Το εκλογικό σύστημα της Βουλγαρίας χρειάζεται μια πραγματική αλλαγή

Οι προτεινόμενες αλλαγές στον εκλογικό κώδικα της Βουλγαρίας δεν πρόκειται να λύσουν τα πραγματικά προβλήματα. Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να καταπολεμήσει την έλλειψη εμπιστοσύνης στα πολιτικά κόμματα, τη χαμηλή εκλογική συμμετοχή, τους μη αντιπροσωπευτικούς, διεφθαρμένους και δυσλειτουργικούς δημόσιους θεσμούς.

Τα αποτελέσματα του εθνικού δημοψηφίσματος που διεξήχθη στη Βουλγαρία στις 6 Νοεμβρίου 2016 επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες του κοινού για μείζονες αλλαγές στο εκλογικό σύστημα που θα συμβάλλουν στην καλύτερη εκπροσώπηση, τη μεγαλύτερη υπευθυνότητα των πολιτικών και την ευρύτερη συμμετοχή των πολιτών.

Ένα είδος πολιτικού καρτέλ

Οι υφιστάμενοι κανόνες ευνοούν τη λειτουργία ενός εξελιγμένου και καλά δοκιμασμένου συστήματος πελατειακών σχέσεων ανάμεσα σε επιχειρηματίες, κομματικές κλίκες, τοπικούς ή κυβερνητικούς αξιωματούχους, εταιρίες κοινωνιολογικών ερευνών και ΜΜΕ, με στόχο τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, τον έλεγχο των προεκλογικών εκστρατειών και των εκλογικών αποτελεσμάτων για λογαριασμό κάποιων κομμάτων. Αυτά τα συστημικά κόμματα μετέτρεψαν τους κυβερνητικούς θεσμούς σε ένα είδος πολιτικού καρτέλ που χρησιμοποιεί μαφιόζικες μεθόδους για να καταχράται τους δημόσιους πόρους.

Το προτεινόμενο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας σε δυο γύρους θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα εκπροσώπησης, εξαιτίας του μεγέθους της χαμένης ψήφου. Κάποια πολιτικά κόμματα μπορεί να αποσπούν λιγότερες έδρες, παρότι θα έχουν κερδίσει περισσότερες ψήφους σε εθνικό επίπεδο. Το πλειοψηφικό σύστημα θα αυξήσει τον κίνδυνο χειραγώγησης των εκλογικών αποτελεσμάτων, μέσω του καθορισμού των εκλογικών ορίων και θα οδηγήσει σε μεγαλύτερες δαπάνες και σε ακόμη μεγαλύτερη εξαγορά ψήφων. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος απεικόνισης των προτιμήσεων των ψηφοφόρων στο εκλογικό αποτέλεσμα, που δεν αφήνει τις σημαντικές πολιτικές ομάδες χωρίς εκπροσώπηση, είναι μια εκδοχή του αναλογικού, ή η εφαρμογή ενός μικτού εκλογικού συστήματος.     

Το αποκαλούμενο «γερμανικό» σύστημα

Προτιμούμε το αποκαλούμενο «γερμανικό» σύστημα, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε ψηφοφόρο αναλογούν δυο ψήφοι. Η μια ψήφος αφορά έναν υποψήφιο για την εκλογή του οποίου απαιτείται η πλειοψηφία στην εκλογική του περιφέρεια. Η δεύτερη ψήφος αφορά την εκλογή μιας κομματικής λίστας για κάθε περιοχή. Τα μισά από τα μέλη του γερμανικού Κοινοβουλίου εκλέγονται με την πρώτη και τα άλλα μισά με τη δεύτερη ψήφο, εκείνη που αφορά τις κομματικές λίστες.   

Θεωρούμε ότι είναι λογικό και σκόπιμο να αναζητήσουμε λύσεις που θα εξισορροπούν τις χαρακτηριστικές στρεβλώσεις των πλειοψηφικών συστημάτων, όπως: το να μη χάνονται οι ψήφοι των μη επιτυχόντων υποψηφίων αλλά να προστίθενται στις ψήφους που συγκεντρώνουν οι κομματικές λίστες, ή να διεξάγεται δεύτερος γύρος αν κανένας από τους υποψήφιους δεν αποσπά την απόλυτη πλειοψηφία από τον πρώτο.

Θα πρέπει να προσεχθεί πολύ η διαδικασία καθορισμού των γεωγραφικών ορίων των εκλογικών περιοχών, δηλαδή το πώς και από ποια αρχή θα διεξαχθεί. Μια δυνατότητα είναι να ανατεθεί σε ένα συλλογικό σώμα πλην του εκτελεστικού, παραδείγματος χάριν στην Κεντρική Εκλογική Επιτροπή. 

Τα προβλήματα θα συνεχίσουν να υφίστανται

Ταυτόχρονα, μαζί με την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, οι πολιτικοί πρέπει να βρουν λύσεις σε μια σειρά σημαντικών ζητημάτων που αφορούν στην οργάνωση, τη διεξαγωγή, τον έλεγχο της εκλογικής διαδικασίας και των προεκλογικών εκστρατειών. Σε όλες τις πρόσφατες εκλογές στη Βουλγαρία προέκυψαν σοβαρά ζητήματα ως προς την εντιμότητα των εκλογών. Τέτοια ήταν: τα σημαντικά ποσοστά εξαγοράς και ελέγχου της ψήφου, η περιορισμένη -στην ουσία πληρωμένη- πρόσβαση στα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων και των δημόσιων ΜΜΕ, η κατάχρηση των κοινωνιολογικών μελετών με στόχο την επιρροή της κοινής γνώμης, η συστηματική χρήση εκστρατειών δυσφήμισης συγκεκριμένων υποψηφίων από ομάδα των ΜΜΕ, οι παρατυπίες στο έργο των Εκλογικών Επιτροπών συμπεριλαμβανομένης της λανθασμένης καταμέτρησης ψήφων και της λανθασμένης συμπλήρωσης πρωτοκόλλων. 

Αυτά τα προβλήματα δεν θα εξαλειφθούν μόνο με την αλλαγή του τύπου του εκλογικού συστήματος. Θα συνεχίσουν να υφίστανται και να επηρεάζουν τα εκλογικά αποτελέσματα.  

Ο συγγραφέας του άρθρου είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. και Διευθυντής του προγράμματος Πολιτικής και Νομικής Έρευνας του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκών Στρατηγικών και Πρακτικών (IESP) στη Σόφια. Το IESP διοργανώνει συζητήσεις που απευθύνονται σε εμπειρογνώμονες αλλά και στο ευρύ κοινό, αναφορικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των κύριων εναλλακτικών. Οι προσπάθειες του IESP στην έρευνα, τη συγκριτική ανάλυση, την διατύπωση απόψεων, το σχεδιασμό αλλαγών του Εκλογικού Κώδικα έχουν ως στόχο την προβολή των θετικών στοιχείων των μικτών παράλληλων συστημάτων, μαζί με την εφαρμογή της μηχανικής και της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, καθώς και πολλών άλλων λύσεων αναφορικά με τη διαχείριση της εκλογικής διαδικασίας, τον έλεγχο και τη διαφάνεια των εκλογικών ευρημάτων, την πρόσβαση στα ΜΜΕ κ.ά.