα στον ηθοποιό και την υποτιθέμενη πράκτορα του Ισραήλ. Ο Λιβανέζος -πρώην- αξιωματικός ήταν γυναίκα, μια από τις πρώτες γυναίκες που κατέλαβαν μια τέτοια θέση στις δυνάμεις της εσωτερικής ασφάλειας του Λιβάνου. Η Σιμόν ντε Μπωβουάρ έλεγε ότι ο στόχος του φεμινισμού και ο αγώνας για τα δικαιώματα των γυναικών δεν είναι απλώς η υφαρπαγή της εξουσίας που έχουν οι άνδρες και η κατάληψη των θέσεών τους. Κάτι τέτοιο δεν θα άλλαζε τίποτα για τον κόσμο. Ο στόχος είναι η εξαφάνιση της συγκεκριμένης πρόσληψης της εξουσίας.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου