Κάπως μελαγχολικά

Υπολείπονται σχεδόν τρεις μήνες μέχρι την προγραμματισμένη ημερομηνία του Brexit (28 Μαρτίου) και, ενώ το πολιτικό θερμόμετρο έχει ανέβει αισθητά, η μορφή και το πεδίο εφαρμογής της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ μοιάζουν να είναι πιο αβέβαια από ποτέ.

Μετά την ψήφο εμπιστοσύνης στην Τερέζα Μέι, η συμφωνία για το Brexit που παρουσίασε το πρωθυπουργικό γραφείο μπορεί να φαίνεται καταδικασμένη αλλά εξακολουθεί να παρέχει μια πιθανή βάση για ένα ελεγχόμενο Brexit. Εξασφαλισμένη από το απίθανο ενδεχόμενο ενός σκληρού Brexit, η ΕΕ δεν φαίνεται πρόθυμη να τροποποιήσει τους όρους της διαπραγμάτευσης, αφήνοντας μικρό περιθώριο για ελιγμούς.    

Στην ιστορία της διπλωματίας, μια συμφωνία που αφήνει τα άκρα και των δυο διαπραγματευόμενων μερών ανικανοποίητα, θεωρείται συνήθως ένας έντιμος συμβιβασμός. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει με το σχέδιο της Τερέζα Μέι, εφόσον αφήνει την οικονομία και την κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου σε αισθητά δυσμενέστερη θέση και, παραδόξως, κάνει και τις επιχειρήσεις και την εργατική τάξη, και στις δυο πλευρές, να ανησυχούν, και με το δίκιο τους.  

Σύμφωνα με την προτεινόμενη συμφωνία η χώρα «παραμένει» στην ΕΕ (ρυθμιστική ευθυγράμμιση), χωρίς να έχει το δικαίωμα άσκησης επιρροής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Για μια μεταβατική περίοδο άγνωστης διάρκειας, το Ηνωμένο Βασίλειο θα διατηρήσει την πρόσβαση στην ενιαία αγορά και θα διασφαλίζει το «απρόσκοπτο» εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς να είναι σε θέση να συνδιαμορφώνει τις πολιτικές της ΕΕ. Η χώρα χάνει και τη δυνατότητα εξαίρεσης («optouts») που απολάμβανε στο παρελθόν.

Εν ολίγοις, η συμφωνία σχεδιάστηκε έτσι ώστε: α) να παρέχει ένα βραχυπρόθεσμο αλλά εύθραυστο εφησυχασμό στους επιχειρηματίες και β) να μεταφέρει το μήνυμα ότι καμιά χώρα που επιλέγει να φύγει από την ΕΕ δεν μπορεί να είναι σε καλύτερη θέση μετά. Με δεδομένη αυτή τη συμφωνία, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα είναι καλύτερα μετά το Brexit.


Όμως, το πιο ανησυχητικό σημείο είναι η κατάργηση της ελευθερίας κίνησης των ατόμων, της μόνης από τις τέσσερις θεμελιώδεις ελευθερίες της ΕΕ που το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα προστατεύει μακροπρόθεσμα. Η ειρωνεία είναι ότι αυτή είναι και η μοναδική «νίκη» της διαπραγματευτικής ομάδας του Ηνωμένου Βασιλείου, αποδεικνύοντας ότι οι προτεραιότητές της ήταν να αποφευχθεί μια εκλογική καταστροφή και να ικανοποιήσει την ομάδα που θέλει να «πάρει τον έλεγχο της κατάστασης» και η οποία είναι κυρίαρχη στο στρατόπεδο του
Brexit.

Έχει ενδιαφέρον ότι η ΕΕ παραχώρησε αυτό το δικαίωμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και του επέτρεψε να καταργήσει την ελευθερία κίνησης, παρά τους προφανείς κινδύνους. Με την αποδυνάμωση της εξουσίας της Άγκελα Μέρκελ και την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού ίσως αυτή η συμφωνία αποτελέσει το πρελούδιο της απαγόρευσης και των εσωτερικών μετακινήσεων.

Η προτεινόμενη συμφωνία κατάφερε, επίσης, να αναδείξει και να ενισχύσει τις βαθιές διαιρέσεις που διατρέχουν όλο το πολιτικό φάσμα. Οι αντιθέσεις που κλονίζουν το κόμμα των Τόρις οφείλονται σε δυο κύριους παράγοντες:

· Στα συγκρουόμενα συμφέροντα και τους συνεχιζόμενους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα των ηγετικών τάξεων. Παρόλο που ο χρηματοπιστωτικός και ο τραπεζικός τομέας στηρίζουν ανεπιφύλακτα τη σημερινή κατάσταση, λόγω του κυρίαρχου ρόλου που έχει το Σίτυ στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και παγκοσμίως, δεν αποτελεί μυστικό ότι υπάρχουν τμήματα της καπιταλιστικής τάξης που βλέπουν θετικά το Brexit και ενδεχομένως επωφελούνται από αυτό. Οι τομείς αυτοί περιλαμβάνουν τη βιομηχανία πετροχημικών και μεγάλο τμήμα της βιομηχανίας τροφίμων. Η ιστορία του καπιταλισμού μας διδάσκει ότι, παρότι οι μεγάλες επιχειρήσεις συνασπίζονται προκειμένου να μεγιστοποιούν το κέρδος τους και να καταστέλλουν τα δικαιώματα των εργαζομένων, είναι ταυτόχρονα βαθιά διαιρεμένες και έτοιμες να διεξάγουν τον πιο σφοδρό εσωτερικό ανταγωνισμό. Η επαναφορά των τελωνιακών ελέγχων και η κατάργηση των ρυθμίσεων της ΕΕ, πιθανότατα θα βλάψει τους τομείς που εξαρτώνται από την ευρωπαϊκή αγορά, ενώ θα ωφελήσει εκείνους που επικεντρώνονται πρωτίστως στις εγχώριες ή τις παγκόσμιες αγορές εκτός της ΕΕ. Τα ανταγωνιστικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης αποτυπώνονται -αναπόφευκτα- στα στρατόπεδα που έχουν σχηματιστεί μέσα στο ίδιο της το κόμμα (τους Τόρις) και εκδηλώνονται μέσα από αδυσώπητες εσωτερικές διαμάχες με στόχο τον έλεγχο της ηγεσίας του.         

·  Η νοσταλγία της αυτοκρατορίας. Μεγάλο μέρος του διαλόγου που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος για το Brexit εστιάστηκε στη ρητορική της ανάκτησης του ελέγχου και της κυριαρχίας, η οποία εμπλουτιζόταν συνήθως με την αναβίωση ενός απελπιστικά κοινότοπου, όσο και τοξικού και επικίνδυνου νεοαποικιοκρατικού λεξιλογίου. Γιατί, παρότι ο πολιτικοοικονομικός πυλώνας του μετώπου του Brexit στηρίζεται στα συμφέροντα των ηγετικών τάξεων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, αυτός που «κέρδισε τις εντυπώσεις» είναι ο ιδεολογικός πυλώνας, ο οποίος στηρίζεται σε φαντασιώσεις περί αυτοκρατορίας και περί ενός απατηλού μεγαλείου. Δεκαετίες δεξιού ευρωσκεπτικισμού και συστηματικής απεικόνισης της ΕΕ ως ενός αυταρχικού εγχειρήματος που απειλεί τη βρετανική ταυτότητα, σε συνδυασμό με την πολιτική του «εχθρικού περιβάλλοντος» αποτέλεσαν το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του λαϊκισμού και του απόλυτου ρατσισμού. Παρότι θα ήταν υπεραπλουστευτικό να πούμε ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του Brexit είναι ξενοφοβικοί, οι μελέτες μας βοήθησαν να καταλάβουμε πως η μετανάστευση αποτέλεσε τον -ενιαίο- σημαντικότερο παράγοντα που καθόρισε την ψήφο τους.      

Είναι το στοιχείο που μεγάλο μέρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο Ηνωμένο Βασίλειο υποβάθμισε και εν πολλοίς υποτίμησε. Παρότι οι λόγοι που κρύβονται πίσω από τις διαιρέσεις των Τόρις είναι τόσο ξεκάθαροι, οι εντάσεις στις οποίες αναλώνεται η ριζοσπαστική Αριστερά, είναι αυτές που προκαλούν απορία σε όσους παρακολουθούν τη βρετανική πολιτική σκηνή. Προσπαθώντας να κατανοήσουμε τη στάση της ευρύτερης ριζοσπαστικής Αριστεράς και τις εγγενείς της αντινομίες σε σχέση με το Brexit, έχει σημασία να τονίσουμε ότι οι δυο κύριες προσεγγίσεις του Brexit που εμφανίστηκαν το 2017 (η προσέγγιση του Lexit[1] και εκείνη του Radical Remain[2]) παραμένουν ισχυρές. Δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω ότι οι διαφωνίες ανάμεσα σε ομάδες, πλατφόρμες και δίκτυα ανθρώπων που είναι ορκισμένοι αντιρατσιστές και σοσιαλιστές σηματοδοτούν κάτι άλλο πέρα από διαφορές απόψεων ως προς τις τακτικές και τις στρατηγικές. Οι όποιες καταγγελίες ότι οι οπαδοί του Lexit στηρίζουν συνειδητά τα επιχειρήματα που αρθρώνει ο δεξιός λαϊκισμός ή ότι οι οπαδοί του Radical Remain υποστηρίζουν τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης είναι και γελοίες και χαλκευμένες.     

Ωστόσο, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η βρετανική Αριστερά ήταν ανέτοιμη, σε απογοητευτικό βαθμό, να ασχοληθεί με τη συνθετότητα ενός δημοψηφίσματος για το Brexit. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο ότι για δεκαετίες η εκστρατεία κατά της ΕΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ηγεμονευόταν από τμήματα της πολιτικής Δεξιάς. Ήδη από την εποχή του δημοψηφίσματος για τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, το 1975, το Εργατικό Κόμμα και τα περισσότερα κόμματα της άκρας Αριστεράς (με εξαίρεση το Κομμουνιστικό Κόμμα), επέδειξαν μια αξιοσημείωτη άρνηση, ή αποφυγή να διατυπώσουν ένα συνεκτικό και πειστικό αφήγημα κατά της νεοφιλελευθεροποίησης της ΕΕ. Το έκαναν, εν μέρει γιατί δεν επιθυμούσαν να θεωρηθούν ότι συντάσσονται με τον κυρίαρχο και αντιδραστικό ευρωσκεπτικισμό των «νοσταλγών της αποικιοκρατίας».  Ένας πιο ουσιαστικός λόγος, όμως, πρέπει να ήταν ότι, σε σύγκριση με τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που εκπροσωπούσε η Μάργκαρετ Θάτσερ τη δεκαετία του 1980, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έμοιαζε εκείνη την εποχή πολύ λιγότερο μοχθηρή και επιθετική. Αν ανατρέξουμε στα κείμενα της Αριστεράς των τελευταίων σαράντα χρόνων, θα πειστούμε ότι απουσιάζει κάθε είδος διαλόγου για την ΕΕ.

Όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον -προς έκπληξη του ίδιου του κόμματός του και της βρετανικής κοινωνίας εν γένει- ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε δημοψήφισμα για την ΕΕ, δεν ήξερε ότι είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, όχι μόνο γιατί θα κλόνιζε τη συνοχή του κόμματός του, αλλά και γιατί θα ανάγκαζε τη ριζοσπαστική Αριστερά να διατυπώσει μια εσπευσμένη γνώμη για το δημοψήφισμα. Και, επειδή όλοι οι ακτιβιστές τα ξέρουν όλα, η ικανότητα του κινήματος να αντιδράσει σε μια έκτακτη κατάσταση κοινωνικής αναταραχής εξαρτάται εν πολλοίς από την πολιτική και εκπαιδευτική δουλειά που έχει γίνει από πριν. Από την εκστρατεία υπέρ του Lexit έλειπε ακριβώς αυτή η ανάγκη συνοχής και συνέχειας στην πολιτική δουλειά που είχε γίνει από τα κινήματα βάσης σχετικά με την ΕΕ. Κατά συνέπεια, η εκστρατεία υπέρ του Lexit λειτούργησε προς όφελος κάποιων άλλων: η ατζέντα του ευρωσκεπτικισμού είχε τεθεί εξαρχής από τη Δεξιά και όλες οι προσδοκίες ότι αυτό θα μπορούσε να ανατραπεί λίγους μήνες πριν από το δημοψήφισμα αποδείχθηκαν ευχολόγια.    

Η οποιαδήποτε αναφορά στο δημοψήφισμα του 1975 ως σημείου εκκίνησης του κινήματος Lexit είναι συντηρητική και αναχρονιστική, στην καλύτερη περίπτωση, γιατί αγνοεί τα σαράντα χρόνια ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, τις εσωτερικές της αντιφάσεις, αλλά και τη δημοφιλία που είχαν κάποιες πλευρές του εγχειρήματος στις νεότερες γενιές οι οποίες στήριξαν με ενθουσιασμό την παραμονή στην ΕΕ.

Όλα αυτά έκαναν το κίνημα να έχει τις εξής δυο επιλογές: είτε να προχωρήσει με το αίτημα μιας πλήρους ρήξης με την ΕΕ ή να επικεντρωθεί σε μια ριζοσπαστική ατζέντα παραμονής που θα ενίσχυε και θα ενέπνεε τα κινήματα όλης της Ευρώπης. Στην ουσία, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, η απουσία προετοιμασίας κατέστησε την πρώτη επιλογή αδύνατη, αν όχι επικίνδυνη. Η πρόσφατη εμφάνιση του κινήματος των κίτρινων γιλέκων, που αποτυπώνει τη λαϊκή δυσαρέσκεια που είναι διάχυτη σε όλη την Ευρώπη (μια εκδήλωση της οποίας είναι και το κίνημα Κόρμπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο), δίνει τη δυνατότητα για μια πολύ πιο δραστήρια και θετική διεθνιστική πολιτική, η οποία θα εστιάζει στην ανάγκη να ξαναφανταστούμε και να επανεφεύρουμε συλλογικά μια εναλλακτική κοινωνική Ευρώπη.

Η πρόσφατη διάσκεψη του Εργατικού Κόμματος αποτύπωσε επακριβώς τη δυναμική της εποχής μας και επεξεργάστηκε τι διακυβεύεται σε όλη την Ευρώπη. Γι’ αυτό το λόγο ο Τζέρεμι Κόρμπιν πρότεινε μια προσέγγιση που δε συνιστά σωσίβιο για το Κόμμα των Τόρις, αλλά προετοιμάζει για μια Ριζοσπαστική Παραμονή (Radical Remain): ζήτησε τη διενέργεια γενικών εκλογών και -σε περίπτωση μη πραγματοποίησής τους- νέο δημοψήφισμα. Καθώς το φάντασμα της λαϊκής δυσαρέσκειας πλανάται πάνω από την Ευρώπη, ένα πραγματικά διεθνιστικό κίνημα που τάσσεται κατά της εθνικής απομόνωσης και προέρχεται από το μεγαλύτερο αριστερό κόμμα στην Ευρώπη, θα μπορούσε να αλλάξει τους όρους του παιγνιδιού.

 

Μετάφραση από τα αγγλικά: Καλλιόπη Αλεξοπούλου



[1] ΣτΜ: ο όρος Lexit είναι παράγωγος, όπως και το Brexit, από τους όρους Left και Exit και σηματοδοτεί την αριστερή έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ, δηλαδή, την έξοδό της με αριστερό πρόσημο.

[2] ΣτΜ: «Ριζοσπαστική Παραμονή»: είναι η αντίπαλη στο Lexit πρόταση της Αριστεράς στη Βρετανία, που τάσσεται υπέρ της παραμονής στην ΕΕ με τους όρους μιας αριστερής πολιτικής, σε συνεργασία με τη ριζοσπαστική Αριστερά της υπόλοιπης Ευρώπης.